Σελίδες

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

ΚΗΡΥΓΜΑ: Πεντηκοστή. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστου πολεμεῖται ἀλλά νικᾶ καί θριαμβεύει εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων καί τῶν ἀθέων! (†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης


ΚΗΡΥΓΜΑ:
Πεντηκοστή.

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστου πολεμεῖται
ἀλλά νικᾶ καί θριαμβεύει
εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων καί τῶν ἀθέων!
(†)  Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟς ΧΡΙΣΤ. ΣΤΡΑΤ. 
Θέλετε παραδείγματα;
Ἀναφέρω δύο καί τελειώνω:
 

Μετρῆστε μὲ τὰ δάχτυλα σας, ἔχουν περάσει τώρα 60 χρόνια(*), ποὺ στὴν ἁγία ῾Ρωσία σπεῖρα ἀθέων καὶ ἀπίστων εἶπαν· Θὰ διαλύσωμε τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἔβαλαν ὅλα τὰ δυνατά τους· σφάξανε, σφάξανε, σφάξανε, ποταμὸς αἵματος ἐχύθη· ἀσκητάς, μοναχούς, ἄνδρες, γυναῖκες, ἱεράρχας, πατριάρχας, ἐφυλάκισαν, ἐμαρτύρησαν, ἔκλεισαν ἐκκλησιές, ἔκαναν τὰ πάντα, διακωμῴδησαν τὰ μυστήρια καὶ εἶπαν ὅτι θὰ σβήσουμε, θὰ σβήσουμε τὴν Ἐκκλησία στὴ ῾Ρωσία. Τὴν ἔσβησαν; Ὄχι, ὄχι. Ὁ διωγμός, ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ ὠφέλησε τὴν Ἐκκλησία. Ἄν θέλετε νὰ δῆτε ζωντανους Χριστιανούς, ποὺ πιστεύουν ἀληθινά, μὴ πᾶτε οὔτε στὴ ῾Ρουμανία, οὔτε πουθενά ἀλλοῦ· νὰ πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὴ Μόσχα, στὸ Σταλινγκράντ. Ἐδῶ σήμερα, κανείς ἀπὸ μᾶς, οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε κανείς, δὲν ἔκλαψε, δὲν ἔχυσε ἕνα δάκρυ· δὲν συνεκλονίσθη ψυχικῶς. Ἐνῷ στὴ ῾Ρωσία ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια, γονατίζουν καὶ κλαῖνε ὅλοι, ὅλοι κλαῖνε ὅσοι εἶνε μέσα, ὅσοι ἔμειναν πιστοί. Μάλιστα. Ἂν θέ᾽ς νὰ δῇς ζωντανὴ Ἐκκλησία, πήγαινε στὴ ῾Ρωσία, νὰ δῇς ἐκεῖ ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ πιστεύουν εἰς τὸ Χριστὸ καὶ λατρεύουν τὸ Χριστὸ μ᾽ ὅλη [τὴν ψυχή τους.] Ὠφέλησε ὁ διωγμός, δὲν ἔβλαψε ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα. Καὶ θέλετε ἀκόμα κάτι ἄλλο; Ὅτι τοῦ χρόνου (=1988) ἡ Ἐκκλησία τῆς ῾Ρωσίας θὰ ἑορτάσῃ ―μετρῆστε― τὰ 1000 χρόνια ἀπ᾽ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε. Ὅπως σήμερα ἑορτάζουμε τὰ γενέθλια τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, καὶ οἱ Ρῶσοι θὰ ἑορτάσουν τοῦ χρόνου πανδήμως ―εἰς τὸ ὁποῖο ἀναγκάστηκε καὶ τὸ σοβιετικὸν κράτος νὰ συμμετέχῃ― τὰ 1000 χρόνια, ποὺ Ἕλληνες ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἐδίδαξαν καὶ ἔκαναν Χριστιανοὺς τοὺς ῾Ρώσους. Μένει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων καὶ τῶν ἀθέων καὶ νικᾷ καὶ θριαμβεύει.

*  *  *

Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Ἔ, νεκρὰ ἐφαινόταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Ἕλεγε ἕνας ἄθεος ὑπουργὸς στὴ ῾Ρουμανία· Τί εἶνε Ἐκκλησία; Πῶς τὰ πᾶτε μὲ τὴν Ἐκκλησία; Χά, χά, χά, Ἐκκλησία, ἀρχιεπίσκοπος καὶ δεσποτάδες, λέει· «Εἶνε μιὰ σακκούλα ἀνοιχτὴ ποὺ βάνουμε τὸ χέρι μας καὶ παίρνουμε ὅ,τι θέλομε ἀπὸ μέσα»! Αὐτὰ λέγανε. Ἦρθε ὅμως ὥρα ποὺ ἀπέδειξε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε νεκρά· ἡ Ἐκκλησία εἶνε ζωντανή· ἡ Ἐκκλησία μάχεται· ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ ὑποταχθῇ σὲ νόμους ἀντιχριστιανικούς. Καὶ συγκλονίζεται ἡ Ἑλλάς. Ποία ἡ αἰτία; Ἐμεῖς; Αὐτοί εἶνε ἡ αἰτία, αὐτοί ὡς γῦπες ἔρχονται νὰ ἐπιπέσουν στὸ πτῶμα [σῶμα] τῆς Ἐκκλησίας, νὰ καταβροχθίζουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια. Καὶ ὄχι πλέον 78 δεσποτάδες, ὄχι μόνον ἱερεῖς· λαός, γυναῖκες, ἄνδρες, νέοι, νεάνιδες, ἔχουν συγκλονιστῆ καὶ κινοῦνται ὅσον οὐδέποτε ἄλλοτε.

Τὴν Τετάρτη στὶς 3 Ἰουνίου 1987, (βλ. τὸ κείμενο μὲ τίτλο «Προσφώνησις» στὴν «Σάλπιγγα Ὀρθοδοξίας» 1987, σ. 161), ἤμουν κάτω στὴν Πάτρα. Πώωω, ἔκλαψα! Λαός χιλιάδες, 100, 200, 300, 500 χιλιάδες – ἡ μεγαλύτερη πλατεῖα τῆς Ἑλλάδος εἶνε εἰς τὴν Πάτρα, λέγεται πλατεῖα τοῦ Γεωργίου·  ἑκατὸ φορὲς μεγαλύτερη ἀπ᾽ τὴν πλατεῖα τῆς Φλωρίνης. Ἐγέμισε. Συνωστισμός. Τί δὲν ἔβλεπες; Γυναῖκες, νήπια, παιδιά, μοναχούς, καλόγριες, ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς· λαὸ ἀπὸ ὅλη τὴν Πελοπόννησο, ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Μοριᾶ, παιδιὰ καὶ ἐγγόνια τοῦ Κολοκοτρώνη, ἤρθανε καὶ κρατούσανε σημαῖες καὶ λάβαρα. Καὶ προηγεῖτο τὸ λάβαρον τῆς ἁγίας Λαύρας. Καὶ εἴχανε σημαῖες καὶ εἴχανε προγράμματα, εἶχαν πανώ, ποὺ ἔλεγαν· «Ζητοῦμε Ἐλευθέρα καὶ Ζῶσα Ἐκκλησία». Καὶ ἀκόμα γράφανε· «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία»! Ὁ λαὸς τὰ κρατοῦσε αὐτά, ὄχι οἱ ἀρχιερεῖς· καὶ λέγανε· «Πατέρες, προχωρεῖτε· μὴ ὀπισθοχωρεῖτε» μπρὸς-μάρς!

Ἡ Ἐκκλησία δίνει τὴ μάχη της. Αἰτία δὲν εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Δὲν πειράξαμε οὔτε προέδρους δημοκρατίας, οὔτε πρωθυπουργούς, οὔτε τίποτε ἄλλο· τοὺς ἀφήσαμε νὰ ὀργιάζουν. Ἀλλὰ τώρα ποὺ προχώρησαν καὶ ἔβαλαν τὰ χέρια τους στὴν ἁγία Ἐκκλησία, Κάτω τὰ χέρια, δὲν θὰ σᾶς ἐπιτρέψωμε! Καὶ εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὁ διωγμὸς αὐτός, τὸν ὁποῖον ἤγειρε, μιὰ σπεῖρα ἀθέων καὶ ἀπίστων ἐδῶ στὸ ἔθνος μας, [δὲν θὰ πτοήσῃ τὴν Ἐκκλησία·]. Θὰ ναυαγήσῃ ἡ προσπάθειά των, γιατί ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἀνθρώπινον κατασκεύασμα. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε θεῖον ἵδρυμα. Καί, νὰ ἐκφραστῶ ἀκόμη λαϊκώτερον, ἡ Ἐκκλησία εἶνε δένδρον. Δέντρο, ποὺ δὲν τὸ ἐφύτεψαν χέρια ἀνθρώπων· εἶνε δέντρον οὐράνιον· δέντρον ποὺ τὸ ἐφύτεψαν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι – τί λέγω; Δέντρο ποὺ τὸ ἐφύτευσε ὁ Θεός! Δέντρο ποὺ τὸ ἐφύτευσε ὁ Χριστός· δέντρον ποὺ τὸ ἐπότισε μὲ τὰ δάκρυά του ὁ Χριστός· δέντρο ποὺ τὸ ἐπότισαν μὲ τὰ αἵματά των μυριάδες μαρτύρων. Καὶ τὸ δέντρον αὐτὸν δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσῃ κανένας, κανένας! Ὅλοι οἱ διάβολοι, μικροί, μεγάλοι, ὅλων τῶν χρωμάτων, ἀνατολῆς καὶ δύσεως, νὰ προσπαθοῦν νὰ τὸ ξερριζώσουν, δὲ θὰ τὸν ξερριζώσουν ποτέ. Τὰ τσεκούρια των θὰ σπάσουν, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία – τὸ δέντρον θὰ αὐξάνῃ καὶ θὰ μεγαλώνῃ. Τὸ δὲ δέντρον εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ὁ δὲ κυβερνήτης τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ἐσταυρωμένος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 7-6-1987)
(ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας)