π. Δημητρίου Μπόκου
Ο Χριστός ανέβαινε για τελευταία φορά στα Ιεροσόλυμα για την εορτή του Πάσχα. Καθ’ οδόν προέλεγε στους μαθητές του τη σύλληψή του, τον μαρτυρικό του θάνατο, αλλά και την τριήμερη Ανάστασή του. Οι μαθητές του όμως δεν μπορούσαν ακόμα να κατανοήσουν το μυστήριο του Σταυρού και της Ανάστασης. Δεν είχαν λάβει τη φωτιστική χάρη του Αγίου Πνεύματος. Σκέφτονταν ακόμα ανθρώπινα. Θεωρούσαν τη βασιλεία του Χριστού επίγεια. Αναλογίζονταν ποια θέση θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν αυτοί σ’ αυτήν. Έτσι δυο απ’ αυτούς, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, ζήτησαν από τον Χριστό επίσημες θέσεις και αξιώματα (Κυριακή Ε΄ Νηστειών).
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος σημειώνει μάλιστα ότι δεν πήραν μόνοι τους οι δυο αδελφοί την πρωτοβουλία αυτή, αλλά μεσολάβησε η μητέρα τους, η Σαλώμη. Κόρη του κατά νόμον πατέρα του Χριστού, του μνήστορος Ιωσήφ, η Σαλώμη, ήταν από τον χορό των μυροφόρων. Θεωρώντας «αδελφό» της τον Χριστό, χρησιμοποίησε τα μεγάλα «μέσα» για να βολέψει τα παιδιά της. Τα έφερε λοιπόν στον «θείο» τους, τον Χριστό, για να εξασφαλίσει μια καλή θέση γι’ αυτά στην προσδοκώμενη βασιλεία του, που κατά τη γνώμη τους θα εγκαθιδρυόταν οσονούπω. Ο Χριστός βέβαια προσπάθησε να τους προσγειώσει με την πικρή διαπίστωσή του: «Δεν ξέρετε καν τί σας γίνετε»! Και τους δίδαξε ταπείνωση και όχι πρωτιές και αρχηγιλίκια.
Η μυροφόρα Σαλώμη με την κίνησή της αυτή κάνει έκδηλη τη γενική τάση του ανθρώπου να επιδιώκει πάντα ό,τι περισσότερο μπορεί και μάλιστα με το λιγότερο, ει δυνατόν, κόστος. Την καλύτερη θέση παντού. Είτε την αξίζει, είτε όχι. Χωρίς να διστάζει να χρησιμοποιήσει για την επίτευξη του σκοπού του ακόμα και αθέμιτα μέσα. Η τάση του να ανεβαίνει με κάθε τρόπο, να συγκαταλέγεται με τους τρανούς και σπουδαίους ακόμα κι αν δεν έχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο, να υπερτιμά τις ικανότητές του και τα δήθεν προτερήματά του, θυμίζουν το φαιδρό περιστατικό που διασώζει η λαϊκή θυμοσοφία για την κοσκινού και τους πραματευτάδες.
Τον παλιό καιρό γύριζαν, λέει, πλανόδιοι και ανέστιοι νομάδες στα χωριά για να πουλήσουν κόσκινα και καλάθια, δηλαδή τα πιο ευτελή πράγματα. Γύριζαν όμως και οι πραματευτάδες, που πουλούσαν καλά και ακριβά εμπορεύματα (πραμάτειες), όπως ρούχα και γυαλικά. Συναντήθηκαν λοιπόν κάποτε σ’ ένα χωριό η κοσκινού με τον πραματευτή. Η κοσκινού δεν είχε κάνει σεφτέ, δεν είχε πουλήσει ακόμα τίποτε. Ενώ ο πραματευτής δεν πρόφταινε να πουλάει. Η κοσκινού δεν μπορούσε να το καταπιεί. «Χαρά στα μούτρα!» λέει ξυνίζοντας τα δικά της μούτρα. «Ο άντρας μου είναι πολύ καλύτερός του». Γέλασαν οι χωριάτισσες γύρω της και είπαν: «Κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες!» Και έμεινε η παροιμία.
Καλό είναι να ξέρει ο καθένας τη θέση του. Λίγη ταπείνωση δεν βλάπτει.
Καλή ευλογημένη εβδομάδα!
Καλή Σαρακοστή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου