Σελίδες

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

«ΕΜΙΣΗΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΠΟΝΗΡΕΥΟΜΕΝΩΝ...»




«ΕΜΙΣΗΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΠΟΝΗΡΕΥΟΜΕΝΩΝ...»

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhD6pI6NLmIv6DneJnRvq9qVTDf_HraNoku_wZ1enmJUQ8dsU_bXtmKg2FPnd5FcFfF3vELaPVdblYHBBxyVXzg2vcpXEJyRYCgwQCnFll6BXeVIFiwWDnmhJh6Ugp94OZGsdsuis0LyqPp/s1600/%CE%97+%CE%9A%CE%99%CE%92%CE%A9%CE%A4%CE%9F%CE%A3+%CE%A4%CE%97%CE%A3+%CE%95%CE%9A%CE%9A%CE%9B%CE%97%CE%A3%CE%99%CE%91%CE%A3+%CE%A4%CE%9F%CE%A5+%CE%A7%CE%A1%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%A5.jpg
πιστός νθρωπος, ρθόδοξος πιστός Χριστιανός, σέ στιγμές πνευματικς περισυλλογς καί δίως κατά τίς ρες τς προσευχς, πού ψυχή νοίγεται στήν πικοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό, κτός τν λλων, ποιε καρδιακή ναφορά καί γιά τήν λη του συμπεριφορά. πό θετικς πόψεως βλέπει τήν προσπάθεια τήν ποία χει ες τό νά βαδίζ τήν δόν τς Εαγγελικς ρετς, πό τό «κατ εκόνα» δηλαδή ες τό «καθ μοίωσιν» μέ λες τίς παραμέτρους το θέματος, καί πό ρνητικς πόψεως παρακολουθε τόν κατάπαυστο γνα πού διεξάγει ες τό νά μή συναναμιγνύεται μέ τούς σεβες. Μέ κείνους τούς νθρώπους δηλαδή πού ρνονται τήν γάπη το Θεο καί ποστρέφονται τήν δόν τς δικαιοσύνης πού δηγε ες τήν γιότητα.

μιλομε βεβαίως γιά τούς συνειδητούς πιστούς καί τούς νθρώπους τς κκλησίας, πού, παρά τίς μικρότερες μεγαλύτερες δυναμίες τίς ποες γνωρίζουν τι χουν, πιθυμον νά τίς κατανικήσουν καί νά τίς μεταβάλλουν πό κακίες καί πάθη σέ ρετές. Καί τό τονίζομε ατό, διότι πάρχουν καί κενοι ο ποοι, λως νοήτως, φρονον τι μπορον δθεν νά συνδυάσουν τήν ζωήν τς δικαιοσύνης μέ τήν ζωήν τς δικίας καί τς μαρτίας. Εναι κενοι ο ποοι ρίπτουν στάχτην ες τούς φθαλμούς τς καρδίας των μέ ποτέλεσμα νά μβλύνεται συνείδησίς των καί νά φθάν ως καί τς πωρώσεως. Τελικς δέ, νά φθάνουν ες τό κατάντημα νά τούς γκαταλείπ Χάρις το Θεο, πργμα πού σημαίνει κουσία θεοεγκατάλειψι, δηλαδή ατοθεοεγκατάλειψι, φο Θεός οδέποτε ρνται τό πλάσμα Του.
τσι, γίνονται ν πολλος ποκριταί, λλά καί ο πράξεις των καθίστανται μισητές. μς μως δ μς νδιαφέρει νθρωπος ποος χει θέσει ριον καί μέτρον ριστον ες τίς πράξεις καί νέργειές του καί ασθανόμενος τήν πανταχο παρουσία το Θεο χει τήν παρρησία νά πευθύνεται πρός τόν Κύριον τς Δόξης. κενο δηλαδή πού φήρμοζαν κυρίως ο γιοι καί κενο πού βίωναν ο Δίκαιοι καί ο Προφτες ες τόν χρον τς Παλαις Διαθήκης.
Μέσα σέ να τέτοιο πνεμα κατανυκτικς προσευχς καί δεήσεως καί μέσα σέ μία τμόσφαιρα ξομολογητικς διαθέσεως, Προφητάναξ Δαυΐδ, χοντας πολύτως ρεμη τήν συνείδησί του, καί ζητντας τήν Θεία προστασία ναντίον τν συκοφαντν του, βέβαιος τι Κύριος καί Θεός θά τόν προστατεύση, κφράζει μέ ναν ελικριν καί συγκινητικό τρόπο τήν ποστροφή του ναντίον λων κείνων πού σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ργα πονηρά.
λλά, ς πάρωμε ες τά χέρια μας τό ερό κείμενο το Ψαλτηρίου καί θά ασθανθομε τήν διαιτέρα ελογία λλά καί τήν γανάκτησι το Δαυΐδ. Τήν γανάκτησι καί τήν ποστροφή πού νοιωθε ναντίον τν πονηρν ργων, νεκεν τς πλουσίας Χάριτος πού νοικοσε ες τήν παρξί του. Τό ερό κείμενο συγκλονίζει καί δέν εναι καθόλου τυχαο πώς ο Ο (βδομήκοντα) μεταφρασταί μέ τήν «θεόθεν οκονομηθεσαν» μετάφρασίν των, χρησιμοποιον τίς συγκεκριμένες λέξεις πού θά ναλύσωμε.
Ψαλμός ΚΕ´, 5: «μίσησα κκλησίαν πονηρευομένων καί μετά σεβν ο μή καθίσω».
Δηλαδή, μίσησα μέ λην μου τήν καρδία κάθε σύναξι καί συναγωγή νθρώπων, ο ποοι σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ργα πονηρά. Καί δέν θά καθίσω ποτέ μέ σεβες νθρώπους. Δέν θά συναναστραφ καί δέν θά συνεργασθ μέ νθρώπους ατο το συναφιο. Δέν θά γίνω μέλος τς «κλίκας» ες τήν ποίαν πιπολάζει μαρτία.
Ατά λοιπόν λέγει ες τήν καρδιακή του προσευχή καί ατήν τήν γία γανάκτησι κφράζει μέ τήν κινύρα του κατ νθρωπον πρόγονος το Χριστο μας!
Καί ς μήν ερεθ κανείς νά ποστηρίξ τι ατές ο κφράσεις δικαιολογοντο μόνο τ καιρ κείν ες τήν κοινωνία το σραήλ, πρό τς νανθρωπήσεως, ν σήμερα κρίνονται ς παράδεκτες, κραες καί φανατικές. ποιος ποστηρίξει τήν θέσι ατή, τό μόνο πού θά ποδείξη θά εναι τι μέσα ες τήν ψυχή του δέν καλλιεργεται, οτε χνος, οτε μόριο, οτε «λεκτρόνιο» νθέου ζήλου καί αθεντικς ρθοδόξου ζως.
Φυσικά, άν κανείς θέλ νά  χ τό «χρσμα» τν νθρώπων τς νομίας σέ λα τους τά πίπεδα καί σέ λες τίς σφαρες τς κοσμικς τους πιρρος, θά ψάξη καί θά βρ πολλές δικαιολόγητες δικαιολογίες, ο ποες δέν θά εναι παρά «προφάσεις ν μαρτίαις» (Ψαλμ. ΡΜ, 4). σοι δέ χουν χλιαρή πίστι, ντί νά εναι «τ πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. ΙΒ, 11), θά ποδέχωνται τήν «κκλησίαν τν πονηρευομένων» καί θά γωνται καί θά φέρωνται πό ατήν.
Δαυΐδ λοιπόν μίσησε τήν πονηρευομένην κκλησίαν, δηλαδή τήν σύναξι καί συναγωγή τν νθρώπων πού σχεδιάζουν, δρομολογον καί νεργον κρως ντίθετα πό τό θέλημα το Θεο.
μες, λαμβάνοντες τήν φρσι ατή «μίσησα κκλησίαν πονηρευομένων», μεταφέρομε τήν γανάκτησι, τήν πικρία καί τόν πόνο μας γιά σα ντιχριστιανικά, παράλογα καί γκληματικά συμβαίνουν πό πλευρς πολιτείας, λλά καί σα, τό λιγώτερον παράδεκτα, συμβαίνουν πό πλευρς κκλησίας. Δηλαδή, σα στοχα καί ντίθετα πρός τό ερόν Εαγγέλιον καί τήν ρθόδοξη Παράδοσί μας νεργονται, χι μόνον πό κάποιους ποιμένες πού κατέχουν ψηλές θέσεις, λλά καί πό ρισμένους κληρικούς ο μήν λλά καί μοναχούς, μά καί πό λλους, πού νήκουν ες τόν λαό.
πομένως, κκλησία φείλει νά σταθ ες τό ψος Της, ς Νύμφη το σταυρωμένου, μακρόθεν κακοδοξιν καί αρέσεων καί πίσης νά μή καταντ θεραπαινίς το κράτους.
«μίσησα» λοιπόν κκλησίαν πονηρευομένων.
«μίσησα» κκλησίαν, πού συνεργάζεται καί συνδειπνε μέ τόν Καίσαρα καί παρουσιάζεται ες τόν κόσμον ς χθύος φωνοτέρα καί βατράχου πραγοτέρα.
«μίσησα» κκλησίαν, πού ρίπτει δωρ ες τόν ονον της μέ ποτέλεσμα νά κχυδαΐζονται τά σια καί τά ερά.
«μίσησα» κκλησίαν Παπίζουσαν, θεολογίαν Λατινίζουσαν καί ποιμαντικήν Βατικανίζουσαν.
«μίσησα» κκλησίαν, ποία δέν ποκηρύσσει, πατερικ τ τρόπ, τόν πάρατο Οκουμενισμό καί εκαίρως-καίρως κηρύσσει δθεν «Οκολογικήν Θεολογίαν».
«μίσησα» κκλησίαν, πού τούς λύκους ρ, λλά δέν προφυλάσσει τό ποίμνιό της πό «στρατεύματα κατοχς», τήν θνοκτονία, τόν φελληνισμό, τήν ποδόμησι τς παιδείας, τν παραδόσεων, τς στορίας, τς γλώσσης, πό τήν οκογενειοκτονία, τήν κοινωνική ξαθλίωσι, νόμους ντιρατσιστικούς, πού σχεδιάζονται νεκεν δθεν νθρωπίνων δικαιωμάτων, ξαιρουμένων μως τν λληνορθοδόξων δικαιωμάτων (γιατί ραγε;)…
«μίσησα» κκλησίαν, πού δέν ντιδρ στήν νέγερσι τζαμιν καί νέχεται διαμαρτύρητα νά διδάσκεται τό ντίχριστο σλάμ μέσα ες τά ρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, κε που δεσπόζουν ο Τρες Μέγιστοι Φωστρες τς Τρισηλίου Θεότητος, δηλαδή ο Προστάτες τν λληνορθοδόξων γραμμάτων.
«μίσησα» κκλησίαν, πού δέν διακηρύσσει ξεκάθαρα πώς τά «πάθη τς τιμίας» (Ρωμ. Α, 26) καί τά πονηρά ργα τς σαρκός, μοφυλοφιλία, συμβίωσις τν μοφύλων καί τά πακόλουθα ατν εναι ο πλέον ηδιαστικές διαστροφές καί ο παχθέστερες τν μαρτιν πού πιφέρουν τήν «ργή το Θεο πί τούς υούς τς πειθείας» (Κολάσσ. Γ, 6).
«μίσησα» κκλησίαν, πού, ν σέ θέματα πίστεως καταντ τήν Οκονομία παρανομία μέ τό νά καταργ πρακτικά ντελς τούς Κανόνες (π.χ. μνηστεύοντας τά κωλύματα ερωσύνης, κλπ.), σέ θέματα μως ξουσίας, δικαιοδοσίας, κλπ. ψάχνει καί τήν τελευταία ποπαράγραφο το τελευταίου ποκανόνα γιά νά περασπισθ τά «δικαιώματά» της, (διάφορες διεκδικήσεις, παγόρευσι ερν συχαστηρίων, κλπ.).
«μίσησα» κκλησίαν, πού κάνει περικοπές, λλαγές, λλοιώσεις… ες τίς καθιερωμένες κκλησιαστικές διατάξεις, ες τίς κολουθίες, ες τά Τυπικά, κλπ., (μεταφράσεις τν Λειτουργικν κειμένων…) θέλοντας δθεν νά βοηθήσ καί νά οκονομήσ τούς πιστούς. Τό ποτέλεσμα μως εναι, ντί νά βοηθ καί νά κκλησιαστικοποι τούς πιστούς, νά τούς ποκόπτ πό τήν κκλησιαστική κρίβεια, πργμα νεπίτρεπτο καί παράδεκτο.
«μίσησα» κκλησίαν, πού μνηστεύει μαρτίες, πως σέ θέματα ποφυγς τεκνογονίας, προγαμιαίων σχέσεων, παραβιάσεων τν διατεταγμένων νηστειν, κλπ.
«μίσησα» κκλησίαν, πού ο ποιμένες της εναι μόνον «θρόνων διάδοχοι» καί χι ταυτοχρόνως καί «τρόπων μέτοχοι».
«μίσησα» κκλησίαν ρισμένων κληρικν, τν ποίων συμπεριφορά εναι παγιωμένη σέ «δύο μέτρα καί δύο σταθμά» καί ο ποοι προσκολλνται μέν στό «γράμμα το νόμου», ταν δέ ατό ντιβαίν στά «καλά καί συμφέροντα», νακαλύπτουν μέ συγκίνησι τό «πνεμα το νόμου». Εναι κενοι ο ποιμένες, στούς ποίους δέν μπορες νά χς μπιστοσύνη φο καί ο διοι οδέποτε παρουσιάζουν σταθερή καί πρόσκοπτη πνευματική πορεία. Τό «ναί-ναί» καί τό «ο-ο» χει ντικατασταθ πό τό Ο.Φ.Α. (που φυσάει νεμος).
«μίσησα» κκλησίαν, πού πιτρέπει νά καλλιεργται τό γκάθι το «ρρωστημένου Γεροντισμο» καί νά αξάν τό τριβόλι τς πνευματικς ξαρτήσεως πό ρισμένους «ατοτιτλοφορούμενους διορατικούς» «Γεροντάδες», «Γερόντισσες», λλά τελευταίως καί λαϊκούς «Γεροντάδες». Εναι περιπτώσεις διορρύθμων προσώπων πού στραγγαλίζουν τήν λευθερία «…ο δέ τό Πνεμα Κυρίου, κε λευθερία» (Β Κορ. Γ, 17), δημιουργον παδούς-μάδες, νοίγουν δικά τους «πηγαδάκια», καλλιεργον τήν προσωπολατρία… καί τελικά μεταβάλλονται σέ φρέατα τς βύσσου. δ πλέον δέν βασιλεύει στούς τυφλούς μονόφθαλμος, λλά σχύει λαϊκή ρσις «βαδίζουν ς ο στραβοί ες τόν δη».
«μίσησα» κκλησίαν, που μερίδα, δυστυχς, το γγελικο τάγματος τν μοναχν μετετράπη ες νεοεποχήτικο χημα καί δούρειο ππο τς Ε.Ο.Κ. καί λλων «εεργετν». Εναι κενοι, ο ποοι χουν μεταλλάξει τίς μοναχικές ποσχέσεις σέ σχέσεις διεθνος καί γχωρίου μάρκετινγκ... Μάλιστα, καθ ν στιγμήν ν ψυχρ θίγεται καί προσβάλλεται τό ρθόδοξο Δόγμα, ποδομεται ρθόδοξος Παράδοσις, προωθεται κκοσμίκευσις τς κκλησίας, κλπ., ατή μερίδα τν μοναχν, ντί νά στηλιτεύουν μέ σθένος καί νυποχώρητο καί διαπραγμάτευτο λόγο τά κακς κείμενα, βουβάθησαν, διότι πέκτησαν τήν «νοεράν νοχον σιωπήν»…
«μίσησα» κκλησίαν, που μονάζουσες τινές καί μοναχοί τινές λοξοδρομον πό τήν ελογημένη δό τς γνησίας, γιος καί αθεντικς ποταγς καί πακος. Ατοί, κτός τν λλων, δέν χουν Πατερικό φρόνημα καί δέν φαρμόζουν τό θέλημα το Θεο, λλά τό θέλημα τν νθρώπων. πίσης, καλλιεργον να πνεμα αταρκείας, νδιαφέρονται μόνο γιά τά μέτερα, τηρον δέ σιγήν χθύος καί διαφορον γιά τό τι βάλλεται σωθεν καί ξωθεν κκλησία…
«μίσησα» κκλησίαν, που παραδέκτως οκειοποιονται Γεροντάδες καί γίους καί ντί νά σπασθον τό φρόνημά τους, ψώνουν ως ορανο τίς δικές τους «προσωπικότητες» καί τίς δικές τους «μάνδρες», λές καί ο Γεροντάδες καί ο γιοι νήκουν ες τόν προσωπικό - διωτικό τους τομέα καί χι ες τό σύνολο τς κκλησίας καί ες λον τόν κόσμο.
«μίσησα» κκλησίαν μερίδος λαϊκν, ο ποοι κχριστιανίζονται μόνον τίς Κυριακές, ν τόν πόλοιπο χρόνο ποκαλύπτεται τι εναι «βαπτισμένοι εδωλολάτρες», πρόσωπα τά ποα χουν μάδα αματος «Α Φαρισαϊσμο» καί φαινομενικς συμπεριφορς στήν κκλησία «Καλο Σαμαρείτου»… Τελνες σωθεν ες τίς Λειτουργικές συνάξεις καί Φαρισαοι ξωθεν ες τούς κοσμικούς κύκλους. Κατά τά λλα, κουσον, κουσον, διαλαλον δημόσια, τι δθεν τούς «νοχλε» σιωπή τς κκλησίας γιά τά τεκταινόμενα…
«μίσησα» κκλησίαν, πού πιτρέπει τήν προσβολή το νθρωπίνου προσώπου καθώς καί τά γκλήματα μέσ τν μβλώσεων, τς ξωσωματικς γονιμοποιήσεως, τς εθανασίας, το πειραματισμο μέ μβρυϊκά βλαστοκύτταρα, κλπ. μέ τό πικάλυμμα καί τήν «βοήθεια» τς κατευθυνομένης Βιοηθικς πιστήμης, ποία καθορίζει τά πλαίσια τν φαρμογν τς ατρικς.
Ναί, «μίσησα κκλησίαν πονηρευομένων», πού ποδέχεται, ν νόματι δθεν τς «ζως», τόν λεγόμενον «γκεφαλικόν θάνατον» ς σόκυρον το βιολογικο θανάτου καί τήν πρακτική τν μεταμοσχεύσεων ζωτικν ργάνων πό «γκεφαλικά νεκρούς»,  δηλαδή πό ζντες.
«μίσησα» κκλησίαν, πού ν νόματι δθεν το «ατεξουσίου» νέχεται τόν πολιτικό γάμο καί σιωπ ες τήν θεολόγητη ποτέφρωσι τν νεκρν…
«μίσησα» κκλησίαν, πού ρισμένοι, κόμη καί θεολόγοι, προβάλλουν δική τους αρετική νθρωπολογία (ξελικτική Δημιουργία) πού θεωρε τι νθρωπος προέρχεται πό τόν πίθηκο, καί μάλιστα κάποιοι θέλουν νά τή κατοχυρώσουν παρερμηνεύοντας καί διαστρέφοντας τούς Πατέρες.
«μίσησα κκλησίαν πονηρευομένων», πού ποτροπιάζει σέ κάθε πάρχουσα κοινωνική σθένεια καί μολύνεται πό κάθε ό τς «Νέας ποχς».
«μίσησα κκλησίαν πονηρευομένων», πού, ετε γενικς, ετε εδικς ντιτίθεται, περικόπτει, προσθέτει, λλοιώνει… τούς ερούς Κανόνες, τίς κκλησιαστικές Διατάξεις, κλπ.
«μίσησα» μέ λην τήν φλόγαν το πόνου καί τήν δυνηράν ποστροφήν, τήν «κκλησίαν πονηρευομένων», πού δέν γωνίζεται νά κηρύσσ Χριστόν καί τοτον σταυρωμένον καί ναστάντα.
«μίσησα» κκλησίαν, πού δέν κηρύσσει εθαρσς, ργ καί λόγ, «τι ληθς Κύριος Θεός, ατός Θεός» (Βασιλ. Γ, 39), κκλησίαν πού ασχύνεται καί φοβεται νά διακηρύξ: «Τίς Θεός Μέγας, ς Θεός μν».
«μίσησα», «μίσησα», «μίσησα»… Οαί, οαί, οαί τος πονηρευομένοις…
ς μή φαν περβολικός λόγος μας. Σέ κάθε ποχή, λλά κυρίως στίς μέρες μας, κριτήρια γνησιότητος καί αθεντικό δεγμα καρδίας γαπώσης τόν ησον καί τήν κκλησίαν Του, μεταξύ τν λλων, βεβαίως εναι τό «μισον μσος», τό ποον εναι πέρτερον πάσης «γάπης», πόνος καί ποστροφή πού θά πρέπη νά ασθάνεται κάθε ρθόδοξος πιστός πρός τήν ποικίλη μαρτία, πλάνη καί αρεσι.
Δεγμα γιος Πατερικο ζήλου καί ποστολικς συνεπείας γιά τόν κάθε ποιμένα, γιά τόν κάθε μοναχό, λλά καί λαϊκό, εναι τό νά ποχωρίζεται καί νά πομακρύνεται, ς λλος θεόπνευστος Δαυΐδ, πό τς κοινωνίας καί τς συνεργασίας μετά τν σεβν νθρώπων καί τν πλανεμένων αρετικν. 
Εναι τος πσι γνωστό, τι λοι ο πονηρευόμενοι «ρθόδοξοι» οκουμενισταί, ο συμβιβασμένοι καί «σεσημασμένοι» κακοποιοί «ρθόδοξοι», συμβιβάζονται καί συναγελάζονται μέ τούς χθρούς το Χριστο καί γι ατό τελικς σιωπον καί οδέποτε ντιδρον σέ προσβολές κατά τς Πίστεως... ς φήσουν δέ κατά μέρος τήν δικαιολογία, τι δθεν νεργον μέ «ποιμαντική σύνεσι» γιά νά πιφέρουν δθεν κάποιο καλό. σο μως θετικό ψηφιδωτό προφίλ καί ν πιχειρον νά παρουσιάζουν στήν κοινωνία γενικώτερα, καί σες μωσαϊκές νέργειες κοινωνικς προσφορς καί ν συνθέτουν μέ πώτερο σκοπό τήν παραπλάνησι τν ρθοδόξων πιστν εδικώτερα, ατές ο δικαιολογίες οδένα πλέον δύνανται νά ξεγελάσουν.  Διότι οδείς κ τν πιστν ποδέχεται  ατά τά καμουφλάζ τν οκουμενιστν, πού εναι πόρροια τν νόχων φόβων των καί προπετάσματα καπνο τς δειλίας των, διά τν ποίων  πιδιώκουν νά καλύψουν τά πονηρά ργα τους.
Κακά τά ψέμματα.  ς τό παραδεχθομε νώπιον Θεο καί νθρώπων. Ψυχή πού δέν γανακτε, ψυχή πού δέν κοχλάζει πό τίς δικίες, ψυχή πού δέν μισε, ναί, δέν μισε τά ργα το Διαβόλου, π που κι ν ατά ς μανιτάρια ξεφυτρώνουν, τοτο σημαίνει τι χει μολυνθ, σως καί νεπανορθώτως. σω νθρωπος ατς τς ψυχς χει καταντήσει μία πληγή χαίνουσα καί δυσώδης. «πό ποδν ως κεφαλς οκ στιν ν ατ λοκληρία» (σαΐου Α, 6). Καί, πως νας γιής νθρωπος χει κμαον καί γιές τό νευρικό του σύστημα, τσι καί ψυχή πού γαπ τόν Θεό, χι μόνο παραμένει συμβίβαστη καί διάφθορη πό τήν «κκλησία τν πονηρευομένων», λλά ταυτοχρόνως ντιδρ μέ ερό παλμό καί μέ γιο μσος ναντίον ατο το «Συνασπισμο» τν νόμων καί ναξίων καί οδεμίαν κοινωνίαν μαζί τους πισυνάπτει.
γάπη το καλο, ζλος τς ρετς καί λξις τς γιότητος γίνονται συνάμα μσος σπονδον πέναντι το ασχρο, το φαύλου, τς διαστροφς, τς πλάνης, τς αρέσεως, τοτέστιν το πνευματικο θανάτου.
Σέ ναν μάλιστα πό τούς τελευταίους ψαλμούς, ες τόν ΡΛΗ (στίχ. 21-22), που ψαλμωδός ντιπαραθέτει τήν δική του θωότητα πρός τήν κακία τν σεβν γιά νά ζητήσ πό τόν Θεό νά τόν δηγήσ «ν δ αωνί», ναφέρει, πό τύπον ρωτήσεως, μέ τήν θεόπνευστη παρρησία πού τόν χαρακτηρίζει: «Οχί τούς μισοντάς σε, Κύριε, μίσησα καί πί τούς χθρούς σου ξετηκόμην;» (ΡΛΗ, 21) Δηλαδή, δέν μίσησα Κύριε ατούς ο ποοι σέ μισον καί κ το ζήλου μου δέν λειωσα πως τό κερί λόγ τς ποστροφς μου πρός τούς χθρούς σου; Καί προσθέτει μέ καρδίαν πάλλουσαν πό εράν γανάκτησιν, λλά καί πό φαιστιώδη γάπη: «Τέλειον μσος μίσουν ατούς, ες χθρούς γένοντό μοι» (ΡΛΗ, 22 ).
χι, δέν κηρύσσομε μσος πρός τά πρόσωπα, λλά μισομε τήν μαρτία, μισομε τήν Πλάνη καί τήν Αρεσι, πως καί ατρός πού γαπ τόν σθεν, λλά κδιώκει καί φανίζει τήν σθένεια. κριβς δέ, πειδή τόν γαπ, ταν κρίν τι χρειάζεται νά πέμβ, τόν πομονώνει, το καυτηριάζει τήν πληγή, τόν γχειρίζει καί το ποκόπτει τά σεσηπότα μέλη γιά νά σώσ τόν διον τόν νθρωπον.
λλά, τί τι χρείαν χομεν μαρτύρων, ταν γι ατούς τούς θεοφόρους Πατέρας μας, τούς θεηγόρους πλίτας παρατάξεως Κυρίου, πού φθασαν ως τίς πρόσιτες κορυφές, τόσον τς γάπης το Θεο, σον καί τν νθρώπων, καί μάλιστα καί ατν τν χθρν των, γία μας κκλησία, γιά νά ξάρ τήν ποιμαντική τους διακονία καί τό χάρισμα τς διακρίσεως, πανηγυρικ τ τρόπ ψάλλει ες τήν εράν των μνήμην: «λην συλλεξάμενοι, ποιμαντικήν πιστήμην καί θυμόν  κινήσαντες, νν  τόν δικαιώτατον νδικώτατα...»;
Ατοί λοιπόν ο Προφτες καί ο Δίκαιοι, ατοί ο γιοι, ατοί ο Μάρτυρες καί σιοι κατήρτιζαν μίαν καρδίαν πού φλογίζετο πό τήν γάπη το Θεο καί ταυτοχρόνως ντιδροσαν μέ λες τους τίς δυνάμεις ναντίον τς κακίας, ναντίον τν πλανεμένων αρετικν καί λων σων μισοσαν τήν λήθεια καί λοιδοροσαν τήν γίαν μας ρθοδοξία, τοτέστιν τήν «Μίαν, γίαν, Καθολικήν καί ποστολικήν κκλησίαν».
Καί, πωσδήποτε, εναι τουλάχιστον νόητο καί σίγουρα προδοτικό τό νά σχυρίζωνται κάποιοι τι διαθέτουν περισσότερο σύνεσι, γάπη, διάκρισι καί ποιμαντική πιστήμη πό τούς Πατέρας καί διά τν ργων των νά ποδέχωνται, νά συνεργάζωνται καί να ποτελον μέλη «κκλησίας πονηρευομένων».
άν μως πιμένουν, άν συνεχίζουν νά παραμένουν, ετε ς πλοί παρατηρητές, ετε ς νεργά μέλη ες τά «Καϊαφικά Συνέδρια», δέν θά ργήσουν νά πολαύσουν τούς καρπούς τς πιλογς των.
μες δέ, ς πορευώμεθα μετά ζήλου ερο καί γίας διακρίσεως, τήν δόν τν γίων καί θεοφόρων Πατέρων. Τν λαμπρν ατν προσωπικοτήτων, πού πορεύονταν κ δυνάμεως ες δύναμιν, ναμέλποντας τόν παινα τς πρός Χριστόν γάπης. Ατς τς γάπης γιά τήν ποίαν «ζμεν καί κινούμεθα καί σμέν» (Πράξ. π. ΙΖ, 28).
«μίσησα κκλησίαν πονηρευομένων» καί γάπησα τήν λήθειαν, τοτέστιν τήν «Μίαν γίαν Καθολικήν καί ποστολικήν κκλησίαν»!

ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου