ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
7. "Μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς" (Ματθ. 5:11)
Καμιά φορά πήγαινε κανένας γνωστός του (τοῦ Ἁγίου Νήφωνος) καί τοῦ ἔλεγε:
-Πάτερ, εἶναι μερικοί πού λένε φοβερά πράγματα ἐναντίον σου.
Αὐτός ἀπαντοῦσε ἥρεμα:
-Τίποτα φοβερό δέν μπόρεσε νά κάνει ὥς τώρα κανείς στό Νήφωνα, παρά μόνο ὁ διάβολος. Αὐτός κι ἐγώ, ὅσο θά εἴμαστε σέ τοῦτο τόν κόσμο, θά τρωγόμαστε...
Προσευχόταν μάλιστα γιά τούς κατηγόρους του, λέγοντας:
-Ἐλέησε, Κύριε ὅσους μέ περιγελοῦν,
ὅσους μέ κακολογοῦν ἤ μέ μισοῦν
ἤ μοῦ κάνουν ὁποιοδήποτε κακό.
Ἐσύ θά ξέρεις, Κύριε, ὅτι κι αὐτούς
ὁ πονηρός διάβολος τούς σπρώχνει
μές στή βρωμιά καί τήν ἀκολασία,
ὅπως παρακινεῖ κι ἐμένα κάθε μέρα
τό Ἅγιο Σου νά παραπικραίνω Ὄνομα.
Σέ παρακαλῶ λοιπόν, Πατέρα Παντοκράτορα,
Θεέ καί Κύριε τοῦ ἐλέους,
σκύψε μέ εὐσπλαγχνία πάνω ἀπό τούς ἀνθρώπους
πού σκέφτονται τό πονηρό γιά μένα,
καί κάνε τους ὄλους φωτεινούς,
ὅλους ἁγίους μεγάλους.
Δῶσ' τους ἀγαθοσύνη, Κύριέ μου, καί πραότητα.
Χάρισέ τους εἰρήνη, Δέσποτά μου, καί φωτισμό,
κι ἀξίωσέ τους ν' ἀπολαύσουν τήν αἰώνια δόξα Σου,
ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Πολύ τόν παρηγοροῦσαν καί τόν γλύκαιναν τέτοιες προσευχές. Ὅταν παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τούς ἐχθρούς καί τούς συκοφάντες του, τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπό πνευματική ἡδονή καί γινόταν ρόδινο, σάν δροσερό τριαντάφυλλο.
-Ἄς ἔρθουν ἐδῶ, ἔλεγε ἀλλοιωμένος. Ἄς ἔρθουν ἐδῶ νά τούς φιλήσω τά πόδια! Χωρίς νά τό καταλαβαίνουν, μοῦ πλέκουν μεγάλα στεφάνια. Γι' αὐτό τούς ἀποζητάει ἠ ψυχή μου "ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων".
Καί πρόσθετε:
-Αὐτός πού μισεῖ τίς βρισιές καί τίς κακολογίες κάι τούς ἐξευτελισμούς τῶν ἀνθρώπων, δέν βρίσκεται μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ οὔτε θά κληρονομήσει τή βασιλεία Του. Ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, ἄς τό ξέρει: Ὅπου οἱ ἄνθρωποι μᾶς περιφρονοῦν καί μᾶς ἐξουθενώσουν, ἐκεῖ νά μένουμε, κάνοντας ὑπομονή, καί θά στεφανωθοῦμε ἀπό τόν Θεό μέ μεγάλη δόξα. Ἀντίθετα, ὅπου ἀπολαμβάνουμε τιμή κι ἐπαίνους ἀπό τούς ἀνθρώπου, νά μήν καθόμαστε, ἀλλά νά φεύγουμε σ' ἄλλο τόπο. Ἔτσι θά μπορέσουμε νά σωθοῦμε καί νά κερδίσουμε ἐπάξια τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Στούς δούλους τοῦ Θεοῦ λοιπόν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐξουθένωση, ὅπως ἀπαραίτητα εἶναι στήν ἐκκλησία τό ἱερό εὐαγγέλιο καί ἡ κατανυκτική ψαλμωδία. Γιατί-πρᾶγμα θαυμαστό-ὅταν μᾶς κατηγοροῦν οἰ ἄνθρωποι, τότε εἶναι πού βαδίζουμε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ μέ πολλή ταπείνωση, τηρώντας μέ ἐπιμέλεια τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως, ἀντίθετα, ἀρχίσουν νά μᾶς παινεύουν, τότε μᾶς κυριεύει ἡ ἀλαζονεία, ἡ ματαιοδοξία, ἡ κενοδοξία. Κι ἔτσι φεύγουμε μακριά ἀπό τόν Θεό.