Η ΝΟΗΤΗ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ (Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου),
Mακαριστός Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
«…Ἡ περιστερὰ ἡ ἀμόλυντος… ἐν σκηνώματι ἁγίῳ κατοικεῖν ᾑρετίσατο»
(ᾠδὴ γ΄, β΄ καν. Εἰσοδ., δ΄ τροπ.)
«Ἡ …ἁγνὴ περιστερὰ προσηνέχθη κατοικεῖν ἐν τῷ οἶκῳ τοῦ Θεοῦ…»
(ᾠδὴ ς΄, β΄ καν. Εἰσοδ., γ΄ τροπ.)
ΣΗΜΕΡΑ,
ἀγαπητοί μου, 21 Νοεμβρίου εἶνε μεγάλη θεομητορικὴ ἑορτή. Ἡ Ἐκκλησία
μας ἑορτάζει τὰ εἰσόδια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τὸ μονάκριβο παιδὶ τοῦ
Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννης, ὅταν ἔγινε τριῶν ἐτῶν, τὸ πῆραν οἱ ἅγιοι γονεῖς
καὶ τὸ πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Καί, κατ᾿ ἐξαίρεσιν, ἐπετράπη νὰ
εἰσέλθῃ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου «ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεὺς»
εἰσήρχετο (Ἑβρ. 9,7), καὶ ν᾿ ἀφιερωθῇ στὸ Θεό. Καὶ ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τὴν
ἡμέρα ποὺ μνηστεύθηκε τὸν Ἰωσήφ.
Ἡ Παναγία εἶνε τόσο προσφιλής, ὥστε ὀνομάζεται μὲ πολλὰ ὀνόματα. Ὅπως μιὰ μάνα ἀποκαλεῖ τὸ παιδί της μὲ πολλὰ ἐπίθετα γιὰ νὰ ἐκφράσῃ μ᾿ αὐτὰ τὴν ἀγάπη της, ἔτσι καὶ ὁ λαός μας, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν Παναγία σὰ᾿ μάνα του. Ἂν ἀνοίξουμε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Παναγία ἔχει πάνω ἀπὸ ἑκατὸ ὀνόματα. Λέγεται Ἐλεοῦσα, Γοργοεπήκοος, Γλυκοφιλοῦσα, Προυσιώτισσα, Μυρτιδιώτισσα… Ἀνεξάντλητος ὁ κατάλογος τῶν τίτλων της.
Ἡ Παναγία εἶνε τόσο προσφιλής, ὥστε ὀνομάζεται μὲ πολλὰ ὀνόματα. Ὅπως μιὰ μάνα ἀποκαλεῖ τὸ παιδί της μὲ πολλὰ ἐπίθετα γιὰ νὰ ἐκφράσῃ μ᾿ αὐτὰ τὴν ἀγάπη της, ἔτσι καὶ ὁ λαός μας, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν Παναγία σὰ᾿ μάνα του. Ἂν ἀνοίξουμε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Παναγία ἔχει πάνω ἀπὸ ἑκατὸ ὀνόματα. Λέγεται Ἐλεοῦσα, Γοργοεπήκοος, Γλυκοφιλοῦσα, Προυσιώτισσα, Μυρτιδιώτισσα… Ἀνεξάντλητος ὁ κατάλογος τῶν τίτλων της.
Στὴν ὑμνολογία τῶν Εἰσοδίων μεταξὺ τῶν ἄλλων χαρακτηρισμῶν της ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ὀνομάζεται καὶ περιστερά· «…Ἡ περιστερὰ ἡ ἀμόλυντος… ἐν σκηνώματι ἁγίῳ κατοικεῖν ᾑρετίσατο» (ᾠδὴ γ΄, β΄ καν. Εἰσοδ., δ΄ τροπ.) καὶ «Ἡ …ἁγνὴ περιστερὰ προσηνέχθη κατοικεῖν ἐν τῷ οκῳ τοῦ Θεοῦ…» (ᾠδὴ ς΄, β΄ καν. Εἰσοδ., γ΄ τροπ.). Ἔτσι τὴν ὀνομάζει καὶ ἡ ὑμνολογία τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου· «Ἡ περιστερά, ἡ τὸν ἐλεήμονα ἀποκυήσασα, χαῖρε, ἀειπάρθενε…» (θ΄ ᾠδὴ καν.). Γιατί ἆραγε ἡ Παναγία ὀνομάζεται περιστερά;
* * *
Ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Παναγίας ὡς
περιστερᾶς ὑπενθυμίζει ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς παγκοσμίου
ἱστορίας, τὸ ὁποῖο ξέρουμε ὅλοι ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Εἶνε ὁ κατακλυσμός.
Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἁμαρτήσει πολύ. Καὶ μολονότι ὁ Θεὸς περίμενε τὴ μετάνοιά τους 120 χρόνια, κανείς δὲ᾿ μετανοοῦσε. Καὶ ξαφνικά, μιὰ μέρα ποὺ δὲν περίμεναν, ὁ ἥλιος σκοτείνιασε· σύννεφα σκέπασαν τὸν οὐρανό, καὶ ἄρχισε νὰ βρέχῃ. Ἦταν μιὰ βροχὴ καταῤῥακτώδης. Ἔβρεχε ὄχι μιὰ καὶ δυὸ ὧρες, ὄχι μιὰ μέρα, ἀλλὰ σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες! Τὰ ποτάμια φούσκωσαν, ἡ στάθμη τῶν λιμνῶν καὶ τῶν θαλασσῶν ὑψώθηκε πολύ. Τὰ νερὰ σκέπασαν ὅλες τὶς κορφὲς τῶν βουνῶν, καὶ τὶς ὑψηλότερες ἀκόμα. Καὶ κάθε ζωντανὴ ὕπαρξις πνίγηκε! Μόνο ὁ Νῶε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του σώθηκαν, ὀκτὼ ἐν ὅλῳ ψυχές.
Φαντάζεστε τὸ Νῶε στὴν κιβωτό; Κλεισμένος στὸ σκοτεινὸ σκάφος θὰ ἀγωνιοῦσε καθὼς τὰ κύματα μετέφεραν τὴν κιβωτὸ ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ.
Ὅταν πέρασε ἀρκετὸ διάστημα, ὁ Νῶε ἄνοιξε ἕνα παράθυρο τῆς κιβωτοῦ καὶ ἄφησε νὰ βγῇ ἔξω ἕνα περιστέρι. Τὸ περιστέρι πέταξε πέταξε, καὶ γύρισε πίσω στὴν κιβωτό, γιατὶ τὸ νερὸ σκέπαζε ἀκόμα τὴ γῆ καὶ δὲ᾿ βρῆκε σημεῖο νὰ πατήσῃ. Μετὰ ἀφήνει ἕνα κόρακα· ὁ κόρακας δὲν ἐπέστρεψε· βρῆκε πτώματα πολλά. Μετὰ ἀπὸ λίγο στέλνει πάλι τὸ περιστέρι. Καὶ τότε τὸ περιστέρι ἐπέστρεψε κρατώντας στὸ ῥάμφος του ἕνα κλαδὶ ἀπὸ ἐλιά. Χάρηκε ὁ Νῶε καὶ δόξασε τὸ Θεό· ἦταν σημάδι ὅτι χαμήλωσαν τὰ νερὰ καὶ φάνηκαν τὰ δέντρα. Ἔκτοτε ὁ κλάδος τῆς ἐλιᾶς εἶνε σύμβολο τῆς εἰρήνης, ποὺ ποθοῦν ὅλοι.
Γιατί τὰ λέμε αὐτά;
Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἁμαρτήσει πολύ. Καὶ μολονότι ὁ Θεὸς περίμενε τὴ μετάνοιά τους 120 χρόνια, κανείς δὲ᾿ μετανοοῦσε. Καὶ ξαφνικά, μιὰ μέρα ποὺ δὲν περίμεναν, ὁ ἥλιος σκοτείνιασε· σύννεφα σκέπασαν τὸν οὐρανό, καὶ ἄρχισε νὰ βρέχῃ. Ἦταν μιὰ βροχὴ καταῤῥακτώδης. Ἔβρεχε ὄχι μιὰ καὶ δυὸ ὧρες, ὄχι μιὰ μέρα, ἀλλὰ σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες! Τὰ ποτάμια φούσκωσαν, ἡ στάθμη τῶν λιμνῶν καὶ τῶν θαλασσῶν ὑψώθηκε πολύ. Τὰ νερὰ σκέπασαν ὅλες τὶς κορφὲς τῶν βουνῶν, καὶ τὶς ὑψηλότερες ἀκόμα. Καὶ κάθε ζωντανὴ ὕπαρξις πνίγηκε! Μόνο ὁ Νῶε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του σώθηκαν, ὀκτὼ ἐν ὅλῳ ψυχές.
Φαντάζεστε τὸ Νῶε στὴν κιβωτό; Κλεισμένος στὸ σκοτεινὸ σκάφος θὰ ἀγωνιοῦσε καθὼς τὰ κύματα μετέφεραν τὴν κιβωτὸ ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ.
Ὅταν πέρασε ἀρκετὸ διάστημα, ὁ Νῶε ἄνοιξε ἕνα παράθυρο τῆς κιβωτοῦ καὶ ἄφησε νὰ βγῇ ἔξω ἕνα περιστέρι. Τὸ περιστέρι πέταξε πέταξε, καὶ γύρισε πίσω στὴν κιβωτό, γιατὶ τὸ νερὸ σκέπαζε ἀκόμα τὴ γῆ καὶ δὲ᾿ βρῆκε σημεῖο νὰ πατήσῃ. Μετὰ ἀφήνει ἕνα κόρακα· ὁ κόρακας δὲν ἐπέστρεψε· βρῆκε πτώματα πολλά. Μετὰ ἀπὸ λίγο στέλνει πάλι τὸ περιστέρι. Καὶ τότε τὸ περιστέρι ἐπέστρεψε κρατώντας στὸ ῥάμφος του ἕνα κλαδὶ ἀπὸ ἐλιά. Χάρηκε ὁ Νῶε καὶ δόξασε τὸ Θεό· ἦταν σημάδι ὅτι χαμήλωσαν τὰ νερὰ καὶ φάνηκαν τὰ δέντρα. Ἔκτοτε ὁ κλάδος τῆς ἐλιᾶς εἶνε σύμβολο τῆς εἰρήνης, ποὺ ποθοῦν ὅλοι.
Γιατί τὰ λέμε αὐτά;
Ὁ κατακλυσμὸς ἐκεῖνος, ποὺ
περιγράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἐπιστημονικῶς· πάνω στὴν
κορυφὴ τοῦ Ἀραρὰτ βρέθηκαν λείψανα τῆς κιβωτοῦ. Ἀλλὰ πλὴν τοῦ
κατακλυσμοῦ τῶν ὑδάτων ὑπῆρχε κ᾿ ἕνας ἄλλος· καὶ ὁ κατακλυσμὸς αὐτός, ὁ
ἀπείρως φοβερώτερος, εἶνε ἡ ἁμαρτία· ἡ ἁμαρτία ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ
καὶ τὴν Εὔα, αὐξανόταν ἐπὶ χρόνια καὶ αἰῶνες, κάλυψε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἡ
ἀνθρωπότης κινδύνευε νὰ καταστραφῇ. Ἀναστέναζαν οἱ ἄνθρωποι πρὸ
Χριστοῦ. Ἀλλ᾿ ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, παρουσιάστηκε τὸ
εὐλογημένο περιστέρι. Ποιό εἶνε τὸ περιστέρι; Ἡ Παναγία. Ὅπως στὸ Νῶε τὸ
περιστέρι ἔφερε τὸ κλαδὶ τῆς ἐλιᾶς, ἔτσι ἡ Παναγία, ἡ ἁγνὴ περιστερά,
ὅταν γέννησε τὸ Χριστό, ἔφερε στὴν ἀνθρωπότητα τὴν εἰρήνη. Γι᾿ αὐτὸ
χαρακτηρίζεται ὡς περιστερά.
Ἂν ἀνοίξετε τοὺς Ψαλμούς, ὁ Δαυῒδ μιλάει γιὰ ἕνα περιστέρι μὲ φτερὰ ἀσημένια καὶ περιλαίμιο καὶ στῆθος χρυσαφένια (βλ. Ψαλμ. 67,14). Ἂν ἀνοίξετε καὶ τὸ Ἄσμα ᾀσμάτων, βλέπετε πάλι ἐκεῖ νὰ λέῃ γιὰ περιστερά. Δὲν εἶνε ἐρωτικὸ κοσμικὸ τραγούδι, ὅπως νομίζουν μερικοί· ἔχει μεγάλη σημασία, συμβολική. Διότι ὅπως ὁ ἄντρας ἀγαπάει τὴ γυναῖκα καὶ ἡ νέα τὸ μνηστῆρα της καὶ ὁ μνηστήρας τὴν κόρη, κάτι παρόμοιο καὶ πιὸ μεγάλο πρέπει νὰ αἰσθάνεται ἡ ψυχή μας γιὰ τὸ Θεό. Τέτοιος ἔρωτας σήμερα εἶνε σπάνιο – σπανιώτατο πρᾶγμα. Τρέχουν τὰ σάλια τῶν πολλῶν μὲ τὸ σαρκικὸ ἔρωτα. Δὲν τὸν κατηγοροῦμε, ὅταν εἶνε μέσα στὰ φυσικὰ ὅρια. Τὸν ὕμνησαν καὶ ποιηταί, ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι. Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὸν σαρκικὸ ὑπάρχουν καὶ πνευματικοὶ ἔρωτες· ἔρως λ.χ. γραμμάτων καὶ ἐπιστήμης, ἔρως ἀρετῆς, ἔρως πατρίδος. Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅμως εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀμόρε Ντέι (ὰἣ῏ἶὸ ἲὸἂ) ὅπως θά ᾿λεγαν οἱ Λατῖνοι, τὸ ν᾿ ἀγαπάῃ κανεὶς τὸ Θεό· διότι σ᾿ Αὐτὸν ὀφείλουμε τὴν πρώτη καὶ μεγαλυτέρα ἀγάπη. Ὁ ἔρως ἀναπτερώνει, ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπάει τὸ Χριστὸ ὑψώνεται «θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένη» (ἀναβ. ἦχ. πλ. α΄). Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ὀνομάζεται νυμφίος. Εἶνε «ὁ νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας» καὶ κάθε ψυχῆς, «ὁ νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους» (ἀντίφ. ιε΄ Μ. Παρ.· ἀπόστ. αν. Μ. Τρίτ.), ὁ ἐράσμιος γιὰ τὸ ἀπαράμιλλο κάλλος του. Μεταξὺ λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ψυχῆς ποὺ τὸν ἀγαπᾷ ὑπάρχει ἕνας ἔρωτας μυστικός, ἀσύλληπτος, αἰώνιος, καὶ αὐτὸς ὑμνεῖται στὸ ᾎσμα ͺἀσμάτων. Λέει ὁ Χριστὸς ὡς νυμφίος, ὅτι μέσα σὲ μυριάδες ὑπάρξεων ἐγὼ ἐκλέγω μία, ἐσένα ποὺ ἔχεις ἔρωτα θεϊκὸ σ᾿ ἐμένα τὸ Νυμφίο σου. Ἔλα λοιπὸν κοντά μου, καλό μου περιστέρι. Ἔλα, περιστερά μου «τελεία», ποὺ δὲν ἔχεις δηλαδὴ κανένα ψεγάδι (ᾎσμ. 2,10· 5,2). Καὶ ἂν αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἰσχύῃ γιὰ ἄλλες ἅγιες ψυχές, ἀσυγκρίτως περισσότερο ἰσχύει γιὰ τὴν Παναγία· ἐκείνη εἶνε ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἁγνὴ περιστερά.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμα λόγο ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ὀνομάζεται περιστερά. Ὅσο ὁ κόρακας εἶνε ἀκάθαρτος, ἀπὸ τὰ ψοφίμια ποὺ τρώει, τόσο τὸ περιστέρι ἀγαπᾷ τὴν καθαριότητα· δὲν στέκεται ὅπου ὑπάρχει ἀκαθαρσία· πετάει σὲ βρύσες καὶ νερὰ κ᾿ ἐκεῖ καθαρίζει τὰ φτερά του. Εἶνε λοιπὸν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς ἀμολύντου καὶ ἀκηράτου παρθένου.
Ἂν ἀνοίξετε τοὺς Ψαλμούς, ὁ Δαυῒδ μιλάει γιὰ ἕνα περιστέρι μὲ φτερὰ ἀσημένια καὶ περιλαίμιο καὶ στῆθος χρυσαφένια (βλ. Ψαλμ. 67,14). Ἂν ἀνοίξετε καὶ τὸ Ἄσμα ᾀσμάτων, βλέπετε πάλι ἐκεῖ νὰ λέῃ γιὰ περιστερά. Δὲν εἶνε ἐρωτικὸ κοσμικὸ τραγούδι, ὅπως νομίζουν μερικοί· ἔχει μεγάλη σημασία, συμβολική. Διότι ὅπως ὁ ἄντρας ἀγαπάει τὴ γυναῖκα καὶ ἡ νέα τὸ μνηστῆρα της καὶ ὁ μνηστήρας τὴν κόρη, κάτι παρόμοιο καὶ πιὸ μεγάλο πρέπει νὰ αἰσθάνεται ἡ ψυχή μας γιὰ τὸ Θεό. Τέτοιος ἔρωτας σήμερα εἶνε σπάνιο – σπανιώτατο πρᾶγμα. Τρέχουν τὰ σάλια τῶν πολλῶν μὲ τὸ σαρκικὸ ἔρωτα. Δὲν τὸν κατηγοροῦμε, ὅταν εἶνε μέσα στὰ φυσικὰ ὅρια. Τὸν ὕμνησαν καὶ ποιηταί, ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι. Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὸν σαρκικὸ ὑπάρχουν καὶ πνευματικοὶ ἔρωτες· ἔρως λ.χ. γραμμάτων καὶ ἐπιστήμης, ἔρως ἀρετῆς, ἔρως πατρίδος. Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅμως εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀμόρε Ντέι (ὰἣ῏ἶὸ ἲὸἂ) ὅπως θά ᾿λεγαν οἱ Λατῖνοι, τὸ ν᾿ ἀγαπάῃ κανεὶς τὸ Θεό· διότι σ᾿ Αὐτὸν ὀφείλουμε τὴν πρώτη καὶ μεγαλυτέρα ἀγάπη. Ὁ ἔρως ἀναπτερώνει, ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπάει τὸ Χριστὸ ὑψώνεται «θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένη» (ἀναβ. ἦχ. πλ. α΄). Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ὀνομάζεται νυμφίος. Εἶνε «ὁ νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας» καὶ κάθε ψυχῆς, «ὁ νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους» (ἀντίφ. ιε΄ Μ. Παρ.· ἀπόστ. αν. Μ. Τρίτ.), ὁ ἐράσμιος γιὰ τὸ ἀπαράμιλλο κάλλος του. Μεταξὺ λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ψυχῆς ποὺ τὸν ἀγαπᾷ ὑπάρχει ἕνας ἔρωτας μυστικός, ἀσύλληπτος, αἰώνιος, καὶ αὐτὸς ὑμνεῖται στὸ ᾎσμα ͺἀσμάτων. Λέει ὁ Χριστὸς ὡς νυμφίος, ὅτι μέσα σὲ μυριάδες ὑπάρξεων ἐγὼ ἐκλέγω μία, ἐσένα ποὺ ἔχεις ἔρωτα θεϊκὸ σ᾿ ἐμένα τὸ Νυμφίο σου. Ἔλα λοιπὸν κοντά μου, καλό μου περιστέρι. Ἔλα, περιστερά μου «τελεία», ποὺ δὲν ἔχεις δηλαδὴ κανένα ψεγάδι (ᾎσμ. 2,10· 5,2). Καὶ ἂν αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἰσχύῃ γιὰ ἄλλες ἅγιες ψυχές, ἀσυγκρίτως περισσότερο ἰσχύει γιὰ τὴν Παναγία· ἐκείνη εἶνε ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἁγνὴ περιστερά.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμα λόγο ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ὀνομάζεται περιστερά. Ὅσο ὁ κόρακας εἶνε ἀκάθαρτος, ἀπὸ τὰ ψοφίμια ποὺ τρώει, τόσο τὸ περιστέρι ἀγαπᾷ τὴν καθαριότητα· δὲν στέκεται ὅπου ὑπάρχει ἀκαθαρσία· πετάει σὲ βρύσες καὶ νερὰ κ᾿ ἐκεῖ καθαρίζει τὰ φτερά του. Εἶνε λοιπὸν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς ἀμολύντου καὶ ἀκηράτου παρθένου.
* * *
Ἀδελφοί μου· ἂς ἀγαπήσουμε κ᾿
ἐμεῖς τὴν καθαρότητα. Ὄχι μόνο τοῦ σώματος, ἀλλὰ πρὸ παντὸς τῆς ψυχῆς.
Πρότυπό μας ἡ ἁγνὴ καὶ ἀμόλυντος περιστερά, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Καθαροὶ
ἀπὸ πράξεις πονηρές, καθαροὶ ἀπὸ λόγια χυδαῖα, καθαροὶ ―τὸ δυσκολώτερο―
ἀπὸ σκέψεις καὶ αἰσθήματα ἁμαρτωλά. Διότι μπορεῖ νὰ μὴν κάνῃς πορνεία
καὶ μοιχεία, ἂν ὅμως ἀφήσῃς μιὰ σκέψι πονηρὴ μέσ᾿ στὸ μυαλό σου, εἶσαι
ἀκάθαρτος.
Ἀλλὰ ποιός μπορεῖ νὰ καυχηθῇ, ὅτι ἔχει καθαρὴ καρδιά; (βλ. Παρ. 20,9· πρβλ. Ἰὼβ 4,17). Κανείς ἀπολύτως. Καὶ μιὰ μέρα νὰ ζήσουμε στὴ γῆ, θὰ μολυνθοῦμε (βλ. Ἰὼβ 14,4-5). Γι᾿ αὐτὸ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Δαυῒδ νὰ λέμε· «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,12). Δός μου, Θεέ μου, καθαρὴ καρδιά. Διότι ὁ Χριστὸς λέει· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).
Τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων νὰ προσπαθήσουμε ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε ῥύπο βαθειὰ στὴν ψυχή, νὰ καθαριστοῦμε. Ὁ Παπαφλέσσας τὴν παραμονὴ τῆς μάχης στὸ Μανιάκι τί ἔκανε; Μεγάλοι ἄντρες! Ἤξερε, ὅτι τὴν ἄλλη ἡμέρα δὲν θὰ ὑπάρχῃ στὴ ζωή. Καὶ πῆγε καὶ βρῆκε ἕναν παπᾶ. Γονάτισε μπροστά του καὶ λέει· Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ, νὰ πῶ τὰ κρίματά μου, γιατὶ πολλὴ λάσπη ἔχω μέσ᾿ στὴν καρδιά μου… Καὶ ἐξωμολογήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Καὶ ὁ Παῦλος Μελᾶς, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴ Μακεδονία, πῆγε στὴν Κλεισούρα, βρῆκε ἕνα γέροντα καὶ γονατιστὸς ἔκλαψε καὶ εἶπε τὰ ἁμαρτήματά του.
Λάσπη ἔχουμε μέσα μας, κακίες καὶ βόρβορο. Ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς· Πλῦνε με, Κύριε, μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως «καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9). Καὶ ἔτσι νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἔνδοξο καὶ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνῃ, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14)· ἀμήν.
Ἀλλὰ ποιός μπορεῖ νὰ καυχηθῇ, ὅτι ἔχει καθαρὴ καρδιά; (βλ. Παρ. 20,9· πρβλ. Ἰὼβ 4,17). Κανείς ἀπολύτως. Καὶ μιὰ μέρα νὰ ζήσουμε στὴ γῆ, θὰ μολυνθοῦμε (βλ. Ἰὼβ 14,4-5). Γι᾿ αὐτὸ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Δαυῒδ νὰ λέμε· «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,12). Δός μου, Θεέ μου, καθαρὴ καρδιά. Διότι ὁ Χριστὸς λέει· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).
Τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων νὰ προσπαθήσουμε ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε ῥύπο βαθειὰ στὴν ψυχή, νὰ καθαριστοῦμε. Ὁ Παπαφλέσσας τὴν παραμονὴ τῆς μάχης στὸ Μανιάκι τί ἔκανε; Μεγάλοι ἄντρες! Ἤξερε, ὅτι τὴν ἄλλη ἡμέρα δὲν θὰ ὑπάρχῃ στὴ ζωή. Καὶ πῆγε καὶ βρῆκε ἕναν παπᾶ. Γονάτισε μπροστά του καὶ λέει· Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ, νὰ πῶ τὰ κρίματά μου, γιατὶ πολλὴ λάσπη ἔχω μέσ᾿ στὴν καρδιά μου… Καὶ ἐξωμολογήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Καὶ ὁ Παῦλος Μελᾶς, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴ Μακεδονία, πῆγε στὴν Κλεισούρα, βρῆκε ἕνα γέροντα καὶ γονατιστὸς ἔκλαψε καὶ εἶπε τὰ ἁμαρτήματά του.
Λάσπη ἔχουμε μέσα μας, κακίες καὶ βόρβορο. Ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς· Πλῦνε με, Κύριε, μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως «καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9). Καὶ ἔτσι νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἔνδοξο καὶ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνῃ, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 21-11-1984)
Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=50061