Προεκλογικό ευθυμογράφημα:
Από τα
«μυξομάντιλα»
στους «σφουγγοκωλάριους»,
Δημήτρης Νατσιός (Δάσκαλος-Κιλκίς)
«Τι φωνάζεις και τους βρίζεις/αφού
πας και τους ψηφίζεις»
Σύνθημα σε πανεπιστημιακό ντουβάρι
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος-Κιλκίς
«...ανθυπνωτικόν φάρμακον εσκέφθην
καγώ να μεταχειρισθώ κατά της απαθείας του Έλληνος αναγνώστου καταφεύγων ανά
πάσαν σελίδα εις απροσδοκήτους παρεκβάσεις, ιδιοτρόπους παρομοιώσεις ή
αλλοκότους λέξεων συγκρούσεις». (Εμμ. Ροΐδης). Ο πολύς Ροΐδης κατέφευγε, όπως
γράφει, σε αλλόκοτες συνθέσεις λέξεων ή σπαρταριστές φράσεις, για να αφυπνίσει τους
απαθείς Έλληνες. Σ’ αυτόν ανήκει εξάλλου η απαράμιλλη σε ευστοχία φράση
«έκαστος τόπος έχει την πληγήν του... και η Ελλάς του Έλληνες».
Ωραίο είναι και το λίαν επίκαιρο:
«Καθώς υπάρχουν αλλαχού εταιρείαι
προς προστασίαν των ανυπερασπίστων πλασμάτων, αλόγων, γάτων, περιστερών και
άλλων πτερωτών και μαστοφόρων, ούτω να συστηθεί και εις την Ελλάδα
προστατευτική των ψηφοφόρων».
Να προσθέσουμε και εκείνο το
αμίμητο και αειθαλές που είχε γράψει για πολυφημισμένο για την ηθική του
παχυδερμία πολιτικό της εποχής του: «Πτυόμενος σπογγίζεται, ουδόλως δε
θεωρείται προσβεβλημένος αν οι σύγχρονοι Έλληνες φρονούσι, γράφουσι και
κηρύττουσι περί αυτού, ότι γνωρίζει εικοσιτέσσαρας τρόπους να προμηθεύεται
χρήματα, εξ ων (=από τους οποίους) ο τιμιώτερος είναι η κλοπή». (Όλα τα
αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμ. Ροΐδη, «τα ανθελληνικά», εκδ. «Ροές»).
Κατά καιρούς επινοητικοί
συγγραφείς, άριστοι γνώστες της γλώσσας μας, κατασκεύασαν ευμνημόνευτες λέξεις
ή φράσεις, οι οποίες απέδωσαν με σαφήνεια ασχημονίες του καιρού τους ή περιέγραψαν
ευκρινώς και συντόμως, αξιοκατάκριτους «ανθρωπολογικούς» τύπους της εποχής
τους. Για παράδειγμα, «τουρκοπιασμένους», έλεγε ο Μακρυγιάννης τους τότε
οπαδούς της ελληνοτουρκικής φιλίας. «Προσκυνημένους», τους ονόμαζε ο
Κολοκοτρώνης. «Αρχοντοχωριάτες», αποκάλεσε, ο Σουρής νομίζω, τους νεόπλουτους
(κι αυτή η λέξη νεολογισμός, όπως και το αντίθετό της, νεόπτωχος).
«Κοχλιαροφόρους», έλεγε ο Ροΐδης
τους πολιτικούς, γιατί κρατούν κοχλιάριον (=κουτάλι), για να αδειάσουν την
χύτρα του προϋπολογισμού. Οπότε, «χυτρομαχίαι», οι κομματικές διενέξεις και
λοιπές βατραχομυομαχίες, όπως πρέπει να μεταφράζουμε στην ρωμαίικη λαλιά τα
λεγόμενα «ντιμπέιτ».
«Σοφολογιότατους», χαρακτήριζε ο
Σολωμός τους, κατά τον Σεφέρη, «νεόπλουτους του πνεύματος», τους ημιμαθείς.
«Ταρτούφοι», ονομάζονταν οι
ηθικολογούντες υποκριτές, λέξη εμπνεόμενη από την ομώνυμη κωμωδία του Μολιέρου.
«Ψαλιδόκωλους», είπε ο λαός τους
φραγκοφερμένους πολιτικάντηδες, οι οποίοι επέπεσαν σαν τις μύγες πάνω στο
αιμόφυρτο ακόμη σώμα της νεοσύστατης Ελλάδας, τάχα για να την κυβερνήσουν. Η
έμπνευση για την ονοματοδοσία προήλθε από το «φράκο», την επίσημη στολή που
κατέληγε «όπισθεν» σε δύο πτερύγια σαν του ψαλιδιού.
«Μυξομάντιλα», έλεγε ο λαός τους
κηφήνες που προσκολλούνταν στους κομματάρχες για να αναρριχηθούν και να ζήσουν
εις βάρος του δημόσιου ταμείου. Ο υπέροχος αυτός χλευασμός επαναλήφθηκε μετά
από 150 χρόνια, ως «σφουγγοκωλάριοι» πλέον, ο οποίος στηλίτευε τον αδηφάγο εσμό
των «λακέδων» της εξουσίας. Πολύ επιτυχημένη ήταν και η ανάσυρση από την
ρωμαϊκή ιστορία της λέξεως «γραικύλοι», που σημαίνει τον μηδαμινό, τον
τιποτένιο, λέξη η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον Παπαδιαμάντη με την εξής
χρονολογική προσθήκη «γραικύλοι της σήμερον». Η λέξη είναι υποκοριστικό του
Γραικός και είχε επινοηθεί από τον ρήτορα Κικέρων, ο οποίος βδελυσσόταν τους
Έλληνες, που κολάκευαν «χαμερπώς» τους κυρίαρχους Ρωμαίους. «Ανθρωποκάμπιες»,
ονόμασε ο Κόντογλου τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Ας θυμηθούμε και το επίθετο
«μαλλιαροί», με το οποίο ονόμαζαν οι οπαδοί της καθαρεύουσας τους δημοτικιστές,
προσωνυμία εφευρεθείσα από τον Ιωάννη Κονδυλάκη. Αντίθετα οι καθαρευουσιάνοι
ονομάστηκαν υποτιμητικώς «μακαρονιστές, διότι έγραφαν σε ύφος σχοινοτενές, με
εξεζητημένη λεξιθηρία, η οποία έφτανε στα όρια του γελοίου. Να προσθέσουμε και
τα γνωστά από τις εμφυλιοπολεμικές εποχές «γερμανοτσολιάς», «εαμοβούλγαρος» ή
τα παρακρατικά «χαφιές» ή «μίασμα».
Και η νεότερη όμως εποχή δεν
στερείται ευφάνταστων νεολογισμών, οι οποίοι πλουτίζουν την γλώσσα και
απαλλάσσουν τον απλό λαό από την βάσανο της περιγραφής ενός νοσηρού φαινομένου.
Κάπου στη χαραυγή της δεκαετίας του
’80 πλάστηκε ο πασίγνωστος «πρασινοφρουρός», για να αντικρούσει την μομφή του
«χουντοβασιλικού» που εκτόξευε το αντίπαλον δέος. Στα πολύ κοντινά μας χρόνια,
ξεχωρίζουν «τα παπαγαλάκια». Ονομάστηκαν έτσι οι αργυρώνητοι δημοσιογραφίσκοι
που παρότρυναν τον κόσμο να ριχθεί στο χρηματιστηριακό μακελειό. Σήμερα βεβαίως
προπαγανδίζουν ασυστόλως και ανερυθριάστως το δόγμα της άνευ όρων υποταγής στα
μερκελικά κελεύσματα. Λέγονται και μπαμπουϊνοι από τον γνωστό κυρ-Μπάμπη.
Λαμπρή φήμη απέκτησε και ο «ευρωλιγούρης» του Ζουράρι, ο οποίος χαρακτήριζε
έτσι τους εκσυγχρονιστές, που μας άλλαξαν τα φώτα «εξευρωπαϊζοντάς» μας. Νέας
κοπής είναι και ο τηλεοπτικός όρος «γλάστρα» που περιγράφει τις καλλίπυγες
νεάνιδες, που ταλαιπωρούν και «πειράζουν» τους μικροαστούς. Αξιοπρόσεκτη
κυκλοφορία έχει και η αμερικανόφερτη λέξη «γιάπις» η οποία εξοβέλισε τις
παλαιότερες «φλώρος» ή «τζιτζιφιόγκος».
Σήμερα γενέθλιοι τόποι παραγωγής
λέξεων-ετικετών είναι οι δύο διακριτοί ιδεολογικοί χώροι: των «προοδευτικών»
και των «παραδοσιακών», οι ζητωκραυγαστές του πολυπολιτισμού από την μια και οι
υμνητές του ελληνικού πολιτισμού από την άλλη, εν τη διαχρονία του.
Έτσι έχουμε τους «νεοταξοσκώληκες»
ή «νεοεποχίτες». Αυτοί ντρέπονται για την Ελλάδα, είναι πάντα με τους
κυβερνώντες, υπερασπίζονται ανύπαρκτες μειονότητες, κατηγορούν την εκκλησία,
επιθυμούν διακαώς γάμο «θηλύγλωσσων» και τα λοιπά συμπαραμαρτούντα.
Να σημειώσουμε πως η πολύ γνωστή
λέξη «κουλτουριάρης», ο δήθεν πνευματώδης και ευφυής των περασμένων δεκαετιών,
έγινε «θολοκουλτουριάρης», μάλλον μετά την πτώση του «υπαρκτού». Τότε πολλοί
οπαδοί της αριστεράς και της προόδου, μεταβλήθηκαν σε οπαδούς της
«αριστερόεσσας» («αστερόεσσα λέγεται η αμερικανική σημαία), διότι... θόλωσαν,
ξέμειναν από βαρβάρους και στράφηκαν σ’ άλλους βαρβάρους, για να βρουν μία
κάποια λύσιν στην ζωή τους. Εύηχο και καλό είναι και το «Βρυξέλληνες»
(Βρυξέλλες + Έλληνες), ευφυές συνώνυμο των ευρωλιγούρηδων. Οι προοδευτικοί τώρα
όσους τους κατονομάζουν, ως ανωτέρω, απαντούν με προσδιορισμούς όπως
«Ελληναράδες», «σκοταδιστές», «φανατικοί», «ρατσιστές», «φασιστόμουτρα»,
«θρησκόληπτοι», «υπερπατριώτες», «εθνικιστές» και λοιπά και λοιπά.
Βεβαίως, και η κρίση, μπορεί να
κένωσε τις τσέπες μας, αλλά πλούτισε το λεξιλόγιό μας. Τούτη την εποχή έχουμε
τους μνημονιακούς ή ναιναίκους και τους αντιμνημονιακούς. Για τις επικείμενες
εκλογές μία είναι η λύση: Τα ποικιλώνυμα «μυξομάντιλα» να τα στείλουμε στην
θέση τους: στον κάδο απορριμμάτων.
Τελειώνοντας την περιήγηση στις
«επώνυμες» λέξεις του νεοελληνικού βίου, θα μεταφέρουμε έναν ακόμη
«ανθυπνωτικόν» ορισμό του Έλληνα, συνταχθέντα από τον Ροΐδη: «εκ πάντων των
ανθρώπων ο Έλλην είναι ο μείζων έχων κλίσιν εις το να νομίζη εαυτόν μόνην
αιτίαν παντός κύκλω του γινομένου θορύβου, ως ο μέθυσος εκείνος όστις ουρών
πλησίον βρύσεως έμεινεν εκεί όλην την νύκτα, νομίζων ότι εξ αυτού εκπορεύεται
όλον το ύδωρ το οποίον ήκουε να τρέχη».