Σελίδες

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Δί­και­ος ἔ­παι­νος στούς ἥ­ρω­ες τοῦ ’21 τοῦ Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου Προ­η­γου­μέ­νου Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου

Δί­και­ος ἔ­παι­νος στούς ἥ­ρω­ες τοῦ ’21

τοῦ Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου

Προ­η­γου­μέ­νου Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς 

Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου

 

Ἄς μή βρέ­ξει πο­τέ

τό σύν­νε­φον, καί ὁ ἄ­νε­μος

σκλη­ρός ἄς μή σκορ­πί­σει

τό χῶ­μα τό μα­κά­ριον

πού σᾶς σκε­πά­ζει.

Ὦ γνή­σια τέ­κνα τῆς Ἑλ­λά­δος

τέ­κνα ψυ­χαί πού ἐ­πέ­σα­τε

εἰς τόν ἀ­γῶ­να ἀν­δρεί­ως,

τάγ­μα ἐ­κλε­κτῶν Ἡ­ρώ­ων,

καύ­χη­μα νέ­ον[1].

(Ἄνδρέας Κάλβος)

 

Α­τό τό λαμ­πρό καύ­χη­μα, τό τάγ­μα τν ­κλε­κτν ­ρώ­ων το 1821 τι­μο­με σή­με­ρα, καί τούς ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο καί πη­γα­ο ­παι­νο καί τήν ­πει­ρη ε­γνω­μο­σύ­νη μας. ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο ­παι­νο σ’ α­τούς πού γέν­νη­σαν μέ τό α­μα τους καί μέ τό δά­κρυ τς ψυ­χς τους τήν λευ­τε­ριά τς ­ε­ρς μας γς, τς ε­λο­γη­μέ­νης μας πα­τρί­δος, τς λλάδος μας. Σ’ α­τούς πού πραν τά ­πλα καί ­πα­να­στά­τη­σαν ­νάν­τια στόν ζυ­γό το ­θω­μα­νο κα­τα­κτη­τ.

Καί τούς ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο α­τό ­παι­νο σή­με­ρα, πού, ν­τί­θε­τα μέ τήν ε­χή το ποι­η­τ ν­δρέ­α Κάλ­βου, «σύν­νε­φα σκο­τει­νά καί ­νε­μοι σκλη­ροί» ­πει­λον μέ τόν τρό­πο τους νά σκορ­πί­σουν «τό χ­μα τό μα­κά­ριον πού τούς σκε­πά­ζει».

Ε­ναι τά σκο­τει­νά σύν­νε­φα τς ­πο­τέ­λειας, τς ξε­νο­μα­νί­ας, το ρα­γι­α­δι­σμο καί το γραι­κυ­λι­σμο. Ε­ναι κα­ται­γί­δα το θρη­σκευ­τι­κο καί ­θνι­κο ­πο­χρω­μα­τι­σμο, τς ­στο­ρι­κς λ­λοί­ω­σης καί πα­ρα­χά­ρα­ξης, τς πα­ρα­γρα­φς καί τς λη­σμο­σύ­νης. Ε­ναι ο σκλη­ροί ­νε­μοι το ­φη­συ­χα­σμο, τς ε­μά­ρειας, τς ε­δαι­μο­νί­ας, τς ­νε­σης, τς ε­ζω­ΐ­ας καί τς ­σφά­λειας.

Ε­ναι τό σύν­δρο­μο το δ­θεν κ­συγ­χρο­νι­σμο καί τς ψευ­το­δι­α­νό­η­σης, πού ­χει λ­λο­τρι­ώ­σει τήν πνευ­μα­τι­κή καί πολιτική ­γε­σί­α το τό­που μας καί τήν ­δη­γε στήν ρ­νη­ση το ­στο­ρι­κο μας πα­ρελ­θόν­τος, στήν ­πώ­λεια τς ­στο­ρι­κς μας μνή­μης καί τς ­θνι­κς μας α­το­συ­νει­δη­σί­ας, στήν ­πα­ξί­ω­ση τν ρ­χν καί τν ­δα­νι­κν το γέ­νους μας, στήν ­μαύ­ρω­ση ­κό­μη καί α­τν τν ­δι­ων τν ­ρώ­ων καί τν μαρ­τύ­ρων τς φυ­λς μας.

­μες, ­μως, δέν παύ­ου­με νά τό βρον­το­φω­νά­ζου­με καί νά τό δι­α­κη­ρύτ­του­με πρός π­σα κα­τεύ­θυν­ση, ­τι ε­μα­στε ­πε­ρή­φα­νοι καί δο­ξά­ζου­με τόν Πα­νά­γα­θο Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πού ν τ ­πεί­ρ ε­σπλαγ­χνί­ Του ε­δό­κη­σε νά γεν­νη­θο­με σ’ α­τή τήν ε­λο­γη­μέ­νη Πα­τρί­δα, τήν λ­λά­δα μας, τήν τό­σο δο­ξα­σμέ­νη μά καί τό­σο πο­νε­μέ­νη.

Ἡ χώρα μας, δέν εἶναι οὔτε «μικρή» (ὅπως τή χαρακτήρισε προσφάτως ὁ πρωθυπουργός), οὔτε ἀδύναμη, οὔτε ἀσήμαντη. Εἶναι μιά χώρα ἀρχῆθεν ἡρωική, πολυένδοξη, περιάκουστη, γεννήτρα τῆς ἀνυπέρβλητης φιλοσοφίας, τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, τῶν σοφωτάτων τραγωδῶν, τῆς ἀρχιτεκτονικῆς φιλοκαλίας (Ἀκρόπολη, Ἁγια-Σοφιά), τῆς ἀστρονομίας, τῆς ἰατρικῆς, τῆς φυσικῆς, τῶν μαθηματικῶν. Εἶναι ἐν γένει ἡ ἐφευρέτρια ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ καί ἀέναη πηγή τῆς τόλμης, τῆς ἀνδρείας, τῆς ἀρετῆς καί τῆς φιλοτιμίας.

Συγκλονιστικό καί ἐξόχως τιμητικό γιά τό λαό μας καί τήν θεολογία μας εἶναι τό γεγονός ὅτι ὅλα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι γραμμένα ἐξ ἀρχῆς στήν ἑλληνική γλῶσσα, ὅπως καί ἡ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Ἑβδομήκοντα, πού ἐκπονήθηκε 250 περίπου χρόνια πρό Χριστοῦ, μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἕλληνα βασιλέως Πτολεμαίου Β΄, τοῦ Φιλαδέλφου (βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, 283-245 π.Χ., ἐκ τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου). Στά αὐθεντικά καί ἀναλλοίωτα αὐτά κείμενα στηρίχθηκαν ἀργότερα οἱ μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς σέ ὅλες τίς ἑκατοντάδες ἄλλες γλῶσσες τῆς οἰκουμένης.

Ἡ μεγίστη, ὅμως, τιμή καί θεία δωρεά γιά τόν λαό μας εἶναι ὅτι ἀποτελοῦμε τόν ἐκλελεγμένο λαό τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ μας καί διατηροῦμε ἐπί 2000 χρόνια τήν αὐθεντική ὀρθόδοξη πίστη καί λατρεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, μέ ταυτόχρονη ὁλόθερμη πίστη καί ἀγάπη στήν Κυρία μας Θεοτόκο, τήν ἀπροσμάχητη Μάνα καί Προστασία τοῦ λαοῦ μας καί σ’ ὅλους τούς Ἁγίους, τῶν ὁποίων ἡ παρουσία ὡς νέφος περισκέπει τήν πάντοθεν πολεμουμένη καί ἀείποτε προδομένη Πατρίδα μας.

Δέν εἶναι, ἄλλωστε, τυχαῖο, ἀλλά ἀποτελεῖ μοναδικό καί ἀξιοσημείωτο γεγονός τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας ἀναδεικνύει μέχρις ἐσχάτων -ἐν μέσῳ ἐθνῶν ἀπίστων καί διεστραμμένων- δεκάδες ἁγίων, πού μέ τά θαύματά τους στηρίζουν, παρηγοροῦν καί καθοδηγοῦν τόν πονεμένο λαό μας.

Δέν εἶναι, λοιπόν, ἡ Πατρίδα μας, «μικρή», ἀλλά, σύν Θεῷ, Μεγίστη, δέν εἶναι «ἀδύναμη», ἀλλά Παντοδύναμη, δέν εἶναι «ἀσήμαντη», ἀλλά Πολυσήμαντη. Ἔχουμε, δηλαδή, τήν καλύτερη, ὡραιότερη, ἡρωϊκότερη, ἐνδοξότερη καί ποθεινότερη Πατρίδα τοῦ κόσμου, τήν Ἑλλάδα μας. Δόξα τῷ Θεῷ!

Κά­θε σπι­θα­μή τς γς της ε­ναι πο­τι­σμέ­νη μέ τά ­ε­ρά α­μα­τα πο­λυ­ά­ριθ­μων μαρ­τύ­ρων, ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ­θνο­μαρ­τύ­ρων. Τό μαρ­τυ­ρι­κό τους α­μα ­χει πο­τί­σει κά­θε γω­νιά τς Πα­τρί­δας μας, κά­θε χω­ριό καί πό­λη, κά­θε κο­ρυ­φή καί κά­θε λαγ­κα­διά καί λες τίς θάλασσές μας καί τούς κα­θι­στ ­κοί­μη­τους φρου­ρούς καί προ­στά­τες τν συ­νό­ρων μας καί τς ­λευ­θε­ρί­ας μας. «Τού­των τά πνεύ­μα­τα ς νέ­φος ­μν ­δε πε­ρί­κειν­ται καί τν ­στέ­ων α­τν ο τύμ­βοι τά ­ρια τς πα­τρί­δος γς φυ­λάτ­του­σι, τά δέ α­τν τί­μια α­μα­τα τς ­λευ­θε­ρί­ας ­μν τό δέν­δρον ρ­δεύ­ου­σιν»[2], δι­α­βά­ζου­με στήν ­πι­μνη­μό­συ­νη Δέ­η­ση ­πέρ τν ν πο­λέ­μ πε­σόν­των.

Α­τούς τούς ­ρω­ες τς ­λευ­θε­ρί­ας καί τς ­νε­ξαρ­τη­σί­ας το γέ­νους μας, τούς μάρ­τυ­ρες τς πί­στε­ως καί τς πα­τρί­δος, τούς ­πε­ρα­σπι­στές τν ­θνι­κν μας δι­καί­ων καί ­δα­νι­κν τι­μο­με πισήμως, χρεωστικς καί εγνωμόνως σή­με­ρα.

Τι­μών­τας τούς συν­τε­λε­στές καί πρω­τερ­γά­τες το ­θνι­κο θαύ­μα­τος το 1821, δέν πρέ­πει νά λη­σμο­νο­με ­τι τό θα­μα α­τό ε­ναι πρωτίστως ­πο­τέ­λε­σμα τς πί­στε­ως στόν Θε­ό, πού νδυνάμωνε τήν νδρεία τους καί τήν ρμή τους γιά τήν διάσωση το πολύπαθου γένους μας.

«Παι­διά μου, πρέ­πει νά φυ­λά­ξε­τε τήν πί­στιν σας καί νά τήν στε­ρε­ώ­σε­τε», προ­έ­τρε­πε Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης τούς νέ­ους, «δι­ό­τι ­ταν ­πι­ά­σα­μεν τά ρ­μα­τα, ε­πα­μεν πρ­τα ­πέρ πί­στε­ως καί ­πει­τα ­πέρ πα­τρί­δος»[3].

Καί κα­τά τήν μα­κρά πε­ρί­ο­δο τς τουρ­κο­κρα­τί­ας, ρ­θό­δο­ξη κ­κλη­σί­α ­ταν α­τή πού κρά­τη­σε ρ­θιο τό Γέ­νος, πού φρόν­τι­σε γιά τήν κ­παί­δευ­ση τν λ­λη­νο­παί­δων, πού ­θρε­ψε γε­νι­ές καί γε­νι­ές μέ τήν πί­στη καί τήν προ­σμο­νή τς πο­θη­τς ­ρας τς λευ­τε­ρις, πού κ­ποί­η­σε ­κό­μη καί τά ­ε­ρά της κει­μή­λια γιά τήν ο­κο­νο­μι­κή ­πο­στή­ρι­ξη το ­γ­να, πού προ­σέ­φε­ρε ς θυ­σί­α πλήθη νε­ο­μαρ­τύ­ρων, ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ­θνο­μαρ­τύ­ρων στόν βω­μό τς ­νε­ξαρ­τη­σί­ας το νέ­ου λ­λη­νι­σμο.

Τό α­μα­το­βα­μέ­νο ρά­σο, ο τα­πει­νοί πα­πά­δες καί ο κα­λό­γε­ροι ­ταν τό σύμ­βο­λο το ­δού­λω­του φρο­νή­μα­τος καί το ­γ­να γιά τήν ­πο­τί­να­ξη το ­θω­μα­νι­κο ζυ­γο. Τά μο­να­στή­ρια καί ο κ­κλη­σι­ές ­ταν τά κέν­τρα τς παι­δεί­ας, τά κέν­τρα το συν­το­νι­σμο, τά κέν­τρα φύ­λα­ξης πο­λε­μι­κο ­λι­κο, τά κέν­τρα το ­νο­πλου ­γ­να. ­ταν ­δια καρ­διά τς σταυ­ρι­κς πο­ρεί­ας, το Γολ­γο­θ τν λ­λή­νων πρός τήν ­θνι­κή τους ­νά­στα­ση.

«Α­τά τά μο­να­στή­ρια ­ταν τά πρ­τα προ­πύρ­για τς ­πα­νά­στα­σής μας –μαρ­τυ­ρε Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιά­ννης- ­τι ­κε ­ταν ο τσεμ­πι­χα­νέ­δες μας κι ­λα τά ­ναγ­κα­α το πο­λέ­μου, ­τ’ ­ταν πα­ρά­με­ρον καί μυ­στή­ριο ­πό τούς Τούρ­κους. Καί θυ­σί­α­σαν ο κα­η­μέ­νοι ο κα­λό­γε­ροι, καί σκο­τώ­θη­καν ο πε­ρισ­σό­τε­ροι ες τόν ­γ­να»[4].

Σέ ­λους ατούς τούς ρ­νη­σι­πά­τρι­δες καί τούς φραγγεμένους γραι­κύ­λους τήν ­πάν­τη­ση τήν δί­νει μί­α ­πό τίς ­ρω­ι­κώ­τε­ρες καί ε­γε­νέ­στε­ρες μορ­φές το ­γ­να, Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιά­ννης: «­­..κα βρί­ζουν, ο που­λη­μέ­νοι [λ­λη­νες] ες τος ξέ­νους, κα τος πα­πά­δες μας, ­πο τος ζυ­γί­ζουν ­ναν­τρους κα ­πό­λε­μους. ­μες τος πα­πά­δες τος ε­χα­με μα­ζ ες κά­θε με­τε­ρί­ζι, ες κά­θε πό­νον κα δυ­στυ­χί­αν. ­χι μό­νον δι ν βλο­γ­νε τ ­πλα τ ­ε­ρά, λ­λ κα α­το μ ντου­φέ­κι κα γι­α­τα­γά­νι, πο­λε­μών­τας ­σν λε­ον­τά­ρια. Ντρο­π λ­λη­νες»[5].

φω­νή το Στρα­τη­γο Μα­κρυ­γιά­ννη ν­τη­χε καί σή­με­ρα ε­θύ­βο­λη καί στεν­τό­ρεια: «Ντρο­πή λ­λη­νες»­!­!! Ντρο­πή στούς ρ­νη­τές τς πί­στε­ως καί τς πα­τρί­δος· ντρο­πή στούς πα­ρα­χα­ρά­κτες τς ­στο­ρι­κς ­λή­θειας· ντρο­πή στούς λ­λο­τρι­ω­τές τς ­στο­ρι­κς μας μνή­μης· ντρο­πή στούς θνομηδενιστές καί στούς βια­στές τς ­θνι­κς μας συ­νει­δή­σε­ως.

«Ντρο­πή λ­λη­νες», φω­νά­ζει Μα­κρυ­γιά­ννης, στούς ξε­θε­με­λι­ω­τές τς ­θνι­κς μας συ­νο­χς, στούς ­δο­στρω­τ­ρες τς ­θνι­κς μας ταυ­τό­τη­τος, πού ­δη­φά­γα καί μα­νια­κά δέν στα­μα­τον νά ξη­λώ­νουν, νά ­πο­κα­θη­λώ­νουν, νά γκρε­μί­ζουν, νά ­πο­συν­θέ­τουν θε­σμούς, ­ξί­ες, σύμ­βο­λα, ρ­χές, ­δέ­ες, ­δα­νι­κά, μέ ­ποι­ο μέ­σο δι­α­θέ­τουν καί μπο­ρον νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν.

­να, λοι­πόν, ­πό τά ν­τί­θε­α καί ν­θελ­λη­νι­κά σχέ­δια πού ­φαρ­μό­ζον­ται στίς μέ­ρες μας ε­ναι πα­ρα­χά­ρα­ξη τς ­στο­ρί­ας μας καί συ­νο­λι­κή ­πο­δό­μη­ση τς ­θνι­κς μας παι­δεί­ας καί πό τήν πίσημη Πολιτεία. Πρό­κει­ται γιά μί­α ­νορ­χη­στρω­μέ­νη προ­σπά­θεια, πού ­κτυ­λίσ­σε­ται ­προ­κά­λυ­πτα καί μέ τα­χες ρυθ­μούς καί χει ς «θύ­μα» της καί τήν ­θνι­κή μας πα­λιγ­γε­νε­σί­α γιά τήν ­πο­τί­να­ξη το τουρ­κι­κο ζυ­γο, τς ­ποί­ας τήν ­πέ­τει­ο τν 200 τν τι­μο­με φέτος.

­δο­στρω­τή­ρας το ­φελ­λη­νι­σμο ­πει­λε νά ­σο­πε­δώ­σει καί νά ­ναι­ρέ­σει ­κό­μη καί τά α­το­νό­η­τα: τόν ­θναρ­χι­κό ρό­λο καί τήν πο­λύ­πλευ­ρη προ­σφο­ρά τς ρ­θο­δό­ξου κ­κλη­σί­ας στόν ­γνα το 1821, τόν πό­θο καί τόν ­γ­να γιά τήν ­λευ­θε­ρί­α ­λων τν λ­λη­νν, ­νε­ξαρ­τή­τως κοι­νω­νι­κς προ­ε­λεύ­σε­ως, τό φρό­νη­μα, τό ­θος καί τήν θυ­σί­α τν ­γω­νι­στν, ­κό­μη καί α­τή τήν βαρ­βα­ρό­τη­τα το κα­τα­κτη­τ καί τίς συν­θ­κες κα­τα­πί­ε­σης καί τυραννίας τν ­πό­δου­λων λ­λή­νων!

­πι­χει­ρε νά πα­ρα­ποι­ή­σει τόν χα­ρα­κτή­ρα τς λ­λη­νι­κς ­πα­να­στά­σε­ως το 1821, ­πο­ος ­ταν κα­θα­ρά ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός καί ­χι τα­ξι­κός κοι­νω­νι­κός μοναδικό ποτέλεσμα το Διαφωτισμο, ­πως κα­τά συρ­ρο­ήν προ­πα­γαν­δί­ζε­ται στίς μέ­ρες μας.

σύγ­χρο­νος ­δο­στρω­τή­ρας το ­φελ­λη­νι­σμο ­πι­χει­ρε νά ­κυ­ρώ­σει ­κό­μη καί τίς ­πι­λο­γές, τίς ­πι­θυ­μί­ες καί τίς ­πο­φά­σεις το ­διου το λα­ο, πού γωνίστηκε γιά τήν λευθερία τς πατρίδος του καί πού δι­ε­κή­ρυσ­σε στήν πρώ­τη ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τς ­πι­δαύ­ρου τό 1822, ­τι «... λα­ός τς λ­λά­δος ­λα­βε τά ­πλα καί δέν ζη­τε διά τν ­πλων πα­ρά τήν λαμ­πρό­τη­τα τς το Χρι­στο κ­κλη­σί­ας, ­ποί­α με­τά το ­ε­ρο α­τς κλή­ρου κα­τε­δι­ώ­κε­το καί κα­τε­φρο­νε­το ­πό τν Τούρ­κων...»[6]. Καί στήν ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τς Τροι­ζή­νας τό 1827 δι­ε­κή­ρυτ­τε, ­πί­σης, ­τι «ς χρι­στια­νοί ο­τε ­το, ο­τε ε­ναι δυ­να­τόν νά πει­θαρ­χή­σω­μεν δε­σπο­ζό­με­νοι ­πό τούς θρη­σκο­μα­νες Μω­α­με­θα­νούς, ο ­πο­οι κα­τέ­σχι­ζαν καί κα­τε­πά­τουν τάς ­γί­ας ε­κό­νας, κα­τε­δά­φι­ζαν τούς ­ε­ρούς να­ούς, κα­τε­φρό­νουν τό ­ε­ρα­τε­ον, ­βρί­ζον­τες τό θε­ον ­νο­μα το ­η­σο, το Τι­μί­ου Σταυ­ρο καί μς ­βί­α­ζον νά γί­νω­μεν θύ­μα­τα τς μα­χαί­ρας των, ­πο­θνή­σκον­τες χρι­στια­νοί νά ζή­σω­μεν Τορ­κοι, ρ­νη­ταί το Χρι­στο καί ­πα­δοί το Μω­ά­μεθ. Πο­λε­μο­μεν πρός τούς ­χθρούς το Κυ­ρί­ου μας»[7].

λ­λά καί στά πρ­τα Συν­τάγ­μα­τα τν ­θνο­συ­νε­λεύ­σε­ων τς ­πι­δαύ­ρου, το ­στρους καί τς Τροι­ζή­νας ο λ­λη­νες δι­ε­κή­ρυσ­σαν: «­σοι α­τό­χθο­νες κά­τοι­κοι τς ­πι­κρά­τειας τς λ­λά­δος πι­στεύ­ου­σιν ες Χρι­στόν ε­σί λ­λη­νες»[8].

σύγ­χρο­νη λαίλαπα το ­φελ­λη­νι­σμο μέ μα­νι­ώ­δη ρ­μή ­πι­χει­ρε νά ­κυ­ρώ­σει τήν ν­δρει­ο­σύ­νη καί μαρ­τυ­ρι­κή προ­σφο­ρά τν ­γω­νι­στν καί τν ­θνο­μαρ­τύ­ρων το Γέ­νους μας, τούς ­ποί­ους δι­καί­ως καί ­πι­βε­βλη­μέ­να τι­μο­με καί ­παι­νο­με σή­με­ρα. Νά πα­ρα­γρά­ψει ­πό τίς μν­μες τν Νε­ο­ελ­λή­νων τήν φλο­γε­ρή πί­στη, τήν λε­βεν­τιά, τόν πό­θο γιά τήν ­λευ­θε­ρί­α τό­σων καί τό­σων ­πώ­νυ­μων καί ­νώ­νυ­μων, πού ­φι­έ­ρω­σαν τήν ζω­ή τους στόν με­γά­λο καί ­ε­ρό σκο­πό τς ­νά­στα­σης το Γέ­νους, πού πά­σχι­σαν καί μό­χθη­σαν νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν ψυ­χή το βα­σα­νι­σμέ­νου ρα­γι, νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν πί­στη του, τήν γλσ­σα του, τήν ­θνι­κή του συ­νεί­δη­ση.

­πι­χει­ρε νά ­πα­ξι­ώ­σει καί νά ξε­ρι­ζώ­σει ­πό τήν μνή­μη τν Νε­ο­ελ­λή­νων πα­τριά­ρχες, ­πι­σκό­πους, πα­πά­δες, κα­λο­γή­ρους, ρχοντες, δα­σκά­λους το Γέ­νους, μ­πό­ρους, ρ­μα­τω­λούς, κλέ­φτες, ­πλαρ­χη­γούς, κα­πε­τα­ναί­ους, πλοιά­ρχους καί πυρ­πο­λη­τές, ­ρω­ϊ­κές κό­ρες καί μη­τέ­ρες, ­λους ­σοι ­πο­τέ­λε­σαν τήν θεί­α ­κεί­νη «πα­ρεμ­βο­λή τς πα­ρα­τά­ξε­ως Κυ­ρί­ου» καί το Γέ­νους, νθρώπους μέ πί­στη στόν Θε­ό, ­ποί­α τούς ­πλι­ζε μέ ­πο­μο­νή, μέ θάρ­ρος, μέ ε­ψυ­χί­α, μέ λ­πί­δα, μέ πνε­μα θυ­σί­ας, α­τά πού ­ταν «τά μό­να φο­βε­ρά ­πλα ες χερας λα­ο πο­λε­μον­τος πρός ­πό­κτη­σιν τς ­λευ­θε­ρί­ας του»[9], ­πως τό­νι­ζε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μάρ­τυ­ρας τς ­λευ­θε­ρί­ας ­θα­νά­σιος Διά­κος.

 

Τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα καί ἡ οὐ­σί­α τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως τοῦ 1821 εἶ­ναι αὐ­τό πού βάλ­λε­ται κα­τ’ ἐ­ξο­χήν στίς μέ­ρες μας καί ἀ­πει­λεῖ­ται ἀ­πό τήν λαί­λα­πα τοῦ σύγ­χρο­νου ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ. Για­τί τό Εἰ­κο­σι­έ­να δέν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός σταθμός στήν πορεία τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Εἶ­ναι μιά ἀ­φε­τη­ρί­α, ἕ­να ξε­κί­νη­μα, μιά Ἐ­θνι­κή Πα­λιγ­γε­νε­σί­α. Ἕ­νας θε­με­λι­ώ­δης ὅ­ρος δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πού μᾶς ζη­τεῖ νά τοῦ ἀ­φι­ε­ρώ­σου­με τό­σο τήν καρδιά ὅ­σο καί τή γνώ­ση μας. Γιά τόν ση­με­ρι­νό Ἕλ­λη­να πρέ­πει νά στέ­κει τό­σο ψη­λά, ὥ­στε νά ἀγ­γί­ζει τή σφαί­ρα τοῦ μύ­θου. Νά γί­νει θρύ­λος, ἐ­θνι­κό μνη­μεῖ­ο, σύμ­βο­λο τῆς ἀ­γω­νι­στι­κῆς ἰ­δέ­ας, πού συμ­πυ­κνώ­νει καί ἐκ­φρά­ζει ὅ­λους μα­ζί τούς ἀ­γῶ­νες καί τά κλέ­η, ἀ­πό τό­τε πού ὑ­πάρ­χει συ­νεί­δη­ση ἑλ­λη­νι­κή.

Τό Εἰ­κο­σι­έ­να συν­δέ­ει δυ­να­μι­κά καί ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­να τόν Νέ­ο Ἑλ­λη­νι­σμό μέ τό δο­ξα­σμέ­νο ἱ­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν του. Ἀ­πο­κα­θι­στᾶ, ἀ­ναμ­φί­βο­λα, κα­τά τρό­πο ὁ­ρι­στι­κό καί τε­λε­σί­δι­κο, τήν ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χεια, τήν ­δι­αί­ρε­τη ἑ­νό­τη­τα τοῦ ἑλ­λη­νι­σµοῦ ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα µέ­χρι καί τήν σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή. Αὐτή τήν ἀ­δι­ά­σπα­στη πο­ρεί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­σµοῦ, πού τόσο βάλλεται καί ἀμφισβητεῖται ἀπό ὅσους ἀ­πο­µο­νώ­νουν καί τιμοῦν µό­νον τήν ἑλ­λη­νι­κή ἀρ­χαι­ό­τη­τα, ὑ­πο­τι­µών­τας καί ἀ­γνο­ών­τας συ­νει­δη­τά τήν φυ­σι­κή ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χειά της. Ἀπο­κό­πτουν, ἔτσι, τούς νε­ο­έλ­λη­νες ἀ­πό τούς φυ­σι­κούς προ­γό­νους τους, ἀ­πο­νε­κρώ­νον­τας ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο κοµ­µά­τι τῆς ἱ­στο­ρί­ας τους: τό χιλιόχρονο ἑλ­λη­νι­κό Βυ­ζάν­τιο καί τὴ νε­ώ­τε­ρη Ἑλ­λά­δα, τήν ἴ­δια τήν ρω­µι­ο­σύ­νη, πα­ρα­µορ­φώ­νοντας τήν ταυ­τό­τη­τά τους, τὴν ἐ­θνι­κὴ καί πο­λι­τι­σµι­κὴ ἰδιοπροσωπία τους.

Ἡ ἐπιχείρηση ἀφελληνισμοῦ πού περιγράψαμε ἐκδηλώνεται μέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση καί ἐπιμονή μέ ἀφορμή τήν ἐφετινή ἐπέτειο τῶν διακοσίων ἐτῶν ἀπό τήν ἐθνική μας παλιγγενεσία. Βρισκόμαστε, ἔτσι, καθημερινά ἀντιμέτωποι μέ τίς πιό ἀκραῖες καί πρωτόγνωρες τοποθετήσεις, πού δυσφημοῦν καί κατασυκοφαντοῦν τό ἀληθινό πνεῦμα καί τούς ἥρωες τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀκοῦμε καί διαβάζουμε γιά τήν ἀνάγκη «νά μάθουμε τήν πραγματική μας ἱστορία», «νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς “ἁμαρτίες μας”», γιά τήν ἀνάγκη «νά ἐπανασυστηθεῖ ἡ Ἑλλάδα στόν σύγχρονο κόσμο», τήν ἀνάγκη «ἐπανεκκίνησης» τῆς ἱστορίας μας καί ἄλλα ἀνάλογα.

Τά ἀν­τί­θε­α καί ἀν­θελ­λη­νι­κά σχέ­δια πού ἐ­φαρ­μό­ζον­ται στίς μέ­ρες μας εἶναι ὁ καρπός τῆς μακρᾶς καί πολυετοῦς συντονισμένης καί ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νης προ­σπά­θειας τῶν ἀρνητῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας. Ὅπως δήλωσε τόσο ἀποκαλυπτικά ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός σέ κάποια ραδιοφωνική συνέντευξή του:

«Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους (1830-32) καί μετά τό 1836, μέ τά πρωτόκολλα τῆς Εὐρώπης, ἔπαψε ὁ ἑλληνισμός νά λαμβάνει ἀποφάσεις γιά τόν ἑαυτό του μέσω τῶν κυβερνητῶν του. Ὁ μόνος ὀρθόδοξος καθ’ ὁλοκληρίαν κυβερνήτης ἦταν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἔχουμε πολιτικούς καί διανοουμένους πού ὑπηρετοῦν τήν Δύση καί τά δυτικά σχέδια. Δέν ἀπολυτοποιῶ. Δέν ἐκτείνομαι σ’ ὅλο τό χῶρο τῶν πολιτικῶν καί τῶν διανοουμένων, ἀλλά καί οἱ λίγοι ἐκεῖνοι ἀπό τίς δύο πλευρές πού θέλουν νά σκεφθοῦν καί ν’ ἀποφασίσουν ἑλληνικά, ἐλέγχονται ἀπό ξένα κέντρα».

Εἶναι προφανές ὅτι βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό ξενοκίνητο κατεστημένο πού συντηροῦν οἱ ἀργυρώνητοι προπαγανδιστές, οἱ ψευτοδιανοούμενοι καί ψευτοδημοκράτες, πού στό ὄνομα τῆς ἀσφάλειας μετατρέπονται σέ δικτατορίσκους καί καταστρατηγοῦν ἐτσιθελικά συνταγματικά δικαιώματα καί ἐλευθερίες.

Βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό κατεστημένο τῶν «γνωστῶν ἄγνωστων» κατ’ ἐπάγγελμα καί κατ’ ἐπίφαση ἀντιρρησιῶν, μιᾶς δράκας ἀνθρώπων, μιᾶς ἐλάχιστης μειοψηφίας, πού καθημερινά ἀναστατώνει καί ἐπιβαρύνει τήν ζωή τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν καί σκορπᾶ τήν τυφλή βία καί τόν τρόμο στούς πολίτες.

Προσπαθοῦν ὅλοι αὐτοί νά ἐπιβάλουν βίαια καί στανικά τά δικά τους διαβρωτικά καί ἀλλοτριωτικά πρότυπα σέ ἕναν ὁλόκληρο λαό, ἐπικαλούμενοι μάλιστα τήν ἐλευθερία του, τήν εὐημερία του καί τά δικαιώματά του. Ἔλεγε προφητικά ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου, ἐκφράζοντας τήν διαχρονική ἀλήθεια:

«Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ καλούπι θέλετε νὰ βάλετε τὸν λαό, κ’ ἔτσι νὰ χαθεῖ ἀπὸ πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι ἀληθινῆς ζωῆς, κάθε χαρακτήρας. Αὐτὸ τὸ λέτε “συγχρονισμὸ” καὶ “ἐξέλιξη”! Ἀνόητοι κι ἀναίσθητοι! “Συγχρονισμένο” καὶ “ἐξελιγμένο” εἶναι ὅ,τι εἶναι ζωντανό, καὶ μοναχὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ πεθαμένο, ὅπως εἴσαστε ἐσεῖς, αὐτὸ δὲ μπορεῖ  νὰ ’ναι οὔτε συγχρονισμένο οὔτε ἐξελιγμένο, ἀφοῦ δὲν εἶναι ζωντανό. Ὁ συγχρονισμὸς ὁ ἀληθινὸς εἶναι κάποια ἐνέργεια, ποὺ γίνεται μόνη της μέσα σὲ κάθε ζωντανὸ πλάσμα. Λοιπόν, ποιὰ Ἑλλάδα καὶ ποιὸν λαὸ θὰ “συγχρονίσετε”, ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὁλοζώντανη κι ὁ λαός της εἶναι ἀείζωος; Θὰ ζωντανέψετε ἐσεῖς τὴ ζωή, ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι καὶ θαμμένοι; Θαρρεῖτε, πὼς μὲ τὶς ὑστερικὲς φωνὲς καὶ μὲ τὶς θεατρικὲς σκηνοθεσίες φανερώνεται ἡ ζωή; Νά, αὐτὴ ἡ ἄψυχη σκηνοθεσία, αὐτὴ εἶναι ἡ “ἐξέλιξη” κι ὁ “συγχρονισμός” σας. Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, γιατὶ ἡ ψευτιὰ εἶναι θάνατος κ’ ἡ ζωὴ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ κ’ ἐσεῖς, μὲ ὅλες τὶς φωνὲς ποὺ βάζετε, καὶ μ’ ὅλες τὶς δραστηριότητες, καὶ μὲ ὅλα τά ὑστερικὰ ξετινάγματα, ἔχετε ἀπάνω σας τὴ μπόχα τοῦ θανάτου. Κι ἀντὶ νὰ πᾶτε κοντὰ στὸν λαό, ποὺ εἶναι πηγὴ ζωῆς, γιὰ νὰ πάρετε λίγη ζωὴ κι ἀλήθεια, ἐσεῖς θέλετε νὰ τὸν κάνετε ζωντανόν, ἐκεῖνον· ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι νὰ ζωντανέψετε τὴ ζωή, οἱ ψεῦτες νὰ φανερώσετε τὴν ἀλήθεια, οἱ βρουκολάκοι νὰ δώσετε δύναμη καὶ νεῦρα στὸν ἀντρειωμένον!»[10].

Ἄς γνωρίζουν, λοιπόν, ὅλοι ὅσοι φωνασκοῦν, παραπληροφοροῦν, ταλαιπωροῦν καί τρομοκρατοῦν τόν λαό μας, ὅτι ματαιοπονοῦν. Ἄς εἶναι βέβαιοι ὅτι τά ὀνόματά τους θά ἐξαφανισθοῦν ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἱερᾶς γῆς τῆς πατρίδος μας καί θά ριφθοῦν στόν κάλαθο τῆς ἀμνημοσύνης.

Ἄς γνωρίζουν ὅτι, μέ τήν χάρη καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, δέν ὑ­πο­στέλ­λου­με τήν ση­μαί­α τοῦ ἀ­γῶνα, δέν ἐγ­κα­τα­λεί­που­με τό πε­δί­ο τῆς μά­χης, δέν μᾶς κάμπτουν οἱ δο­κι­μα­σί­ες καί οἱ ἀντιξοότητες, δέν ἐν­δίδουμε στίς ἀ­πει­λές καί τίς ἐπιβουλές τους, δέν ἐκχωροῦμε τά τιμαλφῆ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, ἀλλά θά στα­θοῦ­με ἀν­τά­ξιοι τῆς ἱ­στο­ρί­ας καί τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας, μέ ὅποιο κόστος ἤ τίμημα. Ἡ νίκη θά εἶναι βεβαία καί θά εἶναι δική μας, ἐπειδή εἴμαστε μέ τήν Ἀλήθεια, τόν Αἰώνιο Νικητή, τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό.

Ἄς ξέ­ρουν οἱ ἀρ­χι­τέ­κτο­νες τῆς Νέ­ας Τά­ξης πραγ­μά­των, πού κρί­νουν μό­νο μέ τό μυα­λό καί τά νού­με­ρα, ὅ­τι «ἡ τύ­χη μᾶς ἔ­χει πάν­το­τε ὀ­λί­γους. Ὅ­τι ἀρ­χή καί τέ­λος, πα­λαι­ό­θεν καί ὡς τώ­ρα, ὅ­λα τά θε­ριά πο­λε­μοῦν νά μᾶς φᾶ­νε καί δέ μπο­ροῦ­νε. Τρῶ­νε ἀ­πό μᾶς καί μέ­νει καί μα­γιά»[11].

Ἄς ξέρουν ὅτι μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἕνας μπορεῖ νά κατατροπώσει χίλιους καί δύο μποροῦν νά κατατροπώσουν μυριάδες («διώξεται εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας»[12]).

­πι­βάλ­λε­ται, λοιπόν, σθε­να­ρή, ρωική καί ­καμ­πτη ν­τί­στα­ση σέ ­λα τά ­πί­πε­δα καί πρός κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. ν­τί­στα­ση στόν ­φελ­λη­νι­σμό καί τήν πα­ρα­χά­ρα­ξη τς ­στο­ρί­ας μας· ντίσταση στήν πορθοδοξοποίηση καί τήν ποεκκλησιοποίηση τς ζως μας· ν­τί­στα­ση στήν πο­δη­γέ­τη­ση καί τόν ­λεγ­χο τν ­πι­λο­γν καί τς συ­νει­δή­σε­ώς μας· ντίσταση στήν δέσμευση τς λευθερίας καί τν δικαιωμάτων μας.

ν­τί­στα­ση παν­τί σθέ­νει καί πά­σ δυ­νά­μει· ν­τί­στα­ση μέ­χρις ­σχά­των.

Καί τέλος, ς γνωρίζουν πώς σο τελονται Θεες Λειτουργίες στά ρθόδοξα θυσιαστήρια τν καθαγιασμένων ναν μας καί σο ο πιστοί θά μετέχουν, μετά φόβου Θεο, πίστεως καί γάπης, στό θειότατο καί σωτηριδες μυστήριο τς Θείας Κοινωνίας, καταπονημένη καί καταπονεμένη πατρίδα μας θά παραμένει κέραια, δούλωτη καί κτινοβολοσα, ες πεσμα καί καταισχύνη τν χθρν καί πονομευτν της καί πρός δόξα το τά πάντα χορηγοντος Δεσπότου μας Χριστο.

 

 

ΖΗΤΩ Η ΑΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ!

ΖΗΤΩ Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821!

ΖΗΤΩΣΑΝ ΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΑΣ!

ΖΗΤΩ Η ΠΟΛΥΑΘΛΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΕΝΔΟΞΗ

ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ!

 



[1] Ἀνδρέα Κάλβου, Ὡδή Τετάρτη [ΙV] Εἰς τόν Ἱερόν Λόχον

[2] Ἐπιμνημόσυνη δέηση ὑπέρ τῶν ἐν πολέμῳ πεσόντων, Περιστατικαί Ἀκολουθίαι, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἑλλάδος

[3] Κολοκοτρώνη, Ἀπομνημονεύματα

[4] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα

[5] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα

[6] Α΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, 1822

[7] «Πολιτικόν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος», Γ' Ἐθνοσυνέλευση Τροιζήνας, 1827

[8] «Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος», Α΄ Ἐθνοσυνέλευση Ἐπιδαύρου, Ἰανουάριος 1822, Β' Ἐθνοσυνέλευση Ἄστρους, 1823, Γ' Ἐθνοσυνέλευση Τροιζήνας, 1827

[9] Σπυρίδωνος Φόρτη, Βιογραφία Ἀθανάσιου Διάκου, Λόγος Ἀθανάσιου Διάκου πρός τούς Λιβαδεῖτες

[10] Φ. Κόντογλου, Τό τρελλό νερό, «Εὐλογημένο Καταφύγιο», ἐκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ» 1990

[11] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα

[12] Δευτερονόμιο, κεφ. 32, 30

 

Πηγή:

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου