ΚΗΡΥΓΜΑ
Κυριακὴ ΙΑ΄Λουκᾶ (Λκ. 14,16-24· Μθ. 22,14)
Παραβολή του Δείπνου
Παραβολή του Δείπνου
Η ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΙΣ
Μακαριστός Ἐπίσκοπος π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης
«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα » (Λουκ. 14,17)
Ακούσατε,
ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ δείπνου; «Ἄνθρωπός τις», λέει ὁ Κύριος,
«ἐποίησε δεῖπνον μέγα». Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὶς φροντίδες του;
Αἴθουσα, τραπέζια, φαγητά, ποτά, μουσική… Κι ὅταν πλέον ἦταν ὅλα
ἕτοιμα, ὁ εὐγενὴς οἰκοδεσπότης διέταξε τὸ δοῦλο του ν᾿ ἀρχίσῃ τὶς
προσκλήσεις. Τοῦ δίνει τὸν πρῶτο κατάλογο. Ὁ δοῦλος τρέχει καὶ
διανέμει σὲ ἕναν – ἕνα ἀτομικὲς προσκλήσεις
Ἀλλὰ περίεργο· κανείς δὲν
προθυμοποιεῖται νὰ ἔρθῃ! Οἱ καλεσμένοι ἔχουν ἄλλες φροντίδες. Ὁ ἕνας
κρατάει συμβόλαιο ἑνὸς κτήματος, ὁ δεύτερος σέρνει δέκα βόδια ποὺ θέλει
νὰ τὰ δοκιμάσῃ, ὁ τρίτος μόλις στεφανώθηκε καὶ δὲν ἀφήνει τὴ γυναίκα
του οὔτε λεπτό. Ἀπ᾽ τὸ στόμα καὶ τῶν τριῶν ἀκούγεται ἡ ἴδια ἀπάντησι·
«Ἔχε με παρῃτημένον» (Λουκ. 14,18,19).
Μετὰ τὴν ἄρνησι αὐτῶν ὁ δοῦλος παίρνει ἄλλη διαταγή, ποὺ
συμπεριλαμβάνει κόσμο ὁλόκληρο. Ἔρχεται σὲ πλατεῖες δρόμους καὶ φράχτες
καὶ φωνάζει· «Ἐλᾶτε. Ὅλα εἶνε ἕτοιμα. Ὁ κύριός μου σᾶς καλεῖ».Καὶ νά, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τοὺς βλέπετε; Εἶνε ῥακένδυτοι, φτωχοὶ καὶ ἀνάπηροι, κουτσοὶ καὶ τυφλοί. Μὰ ἡ θύρα δὲν κλείνει, ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος στὴν αἴθουσα. Καὶ ἡ πρόσκλησι συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ φτάνει μέχρι τὶς μέρες μας.
* * *
Αὐτὸς ποὺ «ἐποίησε δεῖπνον
μέγα», ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Θεός. Δὲν θέλει νὰ ζῇ ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπ᾽
τὴ χαρά – αὐτὴν συμβολίζει τὸ δεῖπνο. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὔτε ἕνα πλάσμα
του νὰ ζῇ καὶ νὰ πεθάνῃ μέσα στὸ σκοτάδι, στὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι.
Εἶνε «ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν» (Β΄ Κορ. 1,3). Ὁ Δαυῒδ ψάλλει·
«Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος…» (Ψαλμ. 102,8). Οἱ οὐρανοὶ φλέγονται
ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἁγία Τριὰς ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία μας, καταρτίζει τὰ σοφὰ
σχέδιά της, κινητοποιεῖ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ μᾶς καλεῖ νὰ
ἐπιστρέψουμε ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπ᾽ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ σατανᾶ «εἰς
τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (῾Ρωμ. 8,21). Κλῆσις
ὑψίστη! Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ.
Πῶς καλεῖ; Τὰ μέσα τῆς κλήσεως στὴ σωτηρία καὶ μακαριότητα εἶνε ἄπειρα καὶ ποικίλα. Μελετώντας βίους ἁγίων μένεις κατάπληκτος.
Ἂς ὑπενθυμίσουμε τὴν κλῆσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τί ἦταν ὁ Παῦλος εἶνε γνωστό· ἀμείλικτος διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἦταν παρὼν στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ φρύαττε. Καταδίωκε τοὺς Χριστιανοὺς ὅπου τοὺς εὕρισκε. Ὡρμοῦσε σὲ αὐλὲς καὶ σπίτια, ἅρπαζε ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ δεμένους τοὺς ἔσερνε στὶς φυλακές. Μέρα – νύχτα πάσχιζε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὄχι μόνο στὰ Ἰεροσόλυμα ἀλλὰ κι ἀλλοῦ μακριά. Διψοῦσε αἷμα χριστιανικό. Οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ θὰ ἀγάλλονταν καὶ χαϊδεύοντας τὶς γενειάδες τους θὰ ἔλεγαν· Δέκα νὰ εἴχαμε σὰν τὸ Σαῦλο… Μὰ ἡ χαρά τους δὲν ἐπρόκειτο νὰ διαρκέσῃ πολύ. Ὁ Παῦλος δὲν θὰ πέθαινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτὸν ἦταν ἀσύλληπτο. Καὶ μιὰ μέρα, ἐνῷ πήγαινε μὲ συνοδεία στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ, πάνω στὸ δημόσιο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόλι, εἶδε ἀστραπὴ κι ἄκουσε φωνή· –«Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν». –«Τίς εἶ, Κύριε;», ρωτάει περίτρομος ὁ Παῦλος. –«Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις», ἦταν ἡ ἀπάντησι (Πράξ. 22,7-8· βλ. καὶ 26,14-15· 9,4-5). Τί δραματικὴ σκηνή! Ἂν ἔχῃς, ἀγαπητέ, Καινὴ Διαθήκη, ἄνοιξε ἀπόψε καὶ διάβασε μόνος σου τὰ κεφάλαια 9 22 καὶ 26 τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.
Ἡ κλῆσις τοῦ Παύλου στὸν Χριστιανισμὸ εἶνε βέβαια κάτι ξεχωριστό, εἶνε μία ἄμεση καὶ ἀπ᾿ εὐθείας κλῆσι· διαλαλεῖ πάντως, ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς δρόμους τοῦ σκότους καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Ἡ ὥρα αὐτὴ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν ἡ σπουδαιότερη τῆς ζωῆς του. Χαράχτηκε μέσα του· γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ ἐπιστολῶν του γράφει· «Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ. 1,1. ῾Ρωμ. 1,1).
Πῶς καλεῖ; Τὰ μέσα τῆς κλήσεως στὴ σωτηρία καὶ μακαριότητα εἶνε ἄπειρα καὶ ποικίλα. Μελετώντας βίους ἁγίων μένεις κατάπληκτος.
Ἂς ὑπενθυμίσουμε τὴν κλῆσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τί ἦταν ὁ Παῦλος εἶνε γνωστό· ἀμείλικτος διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἦταν παρὼν στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ φρύαττε. Καταδίωκε τοὺς Χριστιανοὺς ὅπου τοὺς εὕρισκε. Ὡρμοῦσε σὲ αὐλὲς καὶ σπίτια, ἅρπαζε ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ δεμένους τοὺς ἔσερνε στὶς φυλακές. Μέρα – νύχτα πάσχιζε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὄχι μόνο στὰ Ἰεροσόλυμα ἀλλὰ κι ἀλλοῦ μακριά. Διψοῦσε αἷμα χριστιανικό. Οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ θὰ ἀγάλλονταν καὶ χαϊδεύοντας τὶς γενειάδες τους θὰ ἔλεγαν· Δέκα νὰ εἴχαμε σὰν τὸ Σαῦλο… Μὰ ἡ χαρά τους δὲν ἐπρόκειτο νὰ διαρκέσῃ πολύ. Ὁ Παῦλος δὲν θὰ πέθαινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτὸν ἦταν ἀσύλληπτο. Καὶ μιὰ μέρα, ἐνῷ πήγαινε μὲ συνοδεία στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ, πάνω στὸ δημόσιο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόλι, εἶδε ἀστραπὴ κι ἄκουσε φωνή· –«Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν». –«Τίς εἶ, Κύριε;», ρωτάει περίτρομος ὁ Παῦλος. –«Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις», ἦταν ἡ ἀπάντησι (Πράξ. 22,7-8· βλ. καὶ 26,14-15· 9,4-5). Τί δραματικὴ σκηνή! Ἂν ἔχῃς, ἀγαπητέ, Καινὴ Διαθήκη, ἄνοιξε ἀπόψε καὶ διάβασε μόνος σου τὰ κεφάλαια 9 22 καὶ 26 τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.
Ἡ κλῆσις τοῦ Παύλου στὸν Χριστιανισμὸ εἶνε βέβαια κάτι ξεχωριστό, εἶνε μία ἄμεση καὶ ἀπ᾿ εὐθείας κλῆσι· διαλαλεῖ πάντως, ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς δρόμους τοῦ σκότους καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Ἡ ὥρα αὐτὴ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν ἡ σπουδαιότερη τῆς ζωῆς του. Χαράχτηκε μέσα του· γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ ἐπιστολῶν του γράφει· «Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ. 1,1. ῾Ρωμ. 1,1).
* * *
«Κλητὸς» ὁ Παῦλος. Ἀλλὰ «κλητοὶ» εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς (βλ.
῾Ρωμ. 1,6-7· 8,28. Α΄ Κορ. 1,2,24. Ἰούδ. 1. Ἀπ. 17,14). Ἔχουμε ἀτομικὴ
πρόσκλησι. –Ἐμεῖς; μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, οὔτε φῶς εἴδαμε οὔτε φωνὴ
ἀκούσαμε ὅπως ἐκεῖνος. Ἄλλως τε, μικροὶ κι ἀσήμαντοι ἐμεῖς, δὲν
πρόκειται νὰ παίξουμε τέτοιο ῥόλο στὴν ἱστορία· ἄλλος Παῦλος δὲν
γεννιέται.
Παρὰ ταῦτα ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ. Μᾶς καλεῖ σὲ κάτι μεγαλειῶδες, στὴν ἀποστολὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ναί. Διὰ μέσου ὅσων θὰ γίνουν ὑπηρέτες καὶ μάρτυρες Χριστοῦ θὰ σωθῇ ὁ κόσμος. Μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶνε· ὅποιος ἔζησε στὴν ἁμαρτία καὶ μετὰ γνώρισε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς, ἔχει χρέος νὰ γίνῃ ὄργανο, ὥστε δι᾽ αὐτοῦ νὰ κληθοῦν καὶ ἄλλοι ν᾽ ἀπολαύσουν ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς εἶδε καὶ γεύθηκε κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἐκτελέσῃ τὸ ἱερὸ αὐτὸ χρέος.
–Μὰ ἐγώ, θὰ πῇ κάποιος, δὲν εἶμαι ὁ ἴδιος ἀκόμη βέβαιος ἂν μὲ κάλεσε ὁ Χριστός, κ᾽ ἐσὺ μοῦ λὲς νὰ προσκαλέσω ἄλλους;… Ἀδελφέ, τί λές, δὲν εἶσαι βέβαιος; Ἄγγελε, ποὺ φυλᾷς αὐτὴ τὴν ψυχή, πές της σὲ παρακαλῶ, πόσες φορὲς μέχρι σήμερα τῆς ἔφερες τὴν πρόσκλησι τοῦ Κυρίου «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28). Κι ὁ ἄγγελος ἄκου τί σοῦ ἀπαντᾷ·
Ἀπ᾽ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς σου ἄρχισαν οἱ προσκλήσεις. Σὲ οἰκογένεια χριστιανικὴ γεννήθηκες. Τὰ παιδικά σου μάτια, μόλις ἄρχισαν νὰ διακρίνουν, εἶδαν πάνω ἀπ᾽ τὴν κούνια σου τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Βαπτίσθηκες στὴν κολυμβήθρα, φωτίστηκες. Ντύθηκες στὰ λευκά. Σταυρὸ κρέμασαν στὸ στῆθος σου. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ ἔμαθες. Εἶδες τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα σου νὰ προσεύχωνται. Γνώρισες παραδείγματα ἀρετῆς.
Κάθε Κυριακὴ ἄκουγες νὰ κτυπάῃ ἡ καμπάνα, σὰ νὰ σοῦ λέῃ· «Παιδί μου, σὲ καλῶ στὸ μέγα δεῖπνο, σὲ συμπόσιο ὄχι κοιλιᾶς ἀλλὰ καρδιᾶς, νὰ κοινωνήσῃς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ». Ἄκουγες τὴν πρόσκλησι κ᾽ ἐρχόσουν στὸ ναό. Καὶ κάθε φορὰ ἄκουγες· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Πόσες φορὲς ὁ ἱεροκήρυκας δὲν κάλεσε ὅλους σὲ μετάνοια; Δὲν ἦταν τὰ κηρύγματα αὐτὰ προσκλήσεις;
Καὶ πέρα ἀπ᾽ αὐτά, τὰ μεγάλα – συγκλονιστικὰ γεγονότα, ποὺ διαδραματίσθηκαν στὴν οἰκογένειά σου, στὴν πόλι, στὴν πατρίδα, στὴν ἀνθρωπότητα, δὲν ἦταν κι αὐτὰ ἔκτακτες προσκλήσεις; Κ᾽ ἐκεῖνα τὰ θαύματα ποὺ εἶδες; Κ᾽ ἐκεῖνοι οἱ κίνδυνοι ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους σώθηκες; Δὲν ἦταν σάλπιγγες, ποὺ σὲ καλοῦσαν σὲ ἐπιστροφή; Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ στιγμή, ποὺ ἀκοῦς τὸ κήρυγμα τοῦτο, δὲν εἶνε μία ἀκόμη πρόσκλησι;
Πόσες προσκλήσεις! Ὄχι μία καὶ δύο ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ ἦρθαν καὶ μᾶς χτύπησαν, πιὸ σιγὰ ἢ πιὸ δυνατά, τὴν πόρτα καὶ μᾶς κάλεσαν· Εἶνε ὥρα, ἐλᾶτε, γιατί ἀναβάλλετε; Ἂν σᾶς καλοῦσε ἐπίγειος βασιλιᾶς στὰ ἀνάκτορα, δὲν θ᾽ ἀφήνατε κάθε ἀσχολία; Τώρα, ποὺ σᾶς καλεῖ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, θὰ πῆτε «Ἔχε με παρῃτημένον»;
Παρὰ ταῦτα ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ. Μᾶς καλεῖ σὲ κάτι μεγαλειῶδες, στὴν ἀποστολὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ναί. Διὰ μέσου ὅσων θὰ γίνουν ὑπηρέτες καὶ μάρτυρες Χριστοῦ θὰ σωθῇ ὁ κόσμος. Μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶνε· ὅποιος ἔζησε στὴν ἁμαρτία καὶ μετὰ γνώρισε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς, ἔχει χρέος νὰ γίνῃ ὄργανο, ὥστε δι᾽ αὐτοῦ νὰ κληθοῦν καὶ ἄλλοι ν᾽ ἀπολαύσουν ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς εἶδε καὶ γεύθηκε κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἐκτελέσῃ τὸ ἱερὸ αὐτὸ χρέος.
–Μὰ ἐγώ, θὰ πῇ κάποιος, δὲν εἶμαι ὁ ἴδιος ἀκόμη βέβαιος ἂν μὲ κάλεσε ὁ Χριστός, κ᾽ ἐσὺ μοῦ λὲς νὰ προσκαλέσω ἄλλους;… Ἀδελφέ, τί λές, δὲν εἶσαι βέβαιος; Ἄγγελε, ποὺ φυλᾷς αὐτὴ τὴν ψυχή, πές της σὲ παρακαλῶ, πόσες φορὲς μέχρι σήμερα τῆς ἔφερες τὴν πρόσκλησι τοῦ Κυρίου «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28). Κι ὁ ἄγγελος ἄκου τί σοῦ ἀπαντᾷ·
Ἀπ᾽ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς σου ἄρχισαν οἱ προσκλήσεις. Σὲ οἰκογένεια χριστιανικὴ γεννήθηκες. Τὰ παιδικά σου μάτια, μόλις ἄρχισαν νὰ διακρίνουν, εἶδαν πάνω ἀπ᾽ τὴν κούνια σου τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Βαπτίσθηκες στὴν κολυμβήθρα, φωτίστηκες. Ντύθηκες στὰ λευκά. Σταυρὸ κρέμασαν στὸ στῆθος σου. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ ἔμαθες. Εἶδες τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα σου νὰ προσεύχωνται. Γνώρισες παραδείγματα ἀρετῆς.
Κάθε Κυριακὴ ἄκουγες νὰ κτυπάῃ ἡ καμπάνα, σὰ νὰ σοῦ λέῃ· «Παιδί μου, σὲ καλῶ στὸ μέγα δεῖπνο, σὲ συμπόσιο ὄχι κοιλιᾶς ἀλλὰ καρδιᾶς, νὰ κοινωνήσῃς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ». Ἄκουγες τὴν πρόσκλησι κ᾽ ἐρχόσουν στὸ ναό. Καὶ κάθε φορὰ ἄκουγες· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Πόσες φορὲς ὁ ἱεροκήρυκας δὲν κάλεσε ὅλους σὲ μετάνοια; Δὲν ἦταν τὰ κηρύγματα αὐτὰ προσκλήσεις;
Καὶ πέρα ἀπ᾽ αὐτά, τὰ μεγάλα – συγκλονιστικὰ γεγονότα, ποὺ διαδραματίσθηκαν στὴν οἰκογένειά σου, στὴν πόλι, στὴν πατρίδα, στὴν ἀνθρωπότητα, δὲν ἦταν κι αὐτὰ ἔκτακτες προσκλήσεις; Κ᾽ ἐκεῖνα τὰ θαύματα ποὺ εἶδες; Κ᾽ ἐκεῖνοι οἱ κίνδυνοι ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους σώθηκες; Δὲν ἦταν σάλπιγγες, ποὺ σὲ καλοῦσαν σὲ ἐπιστροφή; Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ στιγμή, ποὺ ἀκοῦς τὸ κήρυγμα τοῦτο, δὲν εἶνε μία ἀκόμη πρόσκλησι;
Πόσες προσκλήσεις! Ὄχι μία καὶ δύο ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ ἦρθαν καὶ μᾶς χτύπησαν, πιὸ σιγὰ ἢ πιὸ δυνατά, τὴν πόρτα καὶ μᾶς κάλεσαν· Εἶνε ὥρα, ἐλᾶτε, γιατί ἀναβάλλετε; Ἂν σᾶς καλοῦσε ἐπίγειος βασιλιᾶς στὰ ἀνάκτορα, δὲν θ᾽ ἀφήνατε κάθε ἀσχολία; Τώρα, ποὺ σᾶς καλεῖ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, θὰ πῆτε «Ἔχε με παρῃτημένον»;
* * *
Ἀδελφοί!
Ὁ Κύριος καλεῖ ὄχι μόνο ἄτομα ἀπὸ «τὰς πλατείας καὶ ῥύμας» τοῦ κόσμου
(Λουκ. 14,21) ἀλλὰ καὶ οἰκογένειες καὶ πόλεις καὶ ἔθνη ὁλόκληρα. Ἄλλα
ἔθνη δέχονται, ἄλλα δὲν δέχονται τὴν τιμητική του πρόσκλησι. Ἔθνη καὶ
λαοί, ποὺ δὲν δέχονται τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ –ποὺ ἔτσι
ἀναγκάζονται νὰ «ἐκτινάξουν τὸν κονιορτὸν τῶν ὑποδημάτων των» (βλ. Ματθ.
10,14. Λουκ. 9,5· 10,11. Πράξ. 13,51) καὶ νὰ φύγουν μακριά–,
καταστρέφονται. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία.
Τὸ δικό μας ἔθνος εἶχε τὴν τιμὴ νὰ εἶνε ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ κλήθηκαν νὰ συμμετάσχουν στὸ μεγαλειῶδες καὶ αἰώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἐκλεκτοὶ ἀπεσταλμένοι τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Παῦλος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Βαρνάβας, ὁ Τίτος, ὁ Τιμόθεος, ἦρθαν καὶ κάλεσαν τοὺς προγόνους μας· «Ἐλᾶτε, Ἕλληνες, στὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο». Κ᾽ ἐκεῖνοι δέχτηκαν τὴν πρόσκλησι, ἄφησαν τὰ εἴδωλα. Ἡ Ἑλλὰς ἀπέβαλε τὰ ῥάκη τῆς εἰδωλολατρίας, ντύθηκε τὴ στολὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μετὰ ἔτρεξε νὰ φέρῃ τὴν πρόσκλησι τοῦ Εὐαγγελίου σὲ λαοὺς κοντὰ καὶ μακριά. Τὸ ἔθνος μας ἔγινε ὑπηρέτης καὶ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ;
Αὐτὰ δὲν τὰ λέμε ἀπὸ πνεῦμα ἐθνικισμοῦ, ποὺ εἶνε ξένο πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο. Τὰ λέμε, καὶ πρέπει νὰ τὰ λέμε, γιὰ νὰ ὑπενθυμίζουμε τὸ χρέος καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος κάλεσε τὸ ἔθνος μας γιὰ νὰ γίνῃ κι αὐτὸ «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πράξ. 9,15). Θαρρῶ πὼς βλέπω τὸν Παῦλο, τὸν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸν τόπο μας, νὰ στέκῃ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ πάνω στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος καὶ νὰ σαλπίζῃ· Ἕλληνες! «παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε» (Ἐφ. 4,1).
Τὸ δικό μας ἔθνος εἶχε τὴν τιμὴ νὰ εἶνε ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ κλήθηκαν νὰ συμμετάσχουν στὸ μεγαλειῶδες καὶ αἰώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἐκλεκτοὶ ἀπεσταλμένοι τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Παῦλος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Βαρνάβας, ὁ Τίτος, ὁ Τιμόθεος, ἦρθαν καὶ κάλεσαν τοὺς προγόνους μας· «Ἐλᾶτε, Ἕλληνες, στὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο». Κ᾽ ἐκεῖνοι δέχτηκαν τὴν πρόσκλησι, ἄφησαν τὰ εἴδωλα. Ἡ Ἑλλὰς ἀπέβαλε τὰ ῥάκη τῆς εἰδωλολατρίας, ντύθηκε τὴ στολὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μετὰ ἔτρεξε νὰ φέρῃ τὴν πρόσκλησι τοῦ Εὐαγγελίου σὲ λαοὺς κοντὰ καὶ μακριά. Τὸ ἔθνος μας ἔγινε ὑπηρέτης καὶ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ;
Αὐτὰ δὲν τὰ λέμε ἀπὸ πνεῦμα ἐθνικισμοῦ, ποὺ εἶνε ξένο πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο. Τὰ λέμε, καὶ πρέπει νὰ τὰ λέμε, γιὰ νὰ ὑπενθυμίζουμε τὸ χρέος καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος κάλεσε τὸ ἔθνος μας γιὰ νὰ γίνῃ κι αὐτὸ «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πράξ. 9,15). Θαρρῶ πὼς βλέπω τὸν Παῦλο, τὸν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸν τόπο μας, νὰ στέκῃ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ πάνω στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος καὶ νὰ σαλπίζῃ· Ἕλληνες! «παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε» (Ἐφ. 4,1).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=44867
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου