Σελίδες

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ π. ΔΗΜΗΤΡΗ

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 

ΤΟΥ π. ΔΗΜΗΤΡΗ

 


Ὅτι συνταγματικά μας δικαιώματα καταπατοῦνται, αὐτό εἶναι γενική αἴσθηση πιά
κι ὅποιος ἀκόμα δέν τό βλέπει, μυωπάζει.
Ταχτικά, πολλάκις μᾶλλον, 
διαπιστώνουμε μέ ντοκουμέντα 
(βίντεο καί φωτό μέ ρεπορτάζ στό διαδίκτυο)
πώς ἐνῶ τά πρόστιμα πέφτουν βροχή σέ πολίτες 
κατά τό βούλεσθαι τῶν νεοταξιτῶν ἐλιτῶν,
δέν πέφτουν σέ πολυπληθεῖς διαδηλώσεις 
ἀριστερῶν, κομματικῶν "συναδέλφων", συνδικαλιστῶν, ἀναρχικῶν, λάθρο, ἠθοποιῶν, ἀντιχρυσαυγιτῶν, 
τῶν ἴδιων τῶν παρόντων πολιτικῶν ἡγετῶν
(βλέπε μόνο τελευταῖα 
τό χαρακτηριστικό καί σκανδαλῶδες παράδειγμα 
τοῦ ἴδιου τοῦ πρωθυπουργοῦ κ. Μητσοτάκη στή Σάμο, μέ τό φαγοπότι τῶν 40 ἀτόμων ἄνευ τηρήσεως μέτρων) κ.λ.π.!
Ὅπότε, 
γιά ποιά "νομιμότητα" καί "συνταγματικότητα"
ἐπιλεκτικῶν προστίμων μιλᾶμε;
Δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει κανείς 
πώς ὅταν θέλουν οἱ νεοταξίτες 
ρίχνουν πρόστιμα βροχή σέ ὅποιον πολίτη ἐπιθυμοῦν
κι ὅταν δέν θέλουν νά ἀγγίξουν ἄλλες περιπτώσεις,
δίνουν σῆμα στούς ἀστυνομμικούς
 ὥστε νά μήν πειράξουν τά συνωστισμένα πλήθη
ἤ μεμονωμένους πολίτες,
γιατί αὐτό ἐξυπηρετεῖ τά σχέδια τοῦ συστήματος 
(π.χ. πολιτικούς-πάντα στό ἀπυροβλητο...-, δημοσιογράφους κ.ἄ.)!
Δύο μέτρα καί δύο σταθμά,
κατά τίς ὀρέξεις 
καί τίς σιωνιστικές ἀτζέντες τῶν ἡγετῶν...

 

π.Δ…Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΑΠΕΦΑΝΘΗ ΟΤΙ ΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ… [[[ Είναι δηλαδή μισθοφόροι τού συστήματος, πού άπλά έκτελούν τυφλά τίς όποιες νόμιμες ‘ή παράνομες διαταγές χωρίς δικαίωμα καί δυνατότητα κρίσης;; Έτσι έξηγείται τό μένος τους έναντίων άμάχου πληθυσμού μέ χημικά, γκλόπ, άσπίδες, προσαγωγές κλπ.]]]ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΦΥΓΑΜΕ, ΚΑΙ Η ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΤΗΚΕ, ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΣΤΟΝ ΚΑΛΑΘΟ ΤΩΝ ΑΧΡΗΣΤΩΝ…… ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΑΚΟΜΑ ΑΠΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ...

 

 

Τού π. Δημητρίου Κοκολινάκη τού Μιχαήλ, Ίερέως, κατοίκου όδ. Άγ. Γεωργίου 1-Κατσιφαριανών Νεροκούρου Χανίων.


Μέ άφορμή τή μηνυτήρια άναφορά μου ένώπιον τού κ. Είσαγγελέα, σχετικά μέ τήν έπιβολή παράνομων καί άντισυνταγματικών προστίμων γιά «άσκοπη μετακίνηση» τήν 15η Μαΐου 2020, τόσο σέ έμένα όσο καί σέ όμάδα χριστιανών άπό τήν ένορία Άγ. Γεωργίου Κατσιφαριανών Χανίων, τής όποίας είμαι έφημέριος, άπό τήν όποία ξεκινήσαμε τήν ώς άνω ήμερομηνία, προκειμένου νά παρευρεθούμε στό μεγάλο συλλαλητήριο πού θά έλάμβανε χώρα στό Ήράκλειο, άλλοι ώς όδηγοί κι άλλοι ώς άπλοί έπιβαίνοντες στά όχήματά μας, όπου θά έλάμβανε χώρα συλλαλητήριο γιά τό φλέγον θέμα τής μεταφοράς μεταναστών στό νησί μας, σχηματίστηκε δικογραφία καί έξεδόθη μία διάταξη, ή όποία έθεσε αύτήν στό άρχείο.

 

Κατά τής διάταξης αύτής έχω ήθικό καθήκον νά άπαντήσω.

 

Ή κ. είσαγγελέας, στό αίτιολογικό τής προσβαλλόμενης διάταξής της, άναφέρει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «ό ίσχυρισμός ότι ή έν λόγω ΚΥΑ πού ίσχυε τήν 15-5-2020 είναι άντισυνταγματική, δέν εύσταθεί, καθόσον έπί συγκρούσεως τών άτομικών δικαιωμάτων τής έλευθερίας κίνησης καί τής προστασίας τής δημόσιας ύγείας, προέχει ή τελευταία ώς ύπέρτερη, ένώ σέ κάθε περίπτωση  έπί τής συνταγματικότητας ή μή τών έκάστοτε νομοθετημάτων, άρμόδια νά άποφανθούν πρός τούτου είναι τά Δικαστήρια, κατόπιν άσκήσεως σχετικού δικογράφου καί σέ καμία περίπτωση, ό έκάστοτε έπιληφθείς άστυνομικός.

Τέλος, δέν προκύπτει μέχρι καί σήμερα, ή έν λόγω διάταξη νά έχει κριθεί ώς άντισυνταγματική άπό τά έλληνικά δικαστήρια».


Ώστόσο ή κ. είσαγγελέας, παραβλέπει ότι στήν έλληνική δηµοκρατική έννοµη τάξη, ή ύπαρξη καί δράση µίας «άστυνοµικής Άρχής» θεωρείται δεδοµένη καί αύτονόητη καί προβλέπεται ρητώς στό Σύνταγµα .

Ή Έλληνική Άστυνοµία (ΕΛ.ΑΣ.) είναι ή Άστυνοµία µέ τή στενή έννοια τού όρου καί άποτελεί τή συνταγµατικά προβλεπόµενη «άστυνοµική Άρχή».

Άπό τούδε καί στό έξής, ή χρήση τού όρου «Άστυνοµία» θά νοείται ότι άναφέρεται στήν ΕΛ.ΑΣ., ή όποία είναι ό κύριος φορέας άσκησης άστυνόµευσης στήν έλληνική έννοµη τάξη.

Άπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατάταξη τών Άστυνοµικών στήν Έλληνική Άστυνοµία, είναι νά δώσουν τόν προβλεπόµενο άπό τό νόµο άκόλουθο όρκο:

«Όρκίζοµαι νά φυλάττω πίστη στήν πατρίδα, ύπακοή στό Σύνταγµα καί στούς νόµους τού κράτους. Νά ύπερασπίζω µέ πίστη καί άφοσίωση µέχρι τής τελευταίας ρανίδας τού αίµατός µου τίς σημαίες. Νά ύπακούω στούς άνωτέρους µου καί νά έκτελώ πρόθυµα τίς διαταγές τους. Νά έκπληρώσω εύσυνείδητα τό καθήκον µου καί νά διάγω γενικά ώς πιστός καί φιλότιμος άστυνοµικός».

Όπως είναι φανερό άπό τό περιεχόμενο τού άνωτέρω όρκου, θεμελιώδης ύποχρέωση γιά κάθε Άστυνομικό άποτελεί ή ύπακοή στό Σύνταγµα καί στούς νόμους τού κράτους.

Οί βασικές διατάξεις τού Συντάγµατος είναι αύτές πού κατ’ άρχήν κατοχυρώνουν τήν προστασία τών άνθρωπίνων δικαιωµάτων καί έλευθεριών.

Έπιπλέον, νόµοι τού κράτους καί διεθνείς κανόνες πού έχουν ένσωµατωθεί στό έλληνικό δίκαιο, µέ διατάξεις τους, έπίσης άναφέρονται στήν προστασία άνθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ό σεβασµός καί ή προστασία τών κατοχυρωµένων στό σύνταγµα καί τούς νόµους δικαιωµάτων τών πολιτών άνάγεται άπό τήν άστυνοµική νοµοθεσία σέ βασικό κανόνα ύπηρεσιακής συµπεριφοράς τών άστυνοµικών.

Έπιπρόσθετα, σύµφωνα µέ τόν Όργανισµό τής ΕΛ.ΑΣ., άποτελεί θεµελιώδη άποστολή τής ΕΛ.ΑΣ. ή άποτελεσµατική προστασία τών άτοµικών καί κοινωνικών δικαιωµάτων όλων τών άτόµων πού διαβιούν ‘ή ευρίσκονται στήν έλληνική έπικράτεια, χωρίς διάκριση έθνικότητας, φυλής, γλώσσας καί θρησκευτικών ‘ή πολιτικών πεποιθήσεων.

Σύµφωνα δέ µέ τό πειθαρχικό δίκαιο τού άστυνομικού προσωπικού, συγκαταλέγεται στά βασικά στοιχεία τής έννοιας τής πειθαρχίας, ό άπαιτούµενος σεβασµός στό πρόσωπο κάθε πολίτη καί ή προστασία τών δικαιωµάτων αύτού.

Άπό τά άνωτέρω φαίνεται ξεκάθαρα ό ρόλος τής Άστυνοµίας ώς «φρουρού» τών δικαιωµάτων τών πολιτών.

Βεβαίως, κατά συνταγµατική πρόβλεψη, τά δικαιώµατα τού άνθρώπου ώς άτόµου καί ώς µέλους τού κοινωνικού συνόλου τελούν ύπό τήν έγγύηση τού κράτους καί όλα τά κρατικά όργανα ύποχρεούνται νά διασφαλίσουν τήν άνεµπόδιστη καί άποτελεσµατική άσκησή τους.

Τά άστυνοµικά όργανα όµως, όφείλουν σύµφωνα µέ τό νόµο, περισσότερο άπό κάθε άλλο κρατικό όργανο, νά συμβάλουν στήν άσφάλεια τών πολιτών καί καλούνται νά καταστείλουν τίς έκτροπές ‘ή τίς καταχρήσεις έκείνες, οί όποίες διαπράττονται σέ βάρος προσώπων ‘ή καί πραγµάτων ‘ή στρέφονται έναντίον προστατευόµενων έννοµων άγαθών τών πολιτών ή τού κοινωνικού συνόλου.

Πρέπει νά τονισθεί ότι δέν άποτελούν άντικείµενο προστασίας όλα τά δικαιώµατα, άλλά µόνο έκείνα πού θεµελιώνονται σέ διατάξεις τού δηµοσίου δικαίου ‘ή κατοχυρώνονται σέ αύτές.

Άντιθέτως, ή ίκανοποίηση τών άξιώσεων τών πολιτών πού προβλέπονται καί προστατεύονται άποκλειστικά άπό τό ίδιωτικό δίκαιο, άποτελεί βάσει τού νόµου πρωταρχικό καθήκον τών πολιτικών δικαστηρίων καί τών όργάνων πού προβαίνουν σέ έκτέλεση τών άποφάσεών τους.

 

Γιά τήν προστασία τών έν λόγω δικαιωµάτων ή άστυνοµία εύθύνεται µόνο δευτερευόντως καί έπικουρικά.

Έφαρµόζεται δηλαδή στό ζήτηµα αύτό ή άρχή τής έπικουρικότητας, βάσει τής όποίας ή άρµοδιότητα όφείλει νά άπονέµεται καί νά άσκείται άπό τόν φορέα έκείνο πού είναι άναµφισβήτητα ό πλέον άποτελεσµατικός γιά τό δηµόσιο συµφέρον (όπως είναι ό πλησιέστερος στά προβλήµατα).

Γιά τήν έπίτευξη τής άποτελεσµατικότερης προστασίας τών συνταγµατικών δικαιωµάτων άπό τήν Άστυνοµία, άπαραίτητες προϋποθέσεις είναι ή γνώση τών νόµων άπό τά άστυνοµικά όργανα καί ή όρθή έφαρµογή αύτών όπως καί γνώση τών γενικών άρχών πού διέπουν τήν άστυνοµική δράση.

Βασικός παράγοντας τήρησης τών άνωτέρω είναι ή κατάλληλη έκπαίδευση τού άστυνοµικού προσωπικού.

Βασικές άρχές διέπουσες τήν άσκηση άστυνόµευσης.

Οί βασικές άρχές δηµοσίου δικαίου, οί όποίες διέπουν τήν άσκηση τής άστυνοµικής άρµοδιότητας, ή τήρηση τών όποίων έγγυάται τήν άποτελεσµατική προστασία τών συνταγµατικών δικαιωµάτων, είναι:

α) ή άρχή τής νοµιµότητας,

β) ή άρχή τής ύπεροχής τού δηµοσίου συµφέροντος,

γ) ή άρχή τής άναλογικότητας καί

δ) ή άρχή τής άµεροληψίας – ίσότητας.

Ή άρχή τής νοµιµότητας έχει δύο διαφορετικές έννοιες.

Κατά τήν πρώτη έννοια, οί ένέργειες τών όργάνων τών δηµόσιων νοµικών προσώπων – έδώ τής Άστυνοµίας – πρέπει νά µήν είναι άντίθετες µέ τούς κανόνες δικαίου.

Κατά τή δεύτερη έννοια, οί ένέργειες αύτές πρέπει νά είναι σύµφωνες ’ή νά βρίσκονται σέ άρµονία µέ τούς κανόνες αύτούς.

Στήν πρώτη περίπτωση, τά άστυνοµικά όργανα µπορούν νά προβαίνουν σέ κάθε ένέργεια πού δέν άπαγορεύεται άπό τούς κανόνες δικαίου ‘ή δέν άντίκειται σ’ αύτούς.

Στή δεύτερη περίπτωση, τά άστυνοµικά όργανα µπορούν νά προβαίνουν µόνο στίς ένέργειες πού προβλέπονται καί έπιβάλλονται ‘ή έπιτρέπονται άπό τούς κανόνες δικαίου.

Κράτος στό όποίο ύπάρχουν µέν κανόνες δικαίου όµως δέν δεσµεύουν τά όργανα αύτού, χαρακτηρίζεται ώς άπολυταρχικό καί άστυνοµικό κράτος.

Άπαραίτητη προϋπόθεση λοιπόν γιά τήν ύπαρξη ένός κράτους δικαίου, πού έγγυάται τήν προστασία τών δικαιωµάτων τού άνθρώπου, είναι ή ύπαρξη τής άρχής τής νοµιµότητας, µίας άρχής πού ώς συνέπεια τών άρχών τής λαϊκής κυριαρχίας , τού άντιπροσωπευτικού συστήµατος, καθώς καί τής ύπεροχής καί τού τεκµηρίου τής άρµοδιότητας τού νοµοθετικού όργάνου, ύλοποιεί τήν ύποταγή τής ∆ιοίκησης στό έκλογικό σώµα, τόν φορέα, τής λαϊκής κυριαρχίας.

Ή τήρηση τής άρχής τής νοµιµότητας καί ό σχετικός έλεγχος δέν παρουσιάζει ίδιαίτερα προβλήµατα, όταν οί άστυνοµικές ένέργειες πρέπει νά είναι σύµφωνες µέ τό νόµο, όπως συµβαίνει στήν περίπτωση τής δέσµιας άρµοδιότητας.

Ίδιαίτερη προσοχή άπαιτείται κυρίως στίς περιπτώσεις πού ή άστυνοµική δράση άρκεί νά είναι σέ άρµονία µέ τούς κανόνες δικαίου, κατά τήν άσκηση, δηλαδή, διακριτικής εύχέρειας, ή όποία κατά τεκµήριο διέπει τήν έκπλήρωση τών άστυνοµικών άρµοδιοτήτων.

Πρόκειται γιά τίς περιπτώσεις, όπου ούτε οί νόµοι ούτε οί κανονισµοί τής Ύπηρεσίας ούτε οί διαταγές τών άνωτέρων, όρίζουν έπακριβώς άν, πότε καί πώς θά πρέπει οί άστυνοµικοί νά δρούν στήν κάθε περίπτωση.

Κατά τήν άσκηση λοιπόν, τής διακριτικής εύχέρειας άπό τά άστυνοµικά όργανα, όπότε τά ίδια άναπτύσσουν πρωτοβουλίες, έπινοούν, σχεδιάζουν, κρίνουν καί άποφασίζουν ύπεύθυνα όχι µόνο γιά τό άν θά έπιληφθούν, άλλά καί γιά τό περιεχόµενο, τόν τρόπο, άκόµα καί τό χρόνο τής έπέµβασης στήν κάθε περίπτωση, θά πρέπει νά λαµβάνεται ύπ’ όψιν ή άρχή τής έπιλογής τού πλέον πρόσφορου µέτρου.

Ή τελευταία σέ καµία περίπτωση δέν θά πρέπει νά άντιστρατεύεται τή νοµιµότητα.

Κάτι πού πρέπει νά τονισθεί είναι ότι ή λήψη άστυνοµικών µέτρων γιά τήν προστασία τών άπειλούµενων συνταγµατικών δικαιωµάτων τών πολιτών, δέν έναπόκειται στή διακριτική εύχέρεια τής Άστυνοµίας, άλλά άποτελεί, λόγω τής φύσης τών δικαιωµάτων αύτών, δέσµια ύποχρέωση τών Άρχών τής δηµόσιας τάξης.

Στήν πραγµατικότητα βέβαια, δέν ύφίσταται άπόλυτη ύπαγωγή τών άστυνοµικών όργάνων στό νόµο.

Ή άρχή τής νοµιµότητας, συχνά κάµπτεται πρός χάριν τής ύπεροχής τού δηµοσίου συµφέροντος, ή όποία διακατέχει τό χώρο τής άστυνόµευσης.

Άλλωστε, είναι άπορριπτέα ή λογική τής τυφλής προσκόλλησης στό γράµµα τού νόµου διότι συντηρεί τή λειτουργία µηχανισµών πού εύνοούν τήν άναπαραγωγή τής είκόνας µίας αύθαίρετης καί άναχρονιστικής Άστυνοµίας.

Τόσο ή άπροσχηµάτιστη αύθαιρεσία τής άστυνοµικής διοίκησης όσο καί ή άµετακίνητη έµµονή της – ύπό όποιεσδήποτε συνθήκες – νά τηρήσει έπακριβώς τό νόµο, όδηγεί στήν έκµηδένιση τού δεδοµένου σκοπού, γιά τόν όποίο θεσπίστηκε ή νοµιµότητα.

Ή κάµψη τής άρχής τής νοµιµότητας άλλοτε προβλέπεται ρητώς στό νόµο (de jure άπόκλιση), όπως στήν περίπτωση έφαρµογής τών διατάξεων γιά τήν κατάσταση πολιορκίας, καί άλλοτε έπιβάλλεται άπό τή «φύση τών πραγµάτων» (de facto άπόκλιση), όπότε µιλάµε γιά τό φαινόµενο τής «θεµιτής παρανοµίας».

Ή κάµψη τής άρχής τής νοµιµότητας άφήνει περιθώρια τής έφαρµογής τής άρχής τής σκοπιµότητας.

Ή άρχή τής ύπεροχής τού δηµοσίου συµφέροντος:

Τά άστυνοµικά, όπως καί όλα τά διοικητικά, όργανα κατ’ έπιταγή τών άρθρων 1§3, 103§1 καί 106§1 τού Συντάγµατος δρούν (όφείλουν νά δρούν) πάντοτε πρός έπιδίωξη τού δηµοσίου συµφέροντος.

Έξάλλου, στά πλαίσια τής άστυνοµικής νοµοθεσίας είδικότερα, ή ώς άνω άρχή προκύπτει άπό τό άρθρο 2§5 τού Π.∆. 538/1989, όπου ρητώς όρίζεται ότι κατά τήν έκτέλεση τών καθηκόντων τους, οί άστυνοµικοί έχουν πάντοτε ώς γνώµονα τών ένεργειών τους τήν έξασφάλιση τής δηµόσιας τάξης καί άσφάλειας, τήν έξυπηρέτηση τού δηµοσίου συµφέροντος καί τή διαφύλαξη τών νόµιµων συµφερόντων τών πολιτών.

Κατ’ άρχήν, τό δηµόσιο συµφέρον συµπίπτει άµέσως µέ τό συµφέρον όλων τών µελών τής κρατικής κοινωνίας, διότι άφορά τήν ίκανοποίηση βασικών άναγκών πού µπορούν νά έχουν όλα τά µέλη αύτά (π.χ. έθνική άµυνα, τάξη, άσφάλεια, ύγιεινή καί ύγεία, διατροφή, παιδεία, συγκοινωνία, έπικοινωνία, οίκονοµική άνάπτυξη κ.λ.π.).

Σέ όρισµένες όµως περιπτώσεις τό δηµόσιο συµφέρον είναι άντίθετο πρός συγκεκριµένα άµεσα συµφέροντα όρισµένων µελών τής κρατικής κοινωνίας, άνεξάρτητα άπό τό άν έξυπηρετεί συγκεκριµένα συµφέροντα άλλων µελών τής κρατικής κοινωνίας.

Άλλά καί στίς περιπτώσεις αύτές, τά εύρύτερα συµφέροντα τών προσώπων, πού τυχόν βλάπτονται, συµπίπτουν µέ τό δηµόσιο συµφέρον, τού όποίου ή ίκανοποίηση τυχόν έβλαψε ένα συγκεκριµένο συµφέρον τους.

Στήν έλληνική έννοµη τάξη, ό είδικότερος προσδιορισµός τού δηµοσίου συµφέροντος άνήκει κάθε φορά, µέσα στό γενικότερο πλαίσιο πού καθορίζει τό Σύνταγµα, στό νοµοθετικό όργανο, τό όποίο µέ τούς κανόνες πού θεσπίζει, ρυθµίζει τήν όργάνωση καί τή δράση τής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης καί καθορίζει τούς σκοπούς πού έπιδιώκονται άπό αύτήν, τήν όργάνωση τών φορέων τών δραστηριοτήτων πού είναι άναγκαίες γιά τήν έκπλήρωση τών σκοπών αύτών, καθώς καί τά σχετικά νοµικά ή ύλικά µέσα.

Σέ ό,τι άφορά τήν άσκηση άστυνοµικής άρµοδιότητας, τό δηµόσιο συµφέρον άποτελεί µία «έννοια – µητέρα», µία «έννοια – ψυχή» τού δικαίου πού διέπει τή δράση της.

Ή έννοια τής έσωτερικής δηµόσιας τάξης, στήν όποία έπικεντρώνεται τό άντικείµενο τού δικαίου αύτού, ύπάγεται στήν ύπατη άξιολογικά έννοια τού δηµοσίου συµφέροντος ‘ή τού γενικότερου δηµοσίου συµφέροντος ώς τού συνόλου τών νόµιµων σκοπών τής κοινωνικής συµβίωσης.

Ή άρχή τής ύπεροχής τού δηµοσίου συµφέροντος ίσχύει γιά τίς πράξεις πού έκδίδονται τόσο κατά δέσµια άρµοδιότητα όσο καί κατά διακριτική εύχέρεια.

Στήν τελευταία περίπτωση, τό ύπερέχον δηµόσιο συµφέρον λειτουργεί όχι µόνο ώς ένισχυτικός παράγοντας τής διακριτικής εύχέρειας άλλά ταυτόχρονα ώς φραγµός της.

Ή Άστυνοµία άσκώντας τήν άρµοδιότητά της µέ γνώµονα τήν άρχή τής ύπεροχής τού δηµοσίου συµφέροντος, έπιδιώκει νά διασφαλίζει τήν άνεµπόδιστη καί άποτελεσµατική άσκηση τών δικαιωµάτων τού άνθρώπου ώς άτόµου καί ώς µέλους τού κοινωνικού συνόλου.

Συχνά, ή διττή αύτή διασφάλιση δέν είναι ταυτόχρονα δυνατή.

Έτσι, τό δηµόσιο συµφέρον λειτουργεί συχνά ώς περιορισµός στήν άσκηση ένός συνταγµατικού δικαιώµατος.

Στίς περιπτώσεις αύτές, ό περιορισµός θά πρέπει νά προβλέπεται ρητά ‘ή νά συνάγεται άπό άλλη περιοριστική ρήτρα καί νά διασφαλίζεται ό πυρήνας τού δικαιώµατος.

Ή σύγκρουση τών άτοµικών δικαιωµάτων µέ τή δηµόσια τάξη έπιβάλλεται νά έπιλύεται βάσει τών άρχών τής άναλογικότητας καί τής πρακτικής συµφωνίας .

Ή άρχή τής άναλογικότητας άναγνωρίσθηκε ρητά άπό τή νοµολογία τού Συµβουλίου τής Έπικρατείας άπό τό 1984, ένώ ύπονοείτο καί σέ παλαιότερες άποφάσεις.

Κατοχυρώνεται πλέον ρητά στό άρθρο 25§1 τού Συντάγµατος.

Έπιπλέον, ή ίσχύς τής άναλογικότητας κατά τήν άσκηση άστυνοµικής έξουσίας θεµελιώνεται καί σέ είδικές διατάξεις τής άστυνοµικής νοµοθεσίας, οί όποίες άναφέρονται στούς κανόνες ύπηρεσιακής συµπεριφοράς τών άστυνοµικών καί στά µέτρα πού αύτά λαµβάνουν γιά τήν έκπλήρωση τών καθηκόντων τους.

Χαρακτηριστικά, στό άρθρο 2 τού Π.∆. 538/1989 όρίζεται ότι κατά τήν έκτέλεση τών καθηκόντων τους οί άστυνοµικοί χρησιµοποιούν τά κατά τό δυνατόν ήπιότερα µέσα, άποφεύγοντας κάθε περιττή τραχύτητα, ένόχληση ‘ή άδικαιολόγητη φθορά ίδιοκτησίας καί έπιδεικνύουν πνεύµα µετριοπάθειας καί έπιείκειας.

Έπιπρόσθετα, τό Π.∆. 141/1991 έξειδικεύει µέ άρκετές διατάξεις του τό περιεχόµενο τής άρχής τής άναλογικότητας διευκολύνοντας καί έξασφαλίζοντας µέ τόν τρόπο αύτό τήν έφαρµογή της άπό τά άστυνοµικά όργανα.

Ή άρχή τής άναλογικότητας βρίσκει κατεξοχήν πρόσφορο έδαφος έφαρµογής καί άποκτά ίδιαίτερη πρακτική άξία κατά τήν άσκηση άστυνοµικής έξουσίας.

Λειτουργεί, είδικότερα, ώς βασική κατεύθυνση, κύρια δέσµευση καί βασικό όριο στή δράση τής Άστυνοµίας.

Πρόκειται γιά τήν άρχή πού διαµορφώνει τό κατάλληλο άξιολογικό ύπόβαθρο τής άστυνόµευσης καί θέτει θεµελιώδεις ποιοτικούς καί ποσοτικούς περιορισµούς στήν έπιλογή καί τή χρήση τών λαµβανόµενων γιά τήν πραγµάτωση αύτής µέτρων.

Ή ένσυνείδητη καί άπαρέγκλιτη έφαρµογή τής άρχής τής άναλογικότητας κατά τήν έκτέλεση τών άστυνοµικών καθηκόντων κρίνεται ώς έπιτακτικά άναγκαία γιά τούς κάτωθι λόγους:

α) διότι ή άσκηση άστυνοµικής έξουσίας συνιστά τόν πλέον έπαχθή καί έπώδυνο τρόπο κρατικής έπέµβασης,

β) διότι έπειδή ή άστυνοµική άρµοδιότητα άσκείται κατά κανόνα όχι ώς δέσµια άρµοδιότητα, άλλά κατά διακριτική εύχέρεια διεπόµενη στήν περίπτωση αύτή άπό τήν άρχή τού πλέον πρόσφορου µέσου καί

γ) διότι ή άρχή τής νοµιµότητας σχετικοποιείται ίδιαίτερα άπέναντι στά άστυνοµικά όργανα, άφού αύτά γιά τήν άντιµετώπιση τού κινδύνου, τής άνάγκης καί τού έπείγοντος, έχουν τό δικαίωµα ‘ή τή δυνατότητα νά άποκλίνουν άλλοτε de facto καί άλλοτε de jure άπό τή νοµιµότητα.

Ή άρχή τής άναλογικότητας άναλύεται σέ τρείς έπιµέρους άρχές:

α) τήν άρχή τής άναγκαιότητας,

β) τήν άρχή τής καταλληλότητας,

γ) τήν άρχή τής άναλογικότητας µέ τή στενή έννοια.

Ή άρχή τής άναγκαιότητας Σύµφωνα µέ τήν άρχή τής άναγκαιότητας, ή λήψη µέτρων βίας άπό άστυνοµικά όργανα δικαιολογείται κατ’ άρχήν έφόσον άσκείται κατ’ έξαίρεση καί είναι άπολύτως άναγκαία.

Οί κάθε είδους κρατικές παρεµβάσεις δικαιολογούνται νά περιορίσουν τήν έλευθερία τού άτόµου στό µέτρο µόνο πού ή συντρέχουσα άνάγκη θεραπείας διατήρησης ‘ή διαφύλαξης τής δηµόσιας τάξης τίς καθιστά άναγκαίες.

∆ιαφορετικά, όταν ξεπερνούν τό άναγκαίο µέτρο είναι άσύµβατες µέ τίς επιταγές αύτής τής συνιστώσας τής άρχής τής άναλογικότητας καί συνεπώς παράνοµες.

Είδικά γιά τά µέσα δράσης στά όποία καταφεύγουν οί άστυνοµικοί, θά πρέπει κατά άντικειµενική κρίση νά είναι άπαραίτητα, δηλαδή άναγκαία γιά τήν έπίτευξη τού έπιδιωκόµενου µέ τή λήψη τους άστυνοµικού σκοπού.

Άναγκαίο είναι τό µέσο, όταν ό άστυνοµικός δέ θά µπορούσε νά έπιλέξει ένα άλλο, έξίσου άποτελεσµατικό, τό όποίο δέν θά περιόριζε ‘ή θά περιόριζε αίσθητά τά θεµελιώδη δικαιώµατα τού πολίτη.

Ή άρχή τής καταλληλότητας άποτελεί τή δεύτερη πτυχή τής άρχής τής άναλογικότητας καί άναφέρεται στήν προσφορότητα τών µέσων πού χρησιµοποιούνται άπό τήν Άστυνοµία κατά τήν άσκηση άστυνοµικής έξουσίας.

Είδικότερα, τό µέτρο πού χρησιµοποιεί ή άστυνοµική άρχή πρέπει νά είναι ίκανό νά όδηγήσει στήν πραγµατοποίηση τού προβλεπόµενου άπό τό νόµο σκοπού ‘ή τουλάχιστον νά τήν προωθήσει σηµαντικά.

Αύτό βέβαια, προϋποθέτει ότι τό έν λόγω µέτρο δύναται πραγµατικά ‘ή άπό νοµική άποψη νά συνδράµει στήν έπίτευξη τού έπιδιωκόµενου σκοπού.

Ή άρχή τής άναλογικότητας µέ στενή έννοια (stricto sensu) ή άρχή τής άναλογίας, έπιβάλλει τήν ύπαρξη εύλογης σχέσης µεταξύ τού συγκεκριµένου µέτρου στό όποίο καταφεύγει ή Άστυνοµία στό πλαίσιο άσκησης τής άρµοδιότητάς της, καί τού έπιδιωκόµενου σκοπού.

Ή σχέση αύτή ύφίσταται στήν περίπτωση πού τό λαµβανόµενο µέτρο είναι κατάλληλο γιά τήν έπίτευξη τού έπιδιωκόµενου σκοπού, συνεπάγεται τά λιγότερα δυνατά µειονεκτήµατα κατ’ ένταση καί διάρκεια γιά τόν πολίτη καί, τέλος, όταν τά συνεπαγόµενα µειονεκτήµατα δέν ύπερσκελίζουν τά πλεονεκτήµατα.

Ή άρχή τής άναλογικότητας µέ στενή έννοια ύποδιακρίνεται στίς έξής τρείς έπιµέρους άρχές;

α) τήν άρχή τής έλάχιστης δυνατής προσβολής ‘ή τού ήπιότερου µέσου,

β) τήν άρχή τής άποφυγής άσύµµετρων – δυσανάλογων συνεπειών καί

γ) τήν άπαγόρευση τής χρονικής άσυνέπειας – ύπερβολής.

Κατά τήν πρώτη έπιµέρους άρχή, τό άστυνοµικό όργανο όφείλει νά έπιλέξει τό ήπιότερο µέσο καί µόνο, άν αύτό δέν είναι δυνατό στήν πραγµατικότητα νά µεταβεί στό έπόµενο αύστηρότερο ‘ή έπαχθέστερο µέσο ή µέτρο.

Ή άρχή τού ήπιότερου µέσου άπορρέει άπό τήν έννοια τού κράτους δικαίου καί συνιστά σύνθεση τών άρχών τής ίσότητας καί τής έπιείκειας.

Ή δεύτερη έπιµέρους άρχή παραπέµπει στή στάθµιση κόστους – όφέλους καί έξετάζει τήν προσφορότητα στή σχέση µέσου – έπίτευξης στόχου.

Σύµφωνα µέ τήν τρίτη έπιµέρους άρχή, τήν άπαγόρευση τής χρονικής ύπερβολής, ένα µέτρο πού λαµβάνεται άπό τήν Άστυνοµία θεωρείται έπιτρεπτό γιά τόσο χρονικό διάστηµα, όσο άπαιτείται γιά τήν έπέλευση τών νοµικών συνεπειών του, µέχρις ότου, δηλαδή, έπιτευχθεί ό έπιδιωκόµενος σκοπός ‘ή γίνει έµφανής ή άδυναµία πραγµατοποίησής του.

Ή άρχή τής άµεροληψίας – ίσότητας είναι άναπόσπαστα συνδεδεµένη µέ τήν άρχή τής νοµιµότητας.

Ή Άστυνοµία όφείλει νά τηρεί στάση ούδετερότητας καί νά µήν µεροληπτεί κατά τήν άσκηση τών άρµοδιοτήτων της.

Έτσι, έπιβάλλεται σέ κάθε άστυνοµικό νά είναι δίκαιος έφαρµοστής τών νόµων καί πρέσβης τής ίσονοµίας καί τής άξιοκρατίας.

Γι’ αύτό καί θά πρέπει νά άποφεύγει τήν ύπερβολική οίκειότητα µέ τούς πολίτες τούς όποίους συναναστρέφεται καί στούς όποίους παρέχει τίς ύπηρεσίες του.

Έπιπλέον κάθε ύπηρεσιακή ένέργεια θά πρέπει νά διακρίνεται άπό άνιδιοτελή, άδιάβλητο καί άνεπηρέαστο χειρισµό.

Ή έλλειψη άντικειµενικότητας καί άµεροληψίας άποτελεί άνάρµοστη καί άντιπειθαρχική συµπεριφορά.

Ή τήρηση τής άρχής τής άμεροληψίας έχει άµεση θετική έπενέργεια στίς σχέσεις άστυνοµίας – πολιτών καί στή φερεγγυότητα τού Σώµατος.

Ή άρχή τής ίσότητας, ή όποία προβλέπεται ρητώς στό Σύνταγµα, έπιβάλλει στά άστυνοµικά όργανα τήν ίση µεταχείριση τών όµοιων περιπτώσεων καί τή διάφορη µεταχείριση διάφορων περιπτώσεων κατά τήν άσκηση τών άρµοδιοτήτων τους.

Ύπό αύτό τό πρίσµα ή ίσότητα έκλαµβάνεται όχι ώς τυπική ‘ή άριθµητική, άλλά ώς ούσιαστική ‘ή άναλογική έννοια.

(πηγές, συγγράμματα Συνταγματικόυ Δικαίου, Άντώνη Μ. Παντελή καί Άστυνομικού Δικαίου, κας Ζωής Παπαιωάννου)

Ύπό τό πρίσμα τών άνωτέρω λεγομένων, τά άστυνομικά όργανα ύποχρεούνται νά έφαρμόζουν τό Σύνταγμα, πού είναι ή άνώτερη νομική έπιταγή τής χώρας μας.

Βέβαια, οί διατάξεις τών ΚΥΑ δέν έχουν κριθεί άκόμα άντισυνταγματικές στήν Έλλάδα, ώστόσο έχουν κριθεί ήδη άντισυνταγματικές σέ άλλες εύρωπαϊκές χώρες πρβλτ Όλλανδία, Γερμανία, στίς όποίες σημειωτέον, οί άπαγορεύσεις δέν είχαν τόσο αύστηρό καί άπόλυτο χαρακτήρα όσο στή χώρα μας.

Έπιπλέον, ή έπιλεκτική έφαρμογή τής ΚΥΑ καί ή έπιβολή προστίμων κατά τήν ήμέρα έκείνη μόνο στήν όμάδα μας, παραβιάζει κατάφωρα τή συνταγματική άρχή τής ίσότητας.

Γιά όλους τούς άνωτέρω λόγους

Διαμαρτύρομαι δημόσια γιά όλα τά άνωτέρω, πού άποτελούν κατάφωρη παραβίαση τών θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων μας άπό τήν ίδια τή δικαιοσύνη, ή όποία δέν δέχθηκε κάν νά παραπέμψει τήν ύπόθεση σέ δίκη καί νά άκουστούν τά έπιχειρήματά μας.

 

       Χανιά, 18-2-2021

                                              Ο ενιστάμενος

                                     π. Δημήτριος Κοκολινάκης

 

Πηγή:

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου