ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ
ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ,
Β. Χαραλάμπους, Θεολόγου
(Απάντηση στα ανθρωπάρεσκα συνυπαρξιακά ιδεολογήματα, των διαθρησκειακών οικουμενιστών)
Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
_______________
Πολύς
λόγος γίνεται τελευταίως για ‘’συνύπαρξη’’ κυρίως με τους
μουσουλμάνους, από τους διαθρησκειακούς οικουμενιστές. Αντί όμως να
προεξάρχει η κατά Χριστόν αγάπη, η αγάπη δηλαδή εν αληθεία, προεξάρχει η
ιδεολογική και ανθρωπάρεσκη αγάπη, η κοσμική δηλαδή αγάπη.
Θεωρούν
ότι τα συνυπαρξιακά παιχνιδίσματά των, είναι απόδειξη της χριστιανικής
αγάπης των. Κατά κανόνα σχεδόν αγνοείται η αγάπη εν αληθεία.
Εφευρίσκουν ‘’κοινά’’ στα οποία πλειστάκις και αρκούνται, για να
συντηρείται το συνυπαρξιακό ιδεολόγημά των. Αποτέλεσμα της αγάπης αυτής
(που δεν είναι η πνευματική αγάπη που έλεγε και ο Άγιος Παΐσιος),
είναι να μειώνουν το μέγεθος της πλάνης που ευρίσκονται αυτοί οι
συνάνθρωποί μας. Τελικά η αγάπη τους αποδεικνύεται ιδεολογική.
Καταδεικνύεται της αγάπης των, το ανθρωπάρεσκο με τέτοιου είδους
συνυπαρξιακές προσεγγίσεις, όπου η κοσμική αγάπη λειτουργεί εις βάρος
της αλήθειας.
Μόνο στην Εκκλησία μπορεί να βιωθεί η πραγματική συνύπαρξη. Τα υπόλοιπα είναι ιδεολογικά φληναφήματα. Στην
Εκκλησία λοιπόν ζεί κανείς το κάλλος της πραγματικής συνύπαρξης γιατί
«ο σκοπός της είναι υπερεθνικός, οικουμενικός, πανανθρώπινος: να ενώση
εν τω Χριστώ όλους τους ανθρώπους, όλους άνευ εξαιρέσεων εθνικότητος ή
φυλής ή κοινωνικού στρώματος. ‘’Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι
δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστέ
εν Χριστώ Ιησού’’ (Γαλ. 3,28), διότι ‘’τα πάντα και εν πάσι Χριστός’’
(Κολ.3,11) *».
Δεν
αναφέρει ουκ ένι Χριστιανός ουδέ ειδωλολάτρης, γιατί αν παραμένει
κανείς στην πλάνη της ειδωλολατρίας, σαφέστατα δεν μπορεί να συνυπάρξει
σε αυτήν την εν Χριστώ ένωσιν. Γιατί «η Εκκλησία είναι η θεανθρωπίνη
αιωνιότης ενσαρκωμένη στα όρια του χρόνου και του χώρου. Ευρίσκεται
εις τον κόσμον τούτον, αλλά δεν είναι εκ του κόσμου τούτου (Ιωάν.
18,36)*».
«Αι
μέθοδοι αυτής της πανανθρώπινης – θεανθρώπινης ενώσεως όλων των
ανθρώπων εν τω Χριστώ, έχουν δοθή υπό της Εκκλησίας εις τα Άγια Μυστήριά
της και εις θεανθρώπινα έργα (ασκήσεις, αρετάς) της. Και πράγματι το
μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας συνθέτει και ορίζει και αποτελεί την
μέθοδον του Χριστού και το μέσον δια την ένωσιν όλων των ανθρώπων: δια
του μυστηρίου τούτου ενώνεται οργανικώς ο άνθρωπος με τον Χριστόν και με
όλους τους πιστούς*». Θα επαναλάβουμε την κατακλείδα αυτής της αναφοράς του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, ότι «δια του μυστηρίου τούτου ενώνεται οργανικώς ο άνθρωπος με τον Χριστόν και με όλους τους πιστούς».
Το κάλλος αυτής της συνύπαρξης, είναι που πρέπει να χρωτίζει τον
διάπυρο πόθο μας, να γνωρίσουν οι εν πλάνη συνάνθρωποί μας τον Ζωοδότη
Κύριο.
Διαθρησκειακή
συνύπαρξη λοιπόν εν τω Χριστώ, δεν μπορεί να υπάρξει. Η εν αληθεία
αγάπη, σε αυτή την πραγματική συνύπαρξη εν τω Χριστώ οδηγεί, ενώ η άλλη
‘’συνύπαρξη’’ που για χάρη τόσες εκπτώσεις σε θέματα αληθείας γίνονται
είναι του ματαίου τούτου κόσμου.
*Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς