Αγία και Μεγάλη Σύνοδος.
Το διακύβευμα.
Γράφει ὁ : Γεώργιος Μηλιώτης, Εκπαιδευτικός
Μετά από 100 περίπου χρόνια
προετοιμασιών, κοντεύει η ώρα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, η οποία θα πραγματοποιηθεί – εκτός απροόπτου – τον προσεχή Ιούνιο
στην Κρήτη. Πέρα από όσα κατά καιρούς επεσήμαναν οι θιασώτες της σύγκλησης της
Συνόδου για την αναγκαιότητά της, ας μας επιτραπεί να εκθέσουμε εν συντομία
κάποιες σκέψεις για το ποιο είναι ακριβώς το διακύβευμά της.
Όπως διαφαίνεται στα Κείμενα που
πρόκειται να συζητηθούν και υπογραφούν από τις αντιπροσωπείες των κατά τόπους
Ορθοδόξων Εκκλησιών, η Σύνοδος αυτή δεν γίνεται – σε αντίθεση με την παράδοση
των Συνόδων στην Ορθόδοξη Ανατολή – για να στιγματίσει και αποβάλλει κάποια
αιρετική δοξασία ή για να υπερασπιστεί την ορθόδοξη πίστη έναντι των αλλοτρίων,
αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο.
Στο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», οι άλλες χριστιανικές ομάδες
ονομάζονται Εκκλησίες, στερώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αποκλειστική και
παραδοσιακή χρήση του όρου μόνο από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η τακτική αυτή
ακολουθείται, βέβαια, πολύ καιρό τώρα στο πλαίσιο των «οικουμενικών και
διαχριστιανικών διαλόγων» και από ορθοδόξου πλευράς, εμφανίζοντας την Ορθόδοξη
Εκκλησία να ενστερνίζεται την προτεσταντική – και ασφαλώς αιρετική – θεωρία των
«Κλάδων», όπου όλες οι Εκκλησίες κατέχουν μέρος της Αληθείας αλλά καμία από
αυτές την πλήρη Αλήθεια.
Στο ίδιο κείμενο, γίνεται λόγος για
την «απολεσθείσα ενότητα της Εκκλησίας». Για εμάς τους Ορθοδόξους και τη
διδασκαλία των πατέρων μας, η ενότητα της Εκκλησίας δεν έχει διασπασθεί.
Αντιθέτως, οι πάσης φύσεως αιρετικοί και σχισματικοί απεκόπησαν από την
Εκκλησία, χωρίς όμως να διαταραχθεί η ενότητά της. Η άποψη που προβάλλεται από
τους οικουμενιστικούς κύκλους και, δυστυχώς, έχει εμποτίσει το εν λόγω κείμενο
αποτελεί νεωτερίστικη και βεβαίως αντορθόδοξη θεωρητική προσέγγιση. Παρόλ’
αυτά, το κείμενο έρχεται προς συζήτηση μετά από σύμφωνη γνώμη όλων των
ορθοδόξων αντιπροσωπειών στις προσυνοδικές διαδικασίες, αλλά ερήμην των Ιεραρχών
των κατά τόπους Εκκλησιών.
Ένα άλλο, επίσης πολύ σημαντικό
σημείο των κειμένων είναι η εμφανέστατη προσπάθεια υπερεκτίμησης των λεγόμενων
διαχριστιανικών διαλόγων και της Οικουμενικής Κίνησης. Αυτό όμως που δεν
αναφέρεται πουθενά στο κείμενο – ίσως γιατί δεν πρέπει να το γνωρίζουν οι
ορθόδοξοι πιστοί – είναι ότι οι διαχριστιανικοί διάλογοι απέτυχαν παταγωδώς και
κατέληξαν σε τέλμα, σύμφωνα με την ομολογία των ίδιων των μετασχόντων
αρχιερέων. Από την άλλη, στο κείμενο αποκρύπτονται παντελώς τα ολέθρια αποτελέσματα
των μέχρι σήμερα διαλόγων για την ορθόδοξη θεολογία, όταν συνυπογράφονται και
από τους ορθοδόξους επαίσχυντα κείμενα όπως αυτά του Μπάλαμαντ, της Ραβέννας ή
του Τορόντο στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Και όλα αυτά
βέβαια χωρίς καμιά συνοδική απόφαση. Μήπως τώρα, μέσω της Συνόδου, βρίσκουν την
ευκαιρία να νομιμοποιήσουν όλη αυτή την αντορθόδοξη και αντιπατερική πολιτική
των περασμένων ετών;
Επιπλέον, αλγεινή εντύπωση προκαλεί
το γεγονός της προειδοποίησης προς πάσα κατεύθυνση για επιβολή ποινών και
τιμωρίας σε όσους αντιδράσουν στις αποφάσεις της Συνόδου. Ουδέν
αντιπαραδοσιακώτερον τούτου! Πρέπει να γνωρίζουν οι συντάκτες των Κειμένων της
Συνόδου, όπως κι όλοι εμείς, ότι ο έσχατος κριτής της ορθότητας των αποφάσεων
μιας Συνόδου δεν είναι η ίδια η Σύνοδος, αλλά ο πιστός λαός του Θεού, κληρικοί,
μοναχοί και λαϊκοί, το πλήρωμα δηλαδή της Εκκλησίας. Αυτό το πλήρωμα, με την
γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει ή απορρίπτει
τις διάφορες συνοδικές αποφάσεις. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις όπου
ολόκληρες Σύνοδοι κατά το παρελθόν κρίθηκαν ληστρικές και ακυρώθηκαν.
Η μεγάλη ευθύνη των ιεραρχών που θα συμμετάσχουν στη συγκεκριμένη Σύνοδο είναι δεδομένη. Ελπίζουμε ότι με πολύ προσευχή και αναλογιζόμενοι την παράδοσή μας θα αποφασίσουν. Πάντως, ο πιστός λαός θα προσεύχεται, θα εύχεται και θα αγρυπνεί. Και αν χρειαστεί, θα διαφυλάξει εκείνος τα ιερά και όσια της Πίστης μας και θα «εμμέσει εκ του στόματος αυτού» τους προδότες.