ΚΗΡΥΓΜΑ
Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου (Λουκ. 15,11-32)
H AMAΡTIA EINAI OIKONOMIKH XΡΕΩΚΟΠΙΑ
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
«Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. 15,13)
ΣΗΜΕΡΟΝ, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, σήμερον εἶνε ἡ ἑορτή μας.
―Μπά, περίεργον πρᾶγμα.
Ναί, σήμερον εἶνε ἡ ἑορτή μας. Ὅλοι ὅσοι εὑρισκόμεθα ἐδῶ εἰς τὸν ναὸν ἑορτάζομε σήμερα.
―Μὰ πῶς; Ἡμεῖς, θὰ πῆτε, ἑορτάζομε εἰς τὴν ἡμερομηνίαν ποὺ ἑορτάζει ὁ ἅγιός μας. Ἑορτάζουν οἱ Ἀντώνιοι τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, οἱ Νικόλαοι τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Νικολάου, οἱ Δημήτριοι τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Δημητρίου· αἱ γυναῖκες ἑορτάζουν κι αὐτὲς στὶς ἡμέρες ποὺ ἑορτάζουν αἱ ἅγιαι. Λοιπὸν πῶς μᾶς λές, ὅτι σήμερον ἑορτάζομεν;
―Μπά, περίεργον πρᾶγμα.
Ναί, σήμερον εἶνε ἡ ἑορτή μας. Ὅλοι ὅσοι εὑρισκόμεθα ἐδῶ εἰς τὸν ναὸν ἑορτάζομε σήμερα.
―Μὰ πῶς; Ἡμεῖς, θὰ πῆτε, ἑορτάζομε εἰς τὴν ἡμερομηνίαν ποὺ ἑορτάζει ὁ ἅγιός μας. Ἑορτάζουν οἱ Ἀντώνιοι τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, οἱ Νικόλαοι τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Νικολάου, οἱ Δημήτριοι τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Δημητρίου· αἱ γυναῖκες ἑορτάζουν κι αὐτὲς στὶς ἡμέρες ποὺ ἑορτάζουν αἱ ἅγιαι. Λοιπὸν πῶς μᾶς λές, ὅτι σήμερον ἑορτάζομεν;
Κι ὅμως ἐπιμένω καὶ λέγω· σήμερον εἶνε ἡ ἑορτή μας. Ὅλοι ὅσοι εὑρισκόμεθα ἐδῶ εἰς τὸν ναὸν ἑορτάζομεν, ἐκτὸς καὶ μόνον ἐὰν κανεὶς ἐδῶ μέσα εἶνε ἅγιος, εἶνε δίκαιος, εἶνε ἄγγελος κ᾿ ἔχῃ λευκὰ φτερὰ καὶ πετάῃ ἐπάνω στὰ ἄστρα καὶ νομίζῃ ὅτι ἔπιασε τὸν οὐρανό, αὐτὸς μόνον σήμερα δὲν θὰ ἑορτάζει, γιατὶ μοιάζει μὲ τὸν πρεσβύτερο υἱό.
Σήμερον λοιπὸν ὅλοι ἑορτάζομε, γιατὶ σήμερον εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἀσώτου, καὶ ὅλοι εἴμεθα ἄσωτοι. Γι’ αὐτὸ λέγω, ὅτι ὅλοι ἑορτάζομε. Καὶ εἴθε νὰ ἑορτάζωμεν. Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ μιμηθοῦμε μέχρις ἑνὸς σημείου τὸν Ἄσωτο, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦμε μέχρι τέλους. Διότι ὁ Ἄσωτος, ποὺ εἶνε σήμερον ἡ ἑορτή του καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν εἶνε ἡ ἑορτὴ καὶ ὅλων τῶν μετανοούντων ἁμαρτωλῶν, ἐβάδιζε τὸν δρόμο τὸν κακό, τὸν δρόμο τῆς διαφθορᾶς, τὸν δρόμο τῆς ἀποστασίας, τὸν δρόμο ποὺ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ ἀπὸ γκρεμὸ σὲ γκρεμὸ ἔφθασε στὸν χειρότερο γκρεμό. Καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς γκρεμοὺς ὁ χειρότερος εἶνε τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς ἀπογνώσεως. Καὶ ὅταν πλέον ἔφθασε στὸν τελευταῖο γκρεμὸ καὶ ἦταν ἕτοιμος ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ πέσῃ μέσα στὸ χάος τοῦ ᾅδου, τὴν ὥρα ἐκείνη μιὰ σκέψι τὸν ἔσωσε.
Τί ἀξίζει στὸν κόσμο μιὰ σκέψις! Δὲν δίδομεν σημασία στὰς σκέψεις. Ἀλλὰ εἶνε μεγάλη ἡ ὑπόθεσις τῆς σκέψεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴ σκέψι προέρχονται ὅλα τὰ ἐγκλήματα καὶ ὅλες οἱ ἀρετὲς κι ὅλα τὰ θαύματα.
Λοιπὸν μιὰ σκέψι ἔφθασε, σὰν ἀστραπή. Ὑπάρχουν σκέψεις ποὺ ῥίπτουν τὸν ἄνθρωπο στὸν ᾅδη, καὶ ὑπάρχουν σκέψεις ποὺ τὸν φθάνουν στὰ οὐράνια. Μιὰ σκέψις, ἀστραπὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἔφθασε γιὰ νὰ κάνῃ στροφὴ ὁ ἄσωτος.
Ὅπως ὁ ὁδηγός, ποὺ φθάνει στὴν ἄκρη τοῦ κρημνοῦ, καὶ ξαφνικὰ μὲ μιὰ ἐπιδέξια κίνησι κάνει στροφὴ 180 μοιρῶν καὶ κατορθώνει νὰ σώσῃ τὸ αὐτοκίνητό του, ἔτσι κι ὁ ἄσωτος. Κι ὅπως ὁ πλοίαρχος, ποὺ φθάνει κοντὰ σὲ βράχο, καὶ κατορθώνει κι αὐτὸς μὲ κάποια μεγάλη εὐστροφία ν’ ἀλλάξῃ τὴν πορεία τοῦ πλοίου καὶ νὰ σωθῇ, ἔτσι ἀκριβῶς κι ὁ ἄσωτος, τὴν τελευταία στιγμὴ ἔκανε μιὰ στροφή, στροφὴ σωτήριο, ἄλλαξε κατεύθυνσι, ἄλλαξε δρόμο, κ’ ἐκεῖ ποὺ πήγαινε γιὰ τὸν ᾅδη, ἐπῆγε πιὰ στὸν οὐρανό.
Ὤ παραβολή, ὤ κορωνὶς τῶν παραβολῶν, ὤ θαῦμα μέσα εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον! Κάποιος εἶπε ὅτι, κι ἂν ἐχάνετο τὸ Εὐαγγέλιο κι ἐσώζετο μόνο αὐτὴ ἡ παραβολή, ἔφθανε αὐτὴ καὶ μόνον ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι αὐτὸς ποὺ τὴν εἶπε δὲν ἦταν ἄνθρωπος ἀλλ᾿ ἦταν Θεός.
Τὸ θέμα τῆς παραβολῆς εἶνε ἀπέραντο. Γιατὶ τί μᾶς δείχνει αὐτὴ ἡ παραβολή; Μᾶς παρουσιάζει δύο δυνάμεις. Ἡ μία δύναμις, ποὺ συγκλονίζει τὸν κόσμον ὁλόκληρο κ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους, εἶνε ἡ ἁμαρτία.Ὅπως ὁ ἄνεμος πιάνει τὸ δέντρο καὶ τὸ κλονίζει ―εἶδες ὅταν φυσάῃ ἄνεμος καὶ τὸ κουνάῃ ἀπὸ τὴ ῥίζα καὶ τὰ κλαδιά, δὲν ὑπάρχει φύλλο ποὺ νὰ μὴ τὸ ταράζῃ· τὰ φύλλα μάλιστα ποὺ εἶνε πιὸ ψηλὰ ταράζονται πιὸ πολύ, ἐνῷ αὐτὰ ποὺ εἶνε χαμηλὰ ταράζονται λιγώτερο―. ὅπως λοιπὸν ὁ ἄνεμος ταράζει ὁλόκληρο τὸ δάσος, ἔτσι κι αὐτὴ ἡ δύναμις ταράζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Εἶνε ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία παίρνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ῥίπτει μέσα στὸ χάος, μέσα εἰς τὸ βάθος τοῦ ᾅδου.
Ἐνῷ ὅμως ἡ ἁμαρτία πιάνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει νὰ τὸν πατᾶνε ὅλες οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, ἀντιθέτως ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη δύναμις, μία δύναμις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει κάποιο χέρι μυστικὸ ποὺ εἶνε ἁπλωμένο ἐπάνω στὴν ἀνθρωπότητα· εἶνε κάποιο χέρι ποὺ εἶνε ἁπλωμένο παντοῦ καὶ μόνον τυφλοὶ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὸ χέρι αὐτὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν βραχίονα τὸν κραταιὸν τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ τὸ χέρι δὲν φθάνει μόνο μέχρι κάτω στὸν πάτο τῆς θαλάσσης, ποὺ εἶνε 8.000 μέτρα, ἀλλὰ φθάνει πιὸ βαθειά, στὸν πυθμένα τοῦ ᾅδου, ποὺ πέφτουν οἱ ἁμαρτωλοί. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ πιάνει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν σηκώνει ψηλὰ καὶ τὸν φέρνει ἐπάνω στὴν ἐπιφάνεια, ἐπάνω ἀπὸ τὰ κύματα, τὸν ὁδηγεῖ μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν κάνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τὸ θέμα λοιπὸν εἶνε μεγάλο. Ἀλλ’ ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν ἔχω καιρό, μέσα σὲ λίγα λεπτά, ν’ ἀναπτύξω τὸ θέμα τῆς παραβολῆς, ποὺ ζωγράφοι καὶ ποιηταὶ καὶ φιλόσοφοι ἔχουν γράψει καὶ ἐζωγράφισαν τόσα. Γι’ αὐτὸ ἀπ’ ὅλη τὴ θαυμασία αὐτὴ παραβολὴ ἕνα σημεῖο μόνον θέλω νὰ προσέξητε. Καὶ τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶνε ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ καὶ ὁ ἄθεος ἀκόμα νὰ τὸ προσέξῃ.
* * *
Ἡ ἁμαρτία, ἀδελφοί μου, ποὺ τὴ
νομίζουμε παιχνιδάκι ποὺ τὸ παίζομε ὅλοι στὰ χέρια σὰν τὰ ὄμορφα
παιχνιδάκια ποὺ παίζουν τὰ παιδιὰ τὴν Πρωτοχρονιά, ἡ ἁμαρτία δὲν εἶνε
παιχνίδι· εἶνε φωτιά, ποὺ καίει καὶ καταστρέφει. Διότι ἡ ἁμαρτία δὲν
ἔχει μόνον συνέπειες γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ ἀρχίζει μετὰ τὸν τάφο· γιατὶ ἡ ζωὴ
τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πραγματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἂς λένε ὅ,τι θέλουν οἱ
ἄπιστοι, ἡ πραγματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει μετὰ τὸν τάφο. Τὰ πρὸ τοῦ
τάφου δὲν εἶνε τίποτα. Μιὰ σελίδα εἶνε μέχρι τὸν τάφο. Ἀπ’ ἐκεῖ κ᾿
ἐμπρὸς ἀρχίζει ἡ ζωή, ἡ μεταθανάτιος ζωή, ἡ ἄπειρος καὶ ἀπέραντος ζωὴ
καὶ μακαριότης ἢ ἡ δυστυχία τοῦ ἀνθρώπου. Λοιπὸν ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει
συνέπειες μόνο γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ ἀρχίζει πέραν ἀπὸ τὸν τάφο, ἀλλ᾿ ἔχει
συνέπειες ἀκόμα κ᾿ ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἔχει συνέπειες, ποὺ πρέπει νὰ
τὶς προσέξῃ κάθε ἄνθρωπος.
Ἡ ἁμαρτία κλείνει τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου διὰ παντός. Καὶ ὑπάρχει ἕνα χρυσὸ κλειδί, ποὺ τὴν ἀνοίγει πάλι, καὶ τὸ χρυσὸ αὐτὸ κλειδί μὲ τὸ ὁποῖο εἰσέρχεσαι εἰς τὸν παράδεισο, εἶνε ἡ μετάνοια, ἡ μετάνοια αὐτὴ ποὺ ἀπέδειξε ὁ ἄσωτος.
Ἀλλ’ ἐκτὸς τῶν συνεπειῶν ποὺ ἔχει γιὰ τὴν μεταθανάτιο ζωὴ ἡ ἁμαρτία, ἔχει καὶ συνέπειες ἐδῶ στὸν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει σημασία μόνον ἐξ ἐπόψεως θρησκευτικῆς· ἡ ἁμαρτία δὲν εἶνε μόνον πνευματικὴ χρεωκοπία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρτία ἀκόμη εἶνε καὶ χρεωκοπία οἰκονομική. Διαλύει οἰκομονικὰ τὸ ἄτομον, τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ ἔθνη. Αὐτὸ τὸ σημεῖο μπορεῖ νὰ τὸ προσέξῃ καὶ ὁ ἄθεος ἀκόμη. Κι αὐτὸ τὸ σημεῖον σημειώνει ἡ παραβολὴ ὅταν λέγει, ὅτι ὁ ἄσωτος «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν (=περιουσίαν) αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. 15,13).
Ἡ ἁμαρτία εἶνε οἰκονομικὴ χρεωκοπία. Ἀπόδειξις πρῶτα – πρῶτα εἶνε ὁ ἄσωτος. Τί ἦταν πρῶτα; Φτωχαδάκι ἦταν; Ὄχι. Ἐπῆρε μερίδιο ἀπὸ κληρονομιὰ τεραστία, τὸ ἔκανε ῥευστό, τὸ ἔβαλε στὸ πορτοφόλι του καὶ γέμισε τὸ πουγγί του ἀπὸ χρυσᾶ νομίσματα. Καὶ τί τὰ ἔκανε; ποῦ ἐξώδεψε αὐτὴ τὴν τεραστία κληρονομιὰ ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν καλὸ πατέρα του; Μὰ τὸ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο· ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες.
Δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν νέο πιὸ μεγάλη καταστροφὴ ἀπὸ τὸ νὰ μπλέξῃ μὲ κακὴ παρέα. Θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ ὁ νέος καὶ ἡ νέα θὰ καταρασθοῦν τὸν ἄλφα – βῆτα φίλο ἢ φίλη.
Ἔτσι καὶ ὁ ἄσωτος ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες κι ἄρχισε νὰ ἐξοδεύῃ τὴν περιουσία του στὶς διασκεδάσεις, στὰ γλέντια, στὰ γύναια τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ στὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς. Ἐξώδευε χίλιες καὶ δὲν εἰσέπραττε οὔτε μία. Τὸ τέλος ποιό ἦτο; Ἦρθε στιγμή, αὐτὸς ποὺ εἶχε τὰ πορτοφόλια του γεμᾶτα καὶ βαρυφορτωμένα σὰν ὑπερωκεάνια, ἔφθασε νὰ μὴ ἔχῃ οὔτε ἕνα φράγκο. Καὶ ὁ πρίγκιπας, ποὺ ζοῦσε πριγκιπικὰ μέσα στὸ παλάτι τοῦ πατέρα του, κατήντησε νὰ γίνῃ ψωμοζήτης. Ἔπεσε σὲ τέτοια φτώχεια, αὐτὸς ποὺ ἦταν ντυμένος μέσα στὰ μεταξωτὰ καὶ σ’ ὅλη τὴν εὐμάρεια καὶ ἄνεσι τῶν ἀνακτόρων τοῦ πατρός του, κατήντησε μέχρι τοιούτου σημείου, ὥστε νὰ ζητήσῃ θέσι χοιροβοσκοῦ καὶ νὰ κλέβῃ τὰ χαρούπια. Βλέπομε ἐδῶ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἀσώτου, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε χρεωκοπία οἰκονομική. Ἐχρεωκόπησε μέσα στὴν ἁμαρτία ὁ ἄσωτος.
Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα, ἀδελφοί μου. Πολύ συγγένεια μὲ τὸν ἄσωτο ὑπάρχει. Γιατὶ ἐγὼ πιστεύω, ὅτι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ κανείς δὲν γίνεται πλούσιος. Μόνον μὲ τὸν διάβολο μπορεῖ νὰ γίνῃ κανεὶς πλούσιος. Πιστὸν ἀντίγραφον τῆς ζωῆς τοῦ ἀσώτου εἶνε οἱ σημερινοὶ πλούσιοι. Ναί. Δὲν τοὺς βλέπετε; Ἔχουν καὶ σπίτια, ἔχουν καὶ ἐπαύλεις, ἔχουν καὶ πλοῖα ποὺ γέμισαν τὴ Μεσόγειο, ἔχουν ῥάβδους χρυσοῦ, καταθέσεις εἰς τὰς τραπέζας κ.λπ.. Τὰ χρήματα αὐτὰ τί τὰ κάνουν; Εἴδατε κανένα ἀπὸ αὐτοὺς νὰ κτίζῃ σχολειό, ἐκκλησία, νὰ προικίζῃ ἄπορα κορίτσια, νὰ βοηθάῃ τοὺς πτωχούς, νὰ σκορπάῃ τὰ χρήματά του σὰν βροχή, ὅπως εἶνε ἡ βροχὴ ἡ χρυσῆ; (ἡ βροχὴ δὲν πέφτει σ’ ἕνα μέρος, πέφτει καὶ ποτίζει ὅλη τὴ γῆ. Ποτίζει τὸ λουλούδι, ποτίζει τὸ δένδρο, ὅλα τὰ ποτίζει. Ἴση κατανομὴ τῆς βροχῆς γίνεται πάνω στὴν ὑφήλιο). Σὰν μιὰ νεφέλη καὶ ὁ πλούσιος, θὰ σκορποῦσε τ᾿ ἀγαθά του καὶ θὰ ἐδρόσιζε τὴν κατάξηρο γῆ. Αὐτοὶ ὅμως τί τὰ κάνουν; Δὲν διαβάζετε; Ὁ ἕνας ἐφοπλιστὴς δὲν τοῦ ἔφταναν οἱ πολυκατοικίες, ἀλλ’ ἔκτισε μιὰ φωλιὰ ἀπὸ τὰ καλύτερα μάρμαρα σ’ ἕνα βουνὸ τῶν Βαυαρικῶν ὀρέων καὶ ἐκεῖ ἀνεβαίνει μὲ ἑλικόπτερο γιὰ ν᾿ ἀπολαμβάνῃ τὰ κάλλη τῆς φύσεως. Βλέπεις τὸν ἄλλον, ἔχει ἐπίπλωσι πολυτελείας ποὺ κοστίζει ἀμύθητα ποσά, τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν οὔτε οἱ μεγαλύτεροι μαχαραγιᾶδες. Ἔχει πάνω στὰ τραπέζια σταχτοθῆκες στολισμένες μὲ διαμάντια, ποὺ τὴ νύχτα τὴν κάνουν ἡμέρα· σταχτοθῆκες μὲ διαμάντια γιὰ τὴ στάχτη τῶν τσιγάρων τους. Ὁ ἄλλος κατασκευάζει μία θαλαμηγό, γιὰ νὰ γυρίζῃ τὴν Μεσόγειο καὶ νὰ γλεντοκοπᾷ μὲ τὶς πόρνες. Τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ πολυτελῆ θαλαμηγό, δὲν τὴν κάνουν οἱ Ἀμερικάνοι, τὴν κάνει Ἕλλην ἐφοπλιστής. Θὰ στοιχίσῃ 400.000 λίρες ἐγγλέζικες. Τέτοια πολυτέλεια ποὺ ἔχει μέσα, εἶνε κάτι τὸ ἀφάνταστο. Μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴ φράσι, ὅτι καὶ τὰ ἀποχωρητήρια ἀκόμη αὐτῆς τῆς θαλαμηγοῦ θὰ εἶνε φτειαγμένα ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα!
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ σημερινοὶ πλούσιοι «ζοῦν ἀσώτως» (ἔ.ἀ.). Καὶ τὰ χρήματα αὐτά, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ὠφελήσουν τὸν κόσμο, αὐτοὶ τὰ σπαταλοῦν στὸ διάβολο. «Διεσκόρπισαν τὴν περιουσία τους ζῶντες ἀσώτως».
Ἄ, εἶνε εὐχάριστο τὸ τροπάριο. Φτωχαδάκια ἐσεῖς ἐδῶ μέσα ὅλοι, μὲ κάποια εὐχαρίστησι ἀκοῦτε τὸ τροπάριο αὐτὸ ποὺ ψάλλει ὁ ἱεροκήρυκας ἐναντίον τῶν ἑκατομμυριούχων καὶ τῶν πλουσίων. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, μιὰ βαθυτέρα ἔρευνα τῆς κοινωνίας ἀποδεικνύει, ὅτι ἄσωτοι δὲν εἶνε μόνο αὐτοὶ ποὺ εἶνε οἱ πρίγκιπες τοῦ πλούτου. Πρέπει νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ὅτι ἄσωτοι εἶνε ἀκόμη καὶ οἱ ἐργάται. Μάλιστα.
Τὸν βλέπεις αὐτὸν τὸν ἐργάτη, ποὺ ἔχει ὅλο ῥόζους στὰ χέρια, ποὺ εἶνε μουντζουρωμένος ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο, ποὺ στύβεται ὁλόκληρο τὸ κορμί του ὅπως στύβουν τὴ λεμονόκουπα; Εἶνε ἄξιος πάσης τιμῆς καὶ ὑπολήψεως, εἶνε ὁ πρίγκιπας τῆς κοινωνίας. Ἀλλὰ τί κάνει; Τὸ Σάββατο πληρώνεται. Παίρνει τὰ χρήματά του τὰ ἱερά, ποὺ στάζουν ἱδρῶτα. Ἀντὶ ὅμως μὲ τὰ χρήματά του ν’ ἀγοράσῃ ἕνα φουστάνι τῆς γυναίκας του, ποὺ περπατᾷ ξυπόλητη στὴ γειτονιά, ἀντὶ νὰ πάρῃ μερικὰ τετράδια καὶ μολύβια τοῦ παιδιοῦ του, ἀντὶ ν᾿ ἀγοράσῃ λίγο γάλα, ἀντὶ νὰ πάρῃ μιὰ τροφὴ καθαρὰ τὴν Κυριακή, ἀντὶ τέλος πάντων νὰ προσφέρῃ κι αὐτὸς στὴν οἰκογένειά του μιὰ διασκέδασι κατὰ Χριστόν, αὐτὸς τὸ βράδι θὰ πάῃ στὸ κέντρο τὸ ἁμαρτωλό, θὰ πάῃ στὴν ταβέρνα, θὰ πάῃ στὸν κινηματογράφο, θὰ πάῃ κάτω στὰ ἱπποδρόμια καὶ στὴ μπάλλα. Ἄ, ἐλησμόνησα. Τώρα τελευταῖα εὑρῆκε ἕνα μηχάνημα ὁ διάβολος, ποὺ ξαφρίζει τὰ πορτοφόλια μικρῶν καὶ μεγάλων καὶ ἰδίως τῶν ἐργατικῶν τάξεων, κι αὐτὸ τὸ μηχάνημα μὲ τὸ ὁποῖο παίρνει τὰ χρήματα ὁ διάβολος καὶ τὰ σκορπάει, ποὺ μποροῦσαν νὰ γίνουν τετράδια, μολύβια, νὰ γίνουν φάρμακα, νὰ γίνουν φουστάνια, νὰ γίνουν ῥοῦχα…, τὸ μηχάνημα αὐτὸ εἶνε τὰ τυχερὰ παιχνίδια, εἶνε (χαρτιά, τὰ λαχεῖα, )τὸ προ-πό, (τὸ λόττο, τὸ ξυστό).
Ὥστε δὲν ζοῦν ἄσωτα μόνον οἱ πλούσιοι· ζοῦν ἄσωτα καὶ οἱ πτωχοί, ζοῦν ἄσωτα καὶ οἱ ἐργάται. Δὲν εἶνε μόνον ἡ ἀδικία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνον ἡ φτώχεια, τὸ Δὲν ἔχω…, δὲν ἔχω…· ἀλλὰ εἶνε καὶ ἡ ἀσωτία. Δῶσε στὸν ἕνα ἐργάτη 100 καὶ 200 καὶ 300 χιλιάδες δραχμές. Ὅταν εἶνε ἄσωτος, δὲν θὰ μείνῃ μιὰ δραχμή. Ἐνῷ ὁ ἄλλος ὁ ἐργάτης, ποὺ εἶνε τίμιος καὶ ἄνθρωπος θρῆσκος, κατορθώνει νὰ κάνῃ οἰκονομία, καὶ τὸν βλέπεις καὶ κτίζει μὲ τὰ χέρια του τὸ σπιτάκι του. Δὲν εἶνε μονάχα νὰ δώσωμε ἡμερομίσθιο πλούσιο, ἀλλὰ πρέπει πρωτίστως ὁ ἐργάτης νὰ εἶνε ἄνθρωπος ἐγκρατής, νὰ μὴ ξοδεύῃ καὶ σπαταλᾷ τὰ χρήματά του σὰν τὸν ἄσωτο μέσα στὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς.
Ἡ ἁμαρτία εἶνε χρεωκοπία· χρεωκοπία τῶν πλουσίων, τῶν φτωχῶν, χρεωκοπία τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου. Θέλετε νὰ δῆτε παράδειγμα; Πάρτε τὰ κράτη.
Ἀνοῖξτε τὸν προϋπολογισμό, γιὰ νὰ δῆτε τί κάνει ἡ ἁμαρτία. Στὴ γῆ δὲν ὑπάρχει πιὸ πολυέξοδο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Θέλει λεπτὰ ὁ διάβολος, θέλει λεφτὰ ἡ ἁμαρτία. Ἂν ἀνοίξετε τὸν προϋπολογισμό, σὲ πιάνει ίλιγγος. Ἀστρονομικὰ ποσά. Ποῦ πᾶνε; Ποῦ πάει τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ τῶν προϋπολογισμῶν τῶν κρατῶν; Στὰ γεφύρια, στὰ σχολεῖα, σὲ ἔργα ὠφέλιμα; Ὄχι, τὰ ξοδεύουν στὰ ἐργοστάσιά των τὰ φοβερά, τὰ ξοδεύουν γιὰ τὰ ἀεροπλάνα τους, τὰ ξοδεύουν γιὰ τὰ πολεμικά τους πλοῖα, τὰ ξοδεύουν γιὰ τὶς πυρηνικές των βόμβες, τὰ ξοδεύουν γιὰ τὸν διάβολο. Γιὰ σκεφθῆτε, αὐτὰ τὰ κονδύλια τὰ μεγάλα, αὐτὰ τὰ ἑκατομμύρια δολλάρια, τὰ ἑκατομμύρια ῥούβλια, τὰ ἑκατομμύρια λιρῶν, ποὺ κάνουν ὁλόκληρη πυραμίδα, γιὰ φαντασθῆτε τὰ χρήματα αὐτά, τὰ ἄσωτα κράτη νὰ μὴ τὰ ξοδεύουν πλέον γιὰ τὴν καταστροφή. Νὰ σβήσωμεν τὴν λέξι «πόλεμος» ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ λεξικό. Γιὰ φαντασθῆτε, τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ ξοδεύωνται γιὰ τὴν εἰρήνη! Ὤ, τί εὐτυχία! Καὶ τὰ βράχια θὰ τινάξουν ῥόδα, καὶ ἡ Σαχάρα θὰ γινόταν μπαξές. Ὦ ἄσωτοι! Ὦ Εὐαγγέλιο, ἄν σ᾿ ἐφήρμοζαν οἱ ἄνθρωποι!
«…Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν ἡ ἀνθρωπότης τὴν οὐσίαν αὐτῆς ζῶσα ἀσώτως».
Ἡ ἁμαρτία κλείνει τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου διὰ παντός. Καὶ ὑπάρχει ἕνα χρυσὸ κλειδί, ποὺ τὴν ἀνοίγει πάλι, καὶ τὸ χρυσὸ αὐτὸ κλειδί μὲ τὸ ὁποῖο εἰσέρχεσαι εἰς τὸν παράδεισο, εἶνε ἡ μετάνοια, ἡ μετάνοια αὐτὴ ποὺ ἀπέδειξε ὁ ἄσωτος.
Ἀλλ’ ἐκτὸς τῶν συνεπειῶν ποὺ ἔχει γιὰ τὴν μεταθανάτιο ζωὴ ἡ ἁμαρτία, ἔχει καὶ συνέπειες ἐδῶ στὸν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει σημασία μόνον ἐξ ἐπόψεως θρησκευτικῆς· ἡ ἁμαρτία δὲν εἶνε μόνον πνευματικὴ χρεωκοπία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρτία ἀκόμη εἶνε καὶ χρεωκοπία οἰκονομική. Διαλύει οἰκομονικὰ τὸ ἄτομον, τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ ἔθνη. Αὐτὸ τὸ σημεῖο μπορεῖ νὰ τὸ προσέξῃ καὶ ὁ ἄθεος ἀκόμη. Κι αὐτὸ τὸ σημεῖον σημειώνει ἡ παραβολὴ ὅταν λέγει, ὅτι ὁ ἄσωτος «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν (=περιουσίαν) αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. 15,13).
Ἡ ἁμαρτία εἶνε οἰκονομικὴ χρεωκοπία. Ἀπόδειξις πρῶτα – πρῶτα εἶνε ὁ ἄσωτος. Τί ἦταν πρῶτα; Φτωχαδάκι ἦταν; Ὄχι. Ἐπῆρε μερίδιο ἀπὸ κληρονομιὰ τεραστία, τὸ ἔκανε ῥευστό, τὸ ἔβαλε στὸ πορτοφόλι του καὶ γέμισε τὸ πουγγί του ἀπὸ χρυσᾶ νομίσματα. Καὶ τί τὰ ἔκανε; ποῦ ἐξώδεψε αὐτὴ τὴν τεραστία κληρονομιὰ ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν καλὸ πατέρα του; Μὰ τὸ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο· ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες.
Δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν νέο πιὸ μεγάλη καταστροφὴ ἀπὸ τὸ νὰ μπλέξῃ μὲ κακὴ παρέα. Θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ ὁ νέος καὶ ἡ νέα θὰ καταρασθοῦν τὸν ἄλφα – βῆτα φίλο ἢ φίλη.
Ἔτσι καὶ ὁ ἄσωτος ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες κι ἄρχισε νὰ ἐξοδεύῃ τὴν περιουσία του στὶς διασκεδάσεις, στὰ γλέντια, στὰ γύναια τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ στὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς. Ἐξώδευε χίλιες καὶ δὲν εἰσέπραττε οὔτε μία. Τὸ τέλος ποιό ἦτο; Ἦρθε στιγμή, αὐτὸς ποὺ εἶχε τὰ πορτοφόλια του γεμᾶτα καὶ βαρυφορτωμένα σὰν ὑπερωκεάνια, ἔφθασε νὰ μὴ ἔχῃ οὔτε ἕνα φράγκο. Καὶ ὁ πρίγκιπας, ποὺ ζοῦσε πριγκιπικὰ μέσα στὸ παλάτι τοῦ πατέρα του, κατήντησε νὰ γίνῃ ψωμοζήτης. Ἔπεσε σὲ τέτοια φτώχεια, αὐτὸς ποὺ ἦταν ντυμένος μέσα στὰ μεταξωτὰ καὶ σ’ ὅλη τὴν εὐμάρεια καὶ ἄνεσι τῶν ἀνακτόρων τοῦ πατρός του, κατήντησε μέχρι τοιούτου σημείου, ὥστε νὰ ζητήσῃ θέσι χοιροβοσκοῦ καὶ νὰ κλέβῃ τὰ χαρούπια. Βλέπομε ἐδῶ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἀσώτου, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε χρεωκοπία οἰκονομική. Ἐχρεωκόπησε μέσα στὴν ἁμαρτία ὁ ἄσωτος.
Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα, ἀδελφοί μου. Πολύ συγγένεια μὲ τὸν ἄσωτο ὑπάρχει. Γιατὶ ἐγὼ πιστεύω, ὅτι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ κανείς δὲν γίνεται πλούσιος. Μόνον μὲ τὸν διάβολο μπορεῖ νὰ γίνῃ κανεὶς πλούσιος. Πιστὸν ἀντίγραφον τῆς ζωῆς τοῦ ἀσώτου εἶνε οἱ σημερινοὶ πλούσιοι. Ναί. Δὲν τοὺς βλέπετε; Ἔχουν καὶ σπίτια, ἔχουν καὶ ἐπαύλεις, ἔχουν καὶ πλοῖα ποὺ γέμισαν τὴ Μεσόγειο, ἔχουν ῥάβδους χρυσοῦ, καταθέσεις εἰς τὰς τραπέζας κ.λπ.. Τὰ χρήματα αὐτὰ τί τὰ κάνουν; Εἴδατε κανένα ἀπὸ αὐτοὺς νὰ κτίζῃ σχολειό, ἐκκλησία, νὰ προικίζῃ ἄπορα κορίτσια, νὰ βοηθάῃ τοὺς πτωχούς, νὰ σκορπάῃ τὰ χρήματά του σὰν βροχή, ὅπως εἶνε ἡ βροχὴ ἡ χρυσῆ; (ἡ βροχὴ δὲν πέφτει σ’ ἕνα μέρος, πέφτει καὶ ποτίζει ὅλη τὴ γῆ. Ποτίζει τὸ λουλούδι, ποτίζει τὸ δένδρο, ὅλα τὰ ποτίζει. Ἴση κατανομὴ τῆς βροχῆς γίνεται πάνω στὴν ὑφήλιο). Σὰν μιὰ νεφέλη καὶ ὁ πλούσιος, θὰ σκορποῦσε τ᾿ ἀγαθά του καὶ θὰ ἐδρόσιζε τὴν κατάξηρο γῆ. Αὐτοὶ ὅμως τί τὰ κάνουν; Δὲν διαβάζετε; Ὁ ἕνας ἐφοπλιστὴς δὲν τοῦ ἔφταναν οἱ πολυκατοικίες, ἀλλ’ ἔκτισε μιὰ φωλιὰ ἀπὸ τὰ καλύτερα μάρμαρα σ’ ἕνα βουνὸ τῶν Βαυαρικῶν ὀρέων καὶ ἐκεῖ ἀνεβαίνει μὲ ἑλικόπτερο γιὰ ν᾿ ἀπολαμβάνῃ τὰ κάλλη τῆς φύσεως. Βλέπεις τὸν ἄλλον, ἔχει ἐπίπλωσι πολυτελείας ποὺ κοστίζει ἀμύθητα ποσά, τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν οὔτε οἱ μεγαλύτεροι μαχαραγιᾶδες. Ἔχει πάνω στὰ τραπέζια σταχτοθῆκες στολισμένες μὲ διαμάντια, ποὺ τὴ νύχτα τὴν κάνουν ἡμέρα· σταχτοθῆκες μὲ διαμάντια γιὰ τὴ στάχτη τῶν τσιγάρων τους. Ὁ ἄλλος κατασκευάζει μία θαλαμηγό, γιὰ νὰ γυρίζῃ τὴν Μεσόγειο καὶ νὰ γλεντοκοπᾷ μὲ τὶς πόρνες. Τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ πολυτελῆ θαλαμηγό, δὲν τὴν κάνουν οἱ Ἀμερικάνοι, τὴν κάνει Ἕλλην ἐφοπλιστής. Θὰ στοιχίσῃ 400.000 λίρες ἐγγλέζικες. Τέτοια πολυτέλεια ποὺ ἔχει μέσα, εἶνε κάτι τὸ ἀφάνταστο. Μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴ φράσι, ὅτι καὶ τὰ ἀποχωρητήρια ἀκόμη αὐτῆς τῆς θαλαμηγοῦ θὰ εἶνε φτειαγμένα ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα!
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ σημερινοὶ πλούσιοι «ζοῦν ἀσώτως» (ἔ.ἀ.). Καὶ τὰ χρήματα αὐτά, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ὠφελήσουν τὸν κόσμο, αὐτοὶ τὰ σπαταλοῦν στὸ διάβολο. «Διεσκόρπισαν τὴν περιουσία τους ζῶντες ἀσώτως».
Ἄ, εἶνε εὐχάριστο τὸ τροπάριο. Φτωχαδάκια ἐσεῖς ἐδῶ μέσα ὅλοι, μὲ κάποια εὐχαρίστησι ἀκοῦτε τὸ τροπάριο αὐτὸ ποὺ ψάλλει ὁ ἱεροκήρυκας ἐναντίον τῶν ἑκατομμυριούχων καὶ τῶν πλουσίων. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, μιὰ βαθυτέρα ἔρευνα τῆς κοινωνίας ἀποδεικνύει, ὅτι ἄσωτοι δὲν εἶνε μόνο αὐτοὶ ποὺ εἶνε οἱ πρίγκιπες τοῦ πλούτου. Πρέπει νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ὅτι ἄσωτοι εἶνε ἀκόμη καὶ οἱ ἐργάται. Μάλιστα.
Τὸν βλέπεις αὐτὸν τὸν ἐργάτη, ποὺ ἔχει ὅλο ῥόζους στὰ χέρια, ποὺ εἶνε μουντζουρωμένος ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο, ποὺ στύβεται ὁλόκληρο τὸ κορμί του ὅπως στύβουν τὴ λεμονόκουπα; Εἶνε ἄξιος πάσης τιμῆς καὶ ὑπολήψεως, εἶνε ὁ πρίγκιπας τῆς κοινωνίας. Ἀλλὰ τί κάνει; Τὸ Σάββατο πληρώνεται. Παίρνει τὰ χρήματά του τὰ ἱερά, ποὺ στάζουν ἱδρῶτα. Ἀντὶ ὅμως μὲ τὰ χρήματά του ν’ ἀγοράσῃ ἕνα φουστάνι τῆς γυναίκας του, ποὺ περπατᾷ ξυπόλητη στὴ γειτονιά, ἀντὶ νὰ πάρῃ μερικὰ τετράδια καὶ μολύβια τοῦ παιδιοῦ του, ἀντὶ ν᾿ ἀγοράσῃ λίγο γάλα, ἀντὶ νὰ πάρῃ μιὰ τροφὴ καθαρὰ τὴν Κυριακή, ἀντὶ τέλος πάντων νὰ προσφέρῃ κι αὐτὸς στὴν οἰκογένειά του μιὰ διασκέδασι κατὰ Χριστόν, αὐτὸς τὸ βράδι θὰ πάῃ στὸ κέντρο τὸ ἁμαρτωλό, θὰ πάῃ στὴν ταβέρνα, θὰ πάῃ στὸν κινηματογράφο, θὰ πάῃ κάτω στὰ ἱπποδρόμια καὶ στὴ μπάλλα. Ἄ, ἐλησμόνησα. Τώρα τελευταῖα εὑρῆκε ἕνα μηχάνημα ὁ διάβολος, ποὺ ξαφρίζει τὰ πορτοφόλια μικρῶν καὶ μεγάλων καὶ ἰδίως τῶν ἐργατικῶν τάξεων, κι αὐτὸ τὸ μηχάνημα μὲ τὸ ὁποῖο παίρνει τὰ χρήματα ὁ διάβολος καὶ τὰ σκορπάει, ποὺ μποροῦσαν νὰ γίνουν τετράδια, μολύβια, νὰ γίνουν φάρμακα, νὰ γίνουν φουστάνια, νὰ γίνουν ῥοῦχα…, τὸ μηχάνημα αὐτὸ εἶνε τὰ τυχερὰ παιχνίδια, εἶνε (χαρτιά, τὰ λαχεῖα, )τὸ προ-πό, (τὸ λόττο, τὸ ξυστό).
Ὥστε δὲν ζοῦν ἄσωτα μόνον οἱ πλούσιοι· ζοῦν ἄσωτα καὶ οἱ πτωχοί, ζοῦν ἄσωτα καὶ οἱ ἐργάται. Δὲν εἶνε μόνον ἡ ἀδικία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνον ἡ φτώχεια, τὸ Δὲν ἔχω…, δὲν ἔχω…· ἀλλὰ εἶνε καὶ ἡ ἀσωτία. Δῶσε στὸν ἕνα ἐργάτη 100 καὶ 200 καὶ 300 χιλιάδες δραχμές. Ὅταν εἶνε ἄσωτος, δὲν θὰ μείνῃ μιὰ δραχμή. Ἐνῷ ὁ ἄλλος ὁ ἐργάτης, ποὺ εἶνε τίμιος καὶ ἄνθρωπος θρῆσκος, κατορθώνει νὰ κάνῃ οἰκονομία, καὶ τὸν βλέπεις καὶ κτίζει μὲ τὰ χέρια του τὸ σπιτάκι του. Δὲν εἶνε μονάχα νὰ δώσωμε ἡμερομίσθιο πλούσιο, ἀλλὰ πρέπει πρωτίστως ὁ ἐργάτης νὰ εἶνε ἄνθρωπος ἐγκρατής, νὰ μὴ ξοδεύῃ καὶ σπαταλᾷ τὰ χρήματά του σὰν τὸν ἄσωτο μέσα στὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς.
Ἡ ἁμαρτία εἶνε χρεωκοπία· χρεωκοπία τῶν πλουσίων, τῶν φτωχῶν, χρεωκοπία τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου. Θέλετε νὰ δῆτε παράδειγμα; Πάρτε τὰ κράτη.
Ἀνοῖξτε τὸν προϋπολογισμό, γιὰ νὰ δῆτε τί κάνει ἡ ἁμαρτία. Στὴ γῆ δὲν ὑπάρχει πιὸ πολυέξοδο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Θέλει λεπτὰ ὁ διάβολος, θέλει λεφτὰ ἡ ἁμαρτία. Ἂν ἀνοίξετε τὸν προϋπολογισμό, σὲ πιάνει ίλιγγος. Ἀστρονομικὰ ποσά. Ποῦ πᾶνε; Ποῦ πάει τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ τῶν προϋπολογισμῶν τῶν κρατῶν; Στὰ γεφύρια, στὰ σχολεῖα, σὲ ἔργα ὠφέλιμα; Ὄχι, τὰ ξοδεύουν στὰ ἐργοστάσιά των τὰ φοβερά, τὰ ξοδεύουν γιὰ τὰ ἀεροπλάνα τους, τὰ ξοδεύουν γιὰ τὰ πολεμικά τους πλοῖα, τὰ ξοδεύουν γιὰ τὶς πυρηνικές των βόμβες, τὰ ξοδεύουν γιὰ τὸν διάβολο. Γιὰ σκεφθῆτε, αὐτὰ τὰ κονδύλια τὰ μεγάλα, αὐτὰ τὰ ἑκατομμύρια δολλάρια, τὰ ἑκατομμύρια ῥούβλια, τὰ ἑκατομμύρια λιρῶν, ποὺ κάνουν ὁλόκληρη πυραμίδα, γιὰ φαντασθῆτε τὰ χρήματα αὐτά, τὰ ἄσωτα κράτη νὰ μὴ τὰ ξοδεύουν πλέον γιὰ τὴν καταστροφή. Νὰ σβήσωμεν τὴν λέξι «πόλεμος» ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ λεξικό. Γιὰ φαντασθῆτε, τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ ξοδεύωνται γιὰ τὴν εἰρήνη! Ὤ, τί εὐτυχία! Καὶ τὰ βράχια θὰ τινάξουν ῥόδα, καὶ ἡ Σαχάρα θὰ γινόταν μπαξές. Ὦ ἄσωτοι! Ὦ Εὐαγγέλιο, ἄν σ᾿ ἐφήρμοζαν οἱ ἄνθρωποι!
«…Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν ἡ ἀνθρωπότης τὴν οὐσίαν αὐτῆς ζῶσα ἀσώτως».
* * *
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, σᾶς ἀπέδειξα
μὲ τὰ λίγα αὐτὰ λόγια, ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει μόνον συνεπείας διὰ τὴν
μετὰ θάνατον ζωήν, ἀλλ᾿ ἔχει συνεπείας καὶ δι’ αὐτὴν τὴν ζωήν. «Τὰ
ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥωμ. 6,23). Ναί.
Κάθε ἡμέρα εἶνε ἡμέρα ἀσωτίας. Ἀλλὰ ἂν ὑπάρχῃ μιὰ περίοδος τοῦ χρόνου ποὺ εἶνε κατ’ ἐξοχὴν περίοδος ἀσωτίας, εἶνε ἡ περίοδος αὐτὴ τοῦ Τριῳδίου, ποὺ μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ μαθήματά της τὰ οὐράνια. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὶς ἅγιες, ποὺ πρέπει νὰ προετοιμασθοῦμε ὅλοι μας διὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε σὲ λίγο καιρὸ τὸν βασιλέα τῶν ὅλων, τὸν Νυμφίον τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὲς τὶς ἡμέρες ποὺ πρέπει νὰ εμεθα ὅλοι ἕτοιμοι διὰ νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὸ στάδιον τῆς ἁγίας Τεσαρακοστῆς, ὁ διάβολος κρατάει φτυάρι· λιχνίζει τὸ χρῆμα, ποὺ ξοδεύουν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἁμαρτία. Ἀπόκριες σον γλέντι, χοροὶ καὶ διασκεδάσεις, παίγνια, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο.
Ἀλλ᾿ ὄχι, ἀδελφοί μου. Ἂν κατεβῇ ἄγγελος καὶ μᾶς κοσκινίσῃ ὅλους καὶ ψάξῃ παντοῦ, στὰ παλάτια, στὰ σπίτια, στὶς καλύβες, θὰ βρῇ ἆραγε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀπὸ τὸ στόμα του ν᾿ ἀκούσῃ τό· «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21) τοῦ ἀσώτου;
«Ἥμαρτον»! Νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ δεξιὸς καὶ ὁ ἀριστερός. Νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχὸς καὶ ὁ ἐργάτης, ἡ γυναίκα καὶ ὁ ἄνδρας, ὁ ἀγράμματος καὶ ὁ ἐπιστήμων, ὁ νέος καὶ ὁ γέρος ὁ ἀσπρομάλλης. Ἂν ποῦμε τὸ «Ἥμαρτον», φτερὰ ἀγγέλων θὰ μᾶς σηκώσουν μέχρι τὸν οὐρανὸ ἐπάνω. Διότι «χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 10).
Ἂς τὰ αἰσθανθοῦμε αὐτά, ἂς τὰ βάλουμε ὡς ἀρχὲς στὴ ζωή μας. Ἂς σταματήσωμεν τὴν ἁμαρτία. Ἂς ποῦμε Ἄλτ εἰς τὸν διάβολον. Ἀρκετά, διάβολε. Ἀπ᾿ ἐδῶ κ᾿ ἐμπρὸς μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὸν οὐρανόν· ἀπ᾿ ἐδῶ κ’ ἐμπρὸς μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἵνα ἀξιωθῶμεν τῆς βασιλείας αὐτοῦ. Γένοιτο.
Κάθε ἡμέρα εἶνε ἡμέρα ἀσωτίας. Ἀλλὰ ἂν ὑπάρχῃ μιὰ περίοδος τοῦ χρόνου ποὺ εἶνε κατ’ ἐξοχὴν περίοδος ἀσωτίας, εἶνε ἡ περίοδος αὐτὴ τοῦ Τριῳδίου, ποὺ μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ μαθήματά της τὰ οὐράνια. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὶς ἅγιες, ποὺ πρέπει νὰ προετοιμασθοῦμε ὅλοι μας διὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε σὲ λίγο καιρὸ τὸν βασιλέα τῶν ὅλων, τὸν Νυμφίον τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὲς τὶς ἡμέρες ποὺ πρέπει νὰ εμεθα ὅλοι ἕτοιμοι διὰ νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὸ στάδιον τῆς ἁγίας Τεσαρακοστῆς, ὁ διάβολος κρατάει φτυάρι· λιχνίζει τὸ χρῆμα, ποὺ ξοδεύουν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἁμαρτία. Ἀπόκριες σον γλέντι, χοροὶ καὶ διασκεδάσεις, παίγνια, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο.
Ἀλλ᾿ ὄχι, ἀδελφοί μου. Ἂν κατεβῇ ἄγγελος καὶ μᾶς κοσκινίσῃ ὅλους καὶ ψάξῃ παντοῦ, στὰ παλάτια, στὰ σπίτια, στὶς καλύβες, θὰ βρῇ ἆραγε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀπὸ τὸ στόμα του ν᾿ ἀκούσῃ τό· «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21) τοῦ ἀσώτου;
«Ἥμαρτον»! Νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ δεξιὸς καὶ ὁ ἀριστερός. Νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχὸς καὶ ὁ ἐργάτης, ἡ γυναίκα καὶ ὁ ἄνδρας, ὁ ἀγράμματος καὶ ὁ ἐπιστήμων, ὁ νέος καὶ ὁ γέρος ὁ ἀσπρομάλλης. Ἂν ποῦμε τὸ «Ἥμαρτον», φτερὰ ἀγγέλων θὰ μᾶς σηκώσουν μέχρι τὸν οὐρανὸ ἐπάνω. Διότι «χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 10).
Ἂς τὰ αἰσθανθοῦμε αὐτά, ἂς τὰ βάλουμε ὡς ἀρχὲς στὴ ζωή μας. Ἂς σταματήσωμεν τὴν ἁμαρτία. Ἂς ποῦμε Ἄλτ εἰς τὸν διάβολον. Ἀρκετά, διάβολε. Ἀπ᾿ ἐδῶ κ᾿ ἐμπρὸς μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὸν οὐρανόν· ἀπ᾿ ἐδῶ κ’ ἐμπρὸς μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἵνα ἀξιωθῶμεν τῆς βασιλείας αὐτοῦ. Γένοιτο.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Γεωργίου Ν.Ἰωνίας, 5-2-1961)
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Γεωργίου Ν.Ἰωνίας, 5-2-1961)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου