ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
8. Ἡ δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης
Ἀκοῦστε κι ἕνα παράδοξο θαῦμα, πού τό εἶδα μέ τά μάτια μου:
Βρεθήκαμε κάποτε στό σπίτι ἑνός ἄρχοντα, πού εἶχε πολλή εὐλάβεια στόν Ὅσιο. Αὐτός, ὅπως τό συνηθίζουν ἄλλωστε οἱ μεγιστάνες, ἔτρεφε στό κτῆμα του πολλά ἐλάφια. Ἕν' ἀπ' αὐτά ἦταν πολύ ἄγριο καί ἐπιθετικό. Ἄν τύχαινε μπροστά του ἄνθρωπος, σηκωνόταν στά πισινά του πόδια καί τόν χτυποῦσε κατακέφαλα μέ τά μπροστινά.
Πήγαμε λοιπόν ἐκεῖ, περάσαμε τήν αὐλόπορτα καί, ἐνῶ διασχίζαμε τό κτῆμα, νά τό ἐλάφι! Παραφύλαγε σέ μιά γωνιά, ἀπ' ὅπου θά διαβαίναμε! Μόλις μᾶς εἶδε, ὅρμησε καταπάνω μου, μιά καί ἤμουνα μπροστά ἀπό τόν Ὅσιο. Ἐκεῖνος, καταλαβαίνοντας πώς τό ζῶο ἦταν ἐξαγριωμένο, ὅρμησε νά μέ γλυτώσει. Μπῆκε στή μέση, τό χτύπησε μέ τό χέρι του, κι αὐτό ἡμέρεψε ἀμέσως σάν πρόβατο.
Βλέποντας ὁ μακάριος πώς τό ἐλάφι, ταπεινώθηκε καί τοῦ ὑποτάχθηκε, πέφτει μετανοιωμένος μπροστά του μέ πολλή ταπείνωση καί τοῦ λέει:
-Ἁμάρτησα, συγχώρεσέ με!
Τότε τό ἐλάφι, βλέποντας σ' αὐτή τή στάση τόν Ἅγιο, καταντροπιάστηκε κι ἔφυγε τρέχοντας σάν κάποιος νά τό χτυποῦσε.
Παραξενεμένο τότε ρωτάω τόν μακάριο:
-Πές μου, πάτερ, γιατί τό' κανες αὐτό, καί πρόσπεσες σ' ἕνα ζῶο;
-Γιά νά μάθεις, παιδί μου, τή δύναμη ταπεινοφροσύνης. Αὐτή εἶναι τό μεγάλο ραβδί τοῦ Θεου. Ὅταν ταπεινωθοῦμε μπροστά σέ ὅλους, λογαιράζοντας τόν ἑαυτό μα σάν τιποτένιο ἁμαρτωλό, σάν κοπριά, τότε κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό αὐτό τό θεϊκό ραβδί καί στέκεται προστατευτικά πάνω ἀπ' τό κεφάλι μας, συντρίβοντας ὅσους μᾶς βλάπτουν, ὅσους μᾶς μισοῦν, τούς δαίμονες, τά θηρία...Ὅταν ὅμως ἀρχίσουμε νά φουσκώνουμε, νά περηφανευόμαστε καί νά κενοδοξοῦμε γιά ὁ,τιδήποτε, τότε τό ραβδί γυρίζει στό κεφάλι μας καί μᾶς χτυπάει, ὥσπου νά μετανοήσουμε καί νά ταπεινωθοῦμε πάλι.
Τήν ὥρα ἐκείνη πού μοῦ μιλοῦσε ὁ Ὅσιος, μᾶς πλησίασε μιά γριά γυναῖκα, μέ τό μάγουλο πρησμένο ἀπ' τόν πονόδοντο, καί τόν παρακάλεσε νά τή βοηθήσει.
-Ἐμεῖς, μήτέρα, τῆς ἀποκρίθηκε, εἴμαστε ἄνθρωπο ἁμαρτωλοί καί στά ἔργα καί στά λόγια. Ὁ Θεός ὅμως θά σ' ἐλεήσει.
Μπῆκε στήν κοντική ἐκκλησία, ἔκανε μιά σύντομη προσευχή καί πῆρε λάδι ἀπ' τό καντήλι τῆς Παναγίας. Ὕστερα βγῆκε ἔξω καί ἄλειψε μέ τό λάδι τό πρησμένο μάγουλο τῆς γυναίκας. Τήν ἴδια στιγμή ἐκείν γιατρεύτηκε κι ἔφυγε χαρούμενη, δοξάζοντας τόν Θεό καί εὐχαριστώντας τό δοῦλο Του.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ Γιά τό διαδίκτυο: ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΝ ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ http://kaiomenivatos.blogspot.gr/