Σελίδες

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

ΚΗΡΥΓΜΑ Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. 6,22-23) ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης



ΚΗΡΥΓΜΑ 
Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. 6,22-23)
ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης 
 
Π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟς ΧΡΙΣΤ. ΣΤΡΑΤ.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

Μη απελπιζεσαιἘάν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχῃ κάτι γιὰ τὸ ὁ­ποῖο μποροῦμε νὰ καυχώμεθα, αὐτὸ εἶ­νε ἡ πίστις μας. Δὲν ὑπάρχει ὡραιότερο πρᾶ­γμα στὸν κόσμο ἀπὸ τὴ θρησκεία μας. Εἶνε τὸ δια­μάντι τῆς ζωῆς. Ἡ θρησκεία μας ἔχει περι­εχό­μενο, ἔχει βάθος ὅπως ὁ ὠκεανός, ἔχει πλάτος ὅπως ὁ οὐρανός.
Θὰ χρειάζονταν πολλὰ κηρύγματα γιὰ νὰ παρουσιάσουμε ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἐδῶ θὰ δοῦμε ἕνα μόνο θέμα, ποὺ εἶνε ἡ ῥίζα. Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔ­τσι καὶ ἡ θρησκεία μας, καὶ δὲ μπορεῖ κανένας διάβολος νὰ τὴν ξερριζώσῃ. Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα, ἡ ἀρχή, τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας; Τὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀορά­των» (ἄρθρ. 1).

* * *

Ζοῦμε δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, σὲ ἐ­ποχὴ πολὺ ἄσχημη, μιὰ ἐποχὴ ἀντιχρίστου. Ποτέ ἄλ­λοτε ὁ κόσμος δὲν ἔζησε μιὰ τέτοια ἐποχὴ ὅ­πως ἡ δική μας, ποὺ βγῆκαν ὅλα τὰ δαιμόνια ἀ­πὸ τὴν κόλασι καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀν­θρώπου τὸ ὡραιό­τερο ἀπ᾽ ὅλα, τὸ Θεό, γιὰ νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος ἄθεος. Καὶ δυσ­τυχῶς ὄχι μόνο στὶς μεγάλες πολιτεῖες ἀλλὰ καὶ στὰ μικρὰ χωριὰ ἔφτασαν οἱ κράχτες τῆς ἀπιστί­ας καὶ φωνάζουν ἡ­μέρα καὶ νύχτα, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Εἶνε μεγάλο τὸ ζήτημα· ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἢ δὲν ὑ­πάρχει; Ἐ­ὰν δὲν ὑ­πάρ­χῃ, τότε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ­ριον γὰρ ἀ­πο­θνῄσκομεν» (᾿Ησ. 22,13. Α´ Κορ. 15,32)· ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὴν πιὸ μεγάλη ἀτιμία, τὸ πιὸ μεγάλο ἔγ­κλημα, χωρὶς Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπον­ται. Ἀλλ᾽ ἂν ὑπάρχῃ ―καὶ ὑπάρχει εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων―, τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ῥυ­θμίσῃ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν ἐμεῖς λέμε ὅτι ὑπάρχει.
Θὰ μᾶς ρωτήσουν οἱ ἀντίθετοι· Ἔχετε ἀ­πο­δεί­ξεις; μπορεῖτε νὰ μᾶς πείσετε ὅτι ὑ­πάρχει Θεός; Μάλιστα. Πόσες ἀποδείξεις θέλετε; μία, δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα; Ἐὰν μπορῆτε νὰ μετρή­σε­τε τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, θὰ μπορέσετε νὰ μετρήσετε καὶ τὶς ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει Θεός. Καμμιά ἄλλη ἀλήθεια δὲν ἔχει τόσες ἀποδείξεις ὅσες ἔχει αὐτή.
Ὑπάρχει Θεός! Ἔχεις μάτια; γιατί σοῦ δόθη­καν; Ἄνοιξέ τα καὶ θὰ δῇς γύρω σου τὴ δημιουργία, ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν! Ὅλα ὅσα βλέπεις εἶνε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὰ μι­κρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα. Ὁ ἥ­λιος, τὸ φεγ­γάρι, τὰ ἄστρα, ἡ γῆ, τὰ ποτάμια, οἱ λίμνες, οἱ θάλασσες, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ ζῷα, ὁ ἄν­θρωπος, ὅλα φωνάζουν· ὑπάρχει Θεός. Διότι ποιός τὰ ἔκανε; Μία ἡ ἀπάντησις, δὲν χωρεῖ ἄλλη· ὁ Θεός, ἡ ὑπέρτατη ἀρχὴ τοῦ παντός.
Ὅπως ὅταν βλέπῃς ἕνα σπίτι σκέπτεσαι ὅτι κάποιος τὸ ἔχτισε, ὅταν βλέπῃς ἕνα αὐτοκίνητο νὰ τρέχῃ λὲς ὅτι κάποιος τὸ ὁ­δηγεῖ, ὅ­ταν βλέπῃς ἕνα ἀεροπλάνο νὰ πετάῃ λὲς ὅτι κάποιος τὸ κατασκεύασε, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν κόσμο συμπεραίνουμε ὅ­τι τὸν ἔ­φτιαξε ὁ Μεγα­λοδύναμος. Ἕνα μικρὸ παράδειγμα· πάρτε ἕνα μυρμηγκάκι. Τὸ εἴδατε πῶς εἶνε; Ἔχει μάτια μικροσκοπικὰ καὶ βλέπει, ἔ­χει αὐτιὰ κι ἀκούει, ἔχει πόδια καὶ τρέχει. Ἔχει καὶ ἀσύρματο! ὅ­πως ὁ ἄνθρωπος συν­εννοεῖται μὲ ἀσύρματο, ἔτσι καὶ τὸ μυρμηγ­κάκι συνεννοεῖται μὲ τὶς λε­πτὲς κεραῖες ποὺ ἔχει στὸ κεφαλάκι του. Ἔχει καὶ τέχνη· κατασκευάζει τὴ φωλιά του μέσ᾽ στὴ γῆ. Ἔχει καὶ πρόνοια· φροντίζει καὶ μαζεύει ἐκεῖ τροφὲς γιὰ τὸ χειμῶνα. Ποιός λοιπὸν τὸ ἔφτειαξε; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες τῆς γῆς νὰ μα­ζευτοῦν, ἕνα μυρμηγκάκι δὲ μποροῦν νὰ κάνουν, ὄχι ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἔργα ποὺ ἐποίησε ὁ Θεός. Ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν λέμε· Ὑπάρχει Θεός! τὸ φωνάζουν ὅλα τὰ δημιουργήματά του.
Ὑπάρχει Θεός! Τὸ φωνάζει ἀκόμη ἡ ἱστορία τῶν λαῶν. Ὅπου καὶ ἂν πᾶμε καὶ ἐρευνήσουμε μνημεῖα καὶ κείμενα, εἴτε στὸ Βόρειο εἴτε στὸ Νότιο Πόλο, εἴτε στὴν Ἀνατολὴ εἴτε στὴ Δύσι, εἴτε σὲ πολιτισμένους εἴτε σὲ ἀγρίους, παντοῦ οἱ ἄνθρωποι θρησκεύουν, πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἅμα ἄνθρωπος, ἅμα πίστι στὸ Θεό. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος πιστεύει, ὅτι ὑ­­πάρχει μιὰ ἀνωτάτη δύναμις. Ὑπάρχει Θεός! τὸ φωνάζουν καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Βαβυλώνιοι καὶ Ἀσ­σύριοι καὶ Κινέζοι καὶ Ἰάπωνες, ὅλοι οἱ λαοί.
Ὑπάρχει Θεός! Τὸ φωνάζει καὶ κάτι μέσα μας. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἡ συνείδησις. Τὸ λένε καὶ ψυχολόγοι ἐπιστήμονες. Τί θὰ πῇ συνείδησις; Κάνεις τὸ καλό; παράδεισος εἶνε στὴν καρδιά σου, ἔχεις χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, κι ἂς τρῶς ψω­μὶ μὲ κρεμμύδι. Κάνεις τὸ κακό; κι ἂν δὲν σὲ εἶδε κανένας, οὔτε ὁ ἄντρας σου οὔτε ἡ γυναί­κα σου οὔτε ἀστυνομία οὔτε παπᾶς, κόλασι ἔ­χεις, λύπη καὶ στενοχώρια, σὲ πλημμυρίζει με­λαγχολία. Θυμηθῆτε τὸν Κάιν. Σκότωσε τὸν Ἄ­βελ κι ἀπ᾽ τὴν ὥ­ρα ἐκείνη ἡ­συχία δὲν εἶχε· ὅ­που νὰ πήγαινε, ὅλα τοῦ φώναζαν· Σκότωσες τὸν ἀδελφό σου! Κάποιος πατέρας τῆς Ἐκκλη­σίας λέει· Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ ἐ­λέγξῃ ἡ συνείδησί σου. Ποιός λοιπὸν φύτεψε τὴ συνείδησι, ποιός ἔβαλε μέσα μας αὐτὴ τὴ φωνή; Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἕνας σοφὸς εἶπε· Δύο πράγματα μὲ κάνουν νὰ πιστεύω στὸ Θεό· τὸ ἕνα εἶνε ὁ ἔναστρος οὐρανὸς καὶ τὸ ἄλλο ὁ ἠθικὸς νόμος ποὺ ὑπάρχει μέσα μας.
Τό ὅ­τι ὑπάρχει Θεὸς τὸ φωνάζει καὶ ἡ ἐπιστή­μη μὲ τὸ στόμα κορυφαίων ἐκπροσώπων της. Μόνο ἡμιμαθεῖς, ποὺ ἔχουν κλείσει τὰ βιβλία, δηλώνουν ἄ­θεοι καὶ εἰρωνεύον­ται τὴν πίστι· ἀντιθέτως μεγάλοι ἐπιστήμονες, Ἕλληνες καὶ ξένοι, ὁμολογοῦν ὅτι, ὅσο προχωρεῖ κανεὶς στὴν ἔρευνα καὶ τὴ γνῶσι, τόσο περισσότερο θαυμάζει καὶ ἡ πίστι του στὸ Θεὸ ἐνισχύεται.
Ὅτι ὑπάρχει Θεὸς τὸ φωνάζουν τέλος καὶ ἄ­πιστοι, ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο. Στὴν πρα­γματικότητα αὐτοὶ δὲν εἶνε ἄθεοι. Ὅταν ὅ­λα στὴ ζωή τους πηγαίνουν καλά, τότε παρι­στάνουν τὸν ἄθεο· ὅταν ὅμως ἔρθουν συμφο­­ρὲς ἢ πλησιάζῃ τὸ «μαυροπούλι» τοῦ θανά­του, ἀλλάζουν. Ρώτησαν κάποιον γνωστὸ ἄ­θεο τῶν ἡ­με­ρῶν μας ἂν πιστεύῃ κι ἀ­πήντησε· Κάποτε στὸ βουνὸ ἄκουσα νὰ σφυρίζῃ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ τότε ἀ­συναίσθητα φώναξα «Παναγιά μου, σῶσε με…». Στὸν κίνδυνο ὅλοι ἐπικαλοῦνται.

* * *

Ἡ ῥίζα λοιπόν, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πίστι ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Τὸ σημερινὸ μάλιστα εὐαγ­γέλιο λέει καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μό­νο ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ φρον­τίζει γιὰ μᾶς. Φροντίζει ὅσο καν­είς ἄλλος. Ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πουλιά, τὰ ζῷα, τὰ λουλούδια, γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά του, καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἄν­θρωπο. Τὸ νερὸ ποὺ πίνεις, ἀδελφέ μου, τοῦ Θεοῦ εἶνε. Τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεις τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Ὁ ἀέρας! Χωρὶς ἀέρα μπορεῖ νὰ ζήσῃ καν­είς; Πῆγαν οἱ ἀστροναῦτες στὴ σελήνη. Τί βρῆκαν ἐκεῖ; Τίποτα. Ξεραΰλα. Οὔτε ἕνα λουλούδι, οὔτε ἕνα πουλάκι, οὔτε ἕνα ἀρνάκι, οὔ­τε ἕνα δένδρο. Καὶ τὸ χειρότερο, οὔτε ἀέρας. Ὅπως στὸν ἄρρωστο βάζουν ὀξυγόνο, ἔτσι εἶχαν φέρει κι αὐτοὶ ἀπὸ τὴ γῆ μπουκάλες μὲ ὀξυγόνο γιὰ ν᾽ ἀναπνέουν. Καὶ ἔλεγαν· Ἄχ, πότε νὰ κατεβοῦμε στὴ γῆ νὰ πάρουμε ἀέρα!… Ὅλα μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Θεός! Κοιτάξτε τὸ ρολόϊ· πέντε λεπτὰ –τί λέω–, δύο λεπτὰ νὰ σταματήσῃ ἡ παροχὴ ἀέρος, πέθαναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δὲ θὰ μείνῃ οὔτε ἕνας.
Καὶ μόνο ὁ ἀέρας, τὸ φῶς, τὸ νερὸ καὶ οἱ καρποὶ τῆς γῆς; Μήπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογένεια (ἡ γυναίκα, ὁ ἄντρας, τὰ παιδιά), ἡ πατρίδα, ἡ ἐλευθερία, ἡ εἰρήνη…; Ὅλα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ἀ­χάριστε ἄνθρωπε, τί περιμένει ἀπὸ σένα; Ἕ­να εὐχαριστῶ. Ἐδῶ ἕνα σκυλάκι ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα κουνάει τὴν οὐρά του σὰ νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾽ εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο δὲ λέει εὐχαριστῶ, ἀλλὰ μερικοὶ ἀνοίγουν τὴν ἀκάθαρτη γλῶσσα τους καὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα! Εἶνε Χριστιανὸς αὐτός; Οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄγριος δὲν εἶνε· γιατὶ καὶ οἱ ἄγριοι δὲν ἀφήνουν νὰ βλαστημήσῃ κανεὶς τὸ θεό τους. Οὔτε σατανᾶς δὲν εἶνε· γιατὶ ὁ σατανᾶς κάνει ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν τὸ κάνει· τρέμει, δὲν μπορεῖ νὰ βλαστημήσῃ τὸ Θεό.
Τὸ συμπέρασμα. Κανένας μὴ μᾶς κλονίσῃ. Νὰ πιστεύουμε στὸ Μεγαλοδύναμο ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο καὶ μ᾽ αὐτὸν νὰ ζοῦμε, κον­τά του νὰ εἴμαστε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του ἐδῶ πάνω στὴ γῆ. Αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅλα ὅσα ἔχουμε νὰ κάνουμε.
Κι ἂν ἔμεινες ἔρημος στὸν κόσμο, μὴν ἀ­πελπίζεσαι. Ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός! Τὸ εἶπα, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ δὲν παύω νὰ τὸ ἐπανα­λαμβάνω· χωρὶς λεφτὰ μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χω­ρὶς ἄντρα μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χωρὶς γυναῖ­κα μπορεῖς νὰ ζήσῃς, χωρὶς Θεὸ δὲ μπορεῖς νὰ ζήσῃς! Αὐτό εἶνε τὸ ὕψιστο. Κρατῆστε το. Βουλῶστε τ᾽ αὐτιά σας καὶ μὴν ἀκοῦτε τοὺς ἀ­πίστους καὶ ἀθέους. Μείνετε πιστοὶ καὶ ἀφω­σιωμένοι στὸ Χριστὸ μέχρι τέλους, κι ὅταν πλησιάζῃ τὸ τέλος τῆς ζωῆς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,4).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Περαίας Ἀμυνταίου ἢ Πέλλης 1-7-1984)

Ο Χριστος. 



Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=47814