Ἐπιστολή τοῦ Καθηγητῆ Δογματικῆς Α.Π.Θ.
κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες.
Ἀποτίμηση τῆς "Συνόδου" Κρήτης
|
τήν
Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος
Ἰ.
Γενναδίου 14
115
21 Ἀθήνα
Κοινοποίηση:
σέ
ὅλους τούς Ἱεράρχες
τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος
ΣΥΝΤΟΜΗ
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
ΣΤΟ
ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (19-26/7/2016)
Μακαριώτατε
Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι
Ἀρχιερεῖς,
Σᾶς
ἀποστέλλω, εὐλαβῶς, μιά περιεκτική ἀποτίμηση γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδο» καί Σᾶς παρακαλῶ, νά κάνετε τόν κόπο νά τήν μελετήσετε, ἐπειδή
πιστεύω, ὅτι θά μποροῦσε νά βοηθήσει, κάπως, στήν ὑπεύθυνη συζήτηση
πού θά γίνει στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν αὐτή
συνέλθει.
Ἡ
ἀποτίμησή μας θά κινηθεῖ σέ δύο ἐπίπεδα. Τό πρῶτο ἐπίπεδο θά ἀφορᾶ
τήν ἀποτίμηση ὡς πρός τό τυπικό καί Κανονικό μέρος τῆς Συνόδου, ἐνῶ
τό δεύτερο ἐπίπεδο θά ἀφορᾶ τήν ἀποτίμηση ὡς πρός τό οὐσιαστικό
μέρος της.
Ὡς
πρός τήν ἐκκλησιαστική τυπικότητα καί Κανονικότητά της, ἡ λεγομένη
«Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» -θεολογικά κρινόμενη- δέν εἶναι «Ἁγία»,
κατά κυριολεξία. Καί τοῦτο, ἐπειδή δέν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις
Πατράσι», οὔτε τυπικῶς οὔτε οὐσιαστικῶς, ὅπως θά γίνει φανερό μέ ὅσα
θά ποῦμε στή συνέχεια. Δέν εἶναι ὅμως καί «Μεγάλη», ὄχι μόνον ἐπειδή
δέν ἦταν παροῦσες ὅλες οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἀλλά κυρίως, γιατί
ἦταν σέ αὐτήν πολύ μικρή καί ἐπιλεγμένη ἡ ἀντιπροσώπευσή τους ἀπό
τούς κατά τόπους Ἀρχιερεῖς. Τό σημαντικότερο, ὅμως, ἐν προκειμένῳ
εἶναι, ὅτι ἡ «Σύναξη» αὐτή τῶν Ἀρχιερέων δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ
-μέ αὐστηρά θεολογικά κριτήρια- οὔτε κἄν ὡς μία Τοπική Σύνοδος. Πρόκειται,
μᾶλλον, γιά μιά ἰδιότυπη, διηυρυμένη, «Προσυνοδική Διάσκεψη Ἀρχιερέων»
μέ δέκα Προκαθημένους, ἤ γιά ἕνα «Συνέδριο» δέκα συγκεκριμένων Αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἀντιπροσωπεύτηκαν ἀπό τούς Προκαθημένους τους
καί τό πολύ ἀπό 24 κατ’ ἐπιλογήν Ἀρχιερεῖς.
Εἴπαμε,
ὅτι ἡ ἐν λόγῳ «Διάσκεψη» ἤ τό «Συνέδριο» αὐτό δέν εἶναι κἄν μία Τοπική
Σύνοδος, γιατί στήν Τοπική Σύνοδο συνέρχονται καί ψηφίζουν ὅλοι οἱ
μετέχοντες σ’ αὐτήν Ἀρχιερεῖς. Στήν παροῦσα ὅμως «Διάσκεψη-Συνέδριο»,
σύμφωνα μέ τόν Κανονισμό Λειτουργίας της, ψῆφο εἶχαν μόνο οἱ παρόντες
δέκα Προκαθήμενοι. Ἡ πράξη αὐτή εἶναι πρωτοφανής στήν Ἐκκλησιαστική
μας Ἱστορία καί αὐθαίρετη καί δέν συνάδει καθόλου μέ τήν ἐκκλησιολογικοῦ
χαρακτῆρα πρακτική τῶν ἕως σήμερα Ὀρθοδόξων Συνόδων, οἱ ὁποῖες
προϋποθέτουν τήν ἁγιοπνευματική ἰσότητα ὅλων τῶν Ἀρχιερέων, πρᾶγμα
πού ἐμφαίνεται στήν ἰσότιμη ψῆφο τους. Κανείς ἀπολύτως Ἐπίσκοπος –μηδέ
τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου ἐξαιρουμένου– δέν εἶναι «ἄνευ ἴσων» συνεπισκόπων
του. Αὐτό πού ἴσχυσε στήν παροῦσα «Διάσκεψη» παραπέμπει ἐμμέσως σέ
μία σαφῆ μορφή Παπισμοῦ, ἔστω κι ἄν ἡ ψῆφος τῶν Προκαθημένων ἔχει
συλλογικό χαρακτῆρα.
Κατά
συνέπεια, οἱ ἀποφάσεις τῆς παραπάνω «Προσυνοδικῆς Διάσκεψης», ἤ
τοῦ παραπάνω «Ἀρχιερατικοῦ Συνεδρίου», δέν ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα.
Ἄρα καί καμμία ἰσχύ, ὄχι μόνο γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τίς
Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πού ἀντιπροσωπεύτηκαν στό «Ἀρχιερατικό»
αὐτό «Συνέδριο» -ὅλως ἀθέσμως-, ἀφοῦ οἱ μετέχοντες Ἀρχιερεῖς δέν εἶχαν
δικαίωμα ψήφου. Ἀλλά οἱ ἀποφάσεις εἶναι ἄκυρες καί γιά τόν πρόσθετο
λόγο τῆς ἀρχῆς τῆς Ὁμοφωνίας, ἡ ὁποία παραβιάστηκε μέ τήν μή παρουσία
τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας).
Ἐπιπροσθέτως
οἱ ἀποφάσεις τῆς ἰδιόρρυθμης «Συνόδου» τοῦ Κολυμπαρίου δέν εἶναι
δεσμευτικές γιά τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία καί γιά ἕναν πρόσθετο λόγο. Ὁ
Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀντί νά ὑποστηρίξει τήν ὁμόφωνη
θέση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας στό Στ΄ Κείμενο, εἰσηγήθηκε ἄλλη
θέση, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τίς ἐννέα ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.
Πρακτικῶς, αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ θέση τοῦ Σώματος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἱεραρχίας
δέν ἐκπροσωπήθηκε, ὁπότε μέ βάση τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς «Διάσκεψης»,
στό Στ΄ Κείμενο δέν ὑπῆρξε ὁμοφωνία. Ἄρα, τό Κείμενο εἶναι ἄκυρο.
Καί
τώρα, ἡ ἀποτίμηση τοῦ οὐσιαστικοῦ μέρους τῆς ἰδιότυπης «Συνόδου».
Κατ’ ἀρχήν, ὀφείλουμε νά ποῦμε γενικῶς, ὅτι στή λεγόμενη «Σύνοδο»
τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης ἐπιχειρήθηκε μιά θεσμικοῦ χαρακτῆρα
πνευματική ἔκπτωση ἀπό τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. [Λέμε,
ὅτι ἐπιχειρήθηκε, ἐπειδή –μέ βάση ὅσα εἴπαμε νωρίτερα– δέν προσδίδουμε
θεσμικό ρόλο στίς ἀποφάσεις τῆς παραπάνω «Ἀρχιερατικῆς Διασκέψεως»].
Στήν Κρήτη ὄχι μόνο δέν καταδικάσθηκε καμμία ἑτεροδοξία (αἵρεση),
ἀλλά καί ἐπιχειρήθηκε μιά φοβερή, θεσμικῶς, ἔκπτωση ἀπό τήν συνοδικῶς
ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, μιά ἔκπτωση οὐσιαστικά ἀπό τόν
«Ὅρο Πίστεως» τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συγκεκριμένα, πρόκειται
γιά τήν ἔκπτωση ἀπό τήν δογματική διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως,
πού ἀναφέρεται στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ἑαυτήν.
Στό
Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν,
Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ὅμως, στή «Διάσκεψη» τῆς Κρήτης,
δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος, ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία»
καί ἔμμεσα τήν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τούς
Ρωμαιοκαθολικούς, τούς Μαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες
Ἀντιχαλκηδονίους, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν γιά
τήν χριστολογική τους αἵρεση ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό
τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἕκτη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν,
πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν.
Ἀποτελεῖ πνευματική παραφροσύνη καί πνευματικό πραξικόπημα ἡ πράξη
τῆς ἀπόπειρας γιά Συνοδική ἀπόφαση στό Κολυμπάρι πρός ἀναγνώριση
ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους.
Αὐτό, στήν πράξη, εἶναι συγκρητισμός καί Οἰκουμενισμός. Δέν κινήθηκε
ὁ θυμός –τό ἔλλογο νεῦρο τῆς ψυχῆς- τῶν «Συνοδικῶν» Ἀρχιερέων πρός
τούς νοητούς λύκους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπεναντίας, οἱ «λύκοι» ὀνομάστηκαν
«πρόβατα» τῆς μίας καί μόνης λογικῆς ποίμνης, τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος
συμπεραίνουμε, ὅτι στήν Κρήτη δέν ἔγινε ἡ ἀναμενόμενη ἀπό τό εὐλαβές
πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας «σύσκεψη» τῶν «Συνοδικῶν» Ἀρχιερέων μέ τό Ἅγιο
Πνεῦμα, οὔτε καί λειτούργησε ἡ «σφενδόνη» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά
τήν ἐκ νέου καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Εἰδικότερα, γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς,
λεκτικῶς, ὁμολογήσαμε τήν πίστη μας στόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, πρακτικῶς ὅμως ἀκυρώσαμε αὐτήν τήν πίστη, ἀναγνωρίζοντας
ὡς Ἐκκλησίες, ὄχι μόνον αὐτούς, ἀλλά καί ἄλλες Χριστιανικές Κοινότητες,
πού ἀντίκεινται στόν Ὅρο αὐτό, διά τοῦ filioque. Ὡς γνωστόν,
ἡ ὁποιαδήποτε προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως -ἀκόμη καί ἡ ἑρμηνευτικῶς
σωστή- καταδικάζεται ἀπό ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους μετά τήν
Γ΄ (συμπεριλαμβανομένης) καί ὅσοι τό κάνουν, ὁρίζεται νά καθαιροῦνται
καί νά ἀφορίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Σαφῶς, λοιπόν, τό filioque, ὡς προσθήκη, καταδικάζεται -ἔμμεσα,
αὐτομάτως καί ἑτεροχρονισμένα- ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, ὡς αἵρεση,
ἀφοῦ ἐκπίπτουν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅσοι τό υἱοθετοῦν, ὡς προσθήκη, κατά
τήν ἀπόφαση τῶν ἀνωτέρω Συνόδων. Γι’ αὐτό καί ἡ ἑτεροδοξία τοῦ filioque τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί
ὅλων τῶν Προτεσταντῶν εἶναι κατεγνωσμένη αἵρεση.
Ἄλλωστε,
ἡ προσθήκη τοῦ filioque
καταδικάστηκε
ἐπί Μεγάλου Φωτίου στήν Σύνοδο τοῦ 879/80 (Η΄ Οἰκουμενική), ὅπου μετεῖχε
καί ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῶ καταδικάστηκαν καί
ἄλλες κακοδοξίες τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ γιά τήν ταύτιση οὐσίας καί
ἐνεργείας στόν Τριαδικό Θεό καί γιά τόν κτιστό χαρακτῆρα τῆς θείας
Χάριτος, στίς Συνόδους τοῦ 1331 καί 1351. Ἀλλά καί ὁ Προτεσταντισμός
καταδικάστηκε ἀπό σειρά Συνόδων στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή (1638,
1642, 1691).
Κατά
συνέπεια, δέν εἶναι δυνατόν σέ ἕνα Συνοδικό δογματικοῦ χαρακτῆρα
Κείμενο νά μήν ὑπάρχει θεολογική ἀκρίβεια καί οἱ ἑτερόδοξοι νά ἀναγνωρίζονται
ὡς Ἐκκλησίες. Αὐτό θά σήμαινε, ἤ ὅτι γίνεται συνειδητή ἔκπτωση στό
ἐκκλησιολογικό δόγμα, ἤ ὅτι ὑπάρχει διγλωσσία, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Μέ
τήν ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου, πού χαρακτηρίζεται γιά τίς σκόπιμες ἀσάφειες
καί ἰδιαίτερα γιά τίς θεολογικές ἀντιφάσεις του, ἡ «Ἀρχιερατική
Διάσκεψη» στήν Κρήτη κατοχύρωσε θεσμικά τόν Οἰκουμενισμό, εἰσάγοντας
ἔτσι καί προωθώντας τήν ἐκκλησιολογική σύγχυση στίς συνειδήσεις τῶν
πιστῶν. Ὑπενθυμίζω συγκεκριμένα τήν παράγραφο 16, ὅπου σημειώνονται
τά ἑξῆς: «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς
κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)... Παραλλήλως,
ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά
ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (ΚΕΚ), τό «Συμβούλιον
Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (ΣΕΜΑ) καί τό «Παναφρικανικόν Συμβούλιον
Ἐκκλησιῶν». Ταῦτα μετά τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τηροῦν
σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ
κόσμου».
Τήν
ἀποδοχή τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία», γιά τούς ἑτεροδόξους καί ἰδιαίτερα γιά
τούς Προτεστάντες, συναντοῦμε κατά κόρον καί στίς παραγράφους 19 καί
21, στό ἴδιο Κείμενο. Ἡ παραπάνω διατύπωση σημαίνει, ὅτι ἐμεῖς, ὡς
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συμφωνοῦμε πώς οἱ ἑτερόδοξοι-αἱρετικοί συμβάλλουν
σημαντικά στήν προώθηση τῆς ἑνότητας τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀπό
ἐδῶ πιστοποιεῖται, ὅτι, ὅσοι ψήφισαν καί ὅσοι ὑπέγραψαν αὐτό τό Κείμενο,
δέν συνειδητοποίησαν σίγουρα, ὅτι «ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα
πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα», κατά τήν χαρισματική
ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτη. Ἡ θεμελιακή
θέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ δογματικός πλουραλισμός. Αὐτό σημαίνει,
πρακτικά, τήν δογματικά νομιμοποιημένη συνύπαρξη διαφορετικῶν
δογματικῶς πίστεων. Ὅποιος ἀμφισβητεῖ τόν δογματικό αὐτό πλουραλισμό,
χαρακτηρίζεται φανατικός καί φονταμενταλιστής. Παράλληλα, οἱ Οἰκουμενιστές
δέν ἐπιτρέπουν ἀξιολογικές κρίσεις γιά τήν ὀρθότητα, τήν ἀνωτερότητα
ἤ τήν κατωτερότητα τῶν διαφόρων θρησκειῶν. Στόν Οἰκουμενισμό ὅλοι
χωροῦν. Γιατί ἡ ἑνότητα σ’ αὐτόν δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν ποικιλία
τῶν διαφορετικῶν πίστεων, πρᾶγμα πού εἶναι ἐκκλησιολογικά ἀπαράδεκτο
ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη.
Ὡς
δογματολόγος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔχω τήν βαθύτατη πεποίθηση,
ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση,
ἀλλά καί ἡ ἐπικινδυνότερη πολυαίρεση, πού ἐμφανίστηκε ποτέ στήν
Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, γιατί ὁ Οἰκουμενισμός, ἐξαιτίας
τοῦ συγκρητιστικοῦ χαρακτῆρα του, συνιστᾶ τήν πιό δόλια ἀμφισβήτηση
τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν πιό σοβαρή νόθευσή της. Ἀμβλύνει
σέ ἀπαράδεκτο βαθμό τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας
καί δημιουργεῖ σύγχυση γύρω ἀπό τήν ταυτότητα τῆς Πίστεώς μας. Κενώνει
πονηρά τήν ἀκεραιότητα τῆς σώζουσας Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας –πρᾶγμα
πού ἔχει ὀλέθριες σωτηριολογικές συνέπειες- μέ τό νά θεωρεῖ ὅλες
τίς θρησκευτικές πίστεις νόμιμες σωτηριολογικῶς, ὅταν ὑποστηρίζει,
ὅτι ὅλες οἱ ἑτερόδοξες καί ἑτερόθρησκες πίστεις εἶναι ὁδοί, πού ὁδηγοῦν
στήν ἴδια σωτηρία.
Ἀλλά,
μέ ὅσα ἀντιφατικά, ὡς πρός τήν Ἐκκλησιολογία, γράφονται στό Στ΄ Κείμενο,
δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί ἐμπαίζονται, ἀφοῦ
στήν ἀρχή κατονομάζονται ὡς «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες», δηλαδή αἱρετικοί,
καί στή συνέχεια ὀνομάζονται Ἐκκλησίες. Δέν ἐπιτρέπεται νά ὑποτιμοῦμε
τή νοημοσύνη τους. Καταλαβαίνουν καλῶς, ὅτι δέν τούς ἀγαποῦμε ἀληθινά,
γιατί δέν τούς λέμε τήν ἀλήθεια καθαρά. Τούς λέμε ψέματα, πώς εἶναι Ἐκκλησίες.
Καί μέ τόν τρόπο αὐτό δέν τούς βοηθοῦμε, γιατί δέν τούς καλοῦμε σέ μετάνοια
καί ἄρνηση τῶν δογματικῶν πλανῶν τους, ὥστε νά ἐνταχθοῦν στήν μόνη ἀληθινή
Ἐκκλησία, τήν Ὀρθόδοξη. Εὐτυχῶς, ἀρκετοί Ἀρχιερεῖς δέν ὑπέγραψαν
αὐτό τό Κείμενο γιά δογματικούς λόγους.
Στό
Κείμενο γιά «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά Κωλύματα αὐτοῦ», δέν θά ἐπαναλάβω,
ὅσα σχετικά ἔγραψα στήν πρώτη μου Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο,
στίς 3-2-2016, γιά νά μή Σᾶς κουράζω. Θά προσθέσω μόνο, ὅτι, ἐνῶ ὁ 72ος
Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θέτει τίς ἐκκλησιολογικές
–δογματικές προϋποθέσεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου
τοῦ γάμου, ἡ ἀπόφαση τῆς «Διασκέψεως» τῶν Ἀρχιερέων στό Κολυμπάρι
τῆς Κρήτης -ὅλως ἀντι-Κανονικῶς καί ἀναρμοδίως- δίνει τήν δυνατότητα
στίς Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νά ἀποκλίνουν ἀπό τήν περί τῶν
μυστηρίων δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, ἡ προταθεῖσα
εἰσήγηση τῶν μικτῶν γάμων ὡς οἰκονομία –πέρα ἀπό τήν ἀντικανονικότητα
καί τήν παρανομία της, ἀλλά καί τό ὀξύμωρο τῆς σχετικοποιήσεως ἑνός
Κανόνα (72) Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Πενθέκτης) ἀπό ἥσσονα «Σύνοδο»,
στήν ὁποία παραπέμπει τό θέμα -εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη, ἐκκλησιολογικῶς.
Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, συνιστᾶται αὐστηρῶς ἀπό τόν 72ο Κανόνα
ἡ ἀκύρωση καί ἡ διάλυση αὐτοῦ τοῦ γάμου, ὡς παράνομη ἐκκλησιολογικῶς
συμβίωση. Ἡ περαιτέρω μάλιστα θεολογική τεκμηρίωση τοῦ Κανόνα,
δέν ἀφήνει καθόλου περιθώρια γιά ὁποιαδήποτε οἰκονομία. «Οὐ γάρ
χρή τά ἄμικτα μιγνῦναι», σημειώνει ὁ Κανόνας, «οὐδέ τῷ προβάτῳ τόν λύκον
συμπλέκεσθαι, καί τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τόν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον· εἰ
δέ παραβῇ τις τά παρ’ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω». Δέν εἰσηγεῖται,
δηλαδή, ὁ 72ος Κανόνας οἰκονομία, ἀλλά ἐφιστᾶ τήν προσοχή
γιά τήν σοβαρότατη παρανομία. Ἡ παρέκκλιση ἀπό τόν συγκεκριμένο
Κανόνα συνιστᾶ σοβαρότατη Κανονική παρανομία καί «παραοικονομία»,
πού ἔχει, ἐπίσης, σοβαρότατες ἐκκλησιολογικές συνέπειες, ἀφοῦ ἀναμειγνύει
τά ἄμικτα σέ «ἄμικτη μίξη», «συμπλέκει» ἐκκλησιολογικῶς τό «πρόβατο»
μέ τόν «λύκο» καί τήν «μερίδα» τοῦ Χριστοῦ μέ τόν «κλῆρο» τῶν ἁμαρτωλῶν.
Τέτοια, ὅμως, μίξη εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀδιανόητη καί θεολογικῶς
καί πνευματικῶς ἀπαράδεκτη.
Στό
Κείμενο: «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον»,
δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἐπιχειρεῖται ὁ ἐγκιβωτισμός Ὀρθοδόξων καί
ἑτεροδόξων, ἐνίοτε καί ἑτεροθρήσκων. Τοῦτο εἶναι ἐμφανές, ὅταν τά
σχετιζόμενα μέ τήν εἰρήνη, ἡ ὁποία βιώνεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγονται ἀπροϋπόθετα καί γιά τούς ἐκτός
αὐτῆς. Αὐτό, ὅμως, κενώνει στήν πράξη τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου
καί τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, ἐνόσῳ ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ, ὅτι ἡ εἰρήνη
τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἄκτιστη ἐνέργειά Του, μπορεῖ νά κατορθώνεται καί νά οἰκειώνεται
καί ἐκτός αὐτῆς ἀπό ἑτεροδόξους, ἑτεροθρήσκους καί ἀνθρώπους ἁπλῶς
«καλῆς θελήσεως», ἐνδεχομένως τότε καί ἀπό ἀθέους. Αὐτό ὄχι μόνο
μαρτυρία δέν συνιστᾶ, ἀλλά προκαλεῖ καί σύγχυση ἀνάμεσα στούς πιστούς
γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς δεδωρημένης σ΄ αὐτήν «ἄνωθεν
εἰρήνης».
Ὡς
πρός τό ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι μέ
τήν ἐν λόγῳ «Ἀρχιερατική Διάσκεψη» ἐπιχειρήθηκε ἡ ἀντικανονική
-ἔστω καί πρόσκαιρη- λύση τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων, οἱ ὁποῖες ὄχι
μόνο δέν θεραπεύουν, ἀλλά διαιωνίζουν τόν ἤδη συνοδικῶς καταδικασμένο
ἐθνοφυλετισμό (1872).
Μετά
τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἐκδόθηκε ἡ «Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης
Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Κρήτη, 2016), ἡ ὁποία παρουσιάζει
θεολογικές ἀντιφάσεις. Γι’ αὐτό καί θά ἀναφερθοῦμε ἐπιγραμματικά
σ’ αὐτές. Συγκεκριμένα, στήν δεύτερη παράγραφο σημειώνεται τό ἑξῆς:
«Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντικήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως εἰς τόν θεάνθρωπον
Χριστόν...». Ἐδῶ, γεννᾶται εὔλογα τό λογικό καί θεολογικό ἐρώτημα:
Πῶς «ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντικήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως εἰς τόν θεάνθρωπον
Χριστόν», ὅταν αὐτή ἀναγνωρίζει τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες,
τούς Ἀντιχαλκηδονίους καί τούς Μονοθελῆτες ὡς Ἐκκλησίες, ἐνόσῳ αὐτοί
ἔχουν καταδικασμένη ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους Χριστολογία;
Στήν
τρίτη παράγραφο μνημονεύονται Σύνοδοι καθολικοῦ «κύρους», ὅπως εἶναι
ἡ ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ἡ Σύνοδος
τοῦ 1484, μέ τήν ὁποία ἀποκηρύσσεται ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας.
Ἀκόμη καί οἱ Σύνοδοι, πού ἀποκηρύσσουν τίς Προτεσταντικές δοξασίες.
Πῶς συμβιβάζονται, ὅμως, ὅλα αὐτά μέ τήν ἀναγνώριση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν
καί τῶν Προτεσταντῶν ὡς Ἐκκλησιῶν;
Στήν
παράγραφο 20 σημειώνονται τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Οἱ διαχριστιανικοί
διάλογοι ἐλειτούργησαν ὡς εὐκαιρία διά τήν Ὀρθοδοξίαν, διά νά ἀναδείξῃ
τό σέβας πρός τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων καί διά νά δώσῃ ἀξιόπιστον
μαρτυρίαν τῆς γνησίας παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας. Οἱ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγώμενοι διάλογοι
οὐδέποτε ἐσήμαναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ
οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί
εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας...». Ἡ δήλωση αὐτή, ὅμως, διαψεύδεται
ἀπό τά κοινά Κείμενα, τά ὁποῖα ὑπεγράφησαν καί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους,
ὅπως εἶναι τοῦ Balamand, τοῦ Porto
Alegre, τῆς Ραβέννας καί τοῦ Pussan. Καί ἡ Συνοδική Ἐγκύκλιος κατακλείεται
ὡς ἐξῆς: «Ταῦτα ἀπευθύνονται ἐν συνόδῳ πρός τά ἐν τῷ κόσμῳ τέκνα τῆς ἁγιωτάτης
Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καί πρός τήν οἰκουμένην πᾶσαν, ἑπόμενοι τοῖς
ἁγίοις Πατράσι καί τοῖς συνοδικοῖς θεσπίσμασι πρός διαφύλαξιν τῆς
πατροπαραδότου πίστεως». Ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἑπομένη τοῖς
ἁγίοις Πατράσι καί τοῖς συνοδικοῖς θεσπίσμασι» δέν ἀναγνώρισε ποτέ
στό παρελθόν, ὡς Ἐκκλησία, τούς αἱρετικούς, ὅπως ἐπιχείρησε νά κάνει
ἡ ἐν λόγῳ «Συνέλευση τῶν Ἀρχιερέων» στήν Κρήτη.
Ὡς
πρός τό «Μήνυμα» τῆς «Ἀρχιερατικῆς Διασκέψεως», αὐτό συνοψίζει τίς
ληφθεῖσες ἀποφάσεις καί παράλληλα προκαλεῖ τή νοημοσύνη τῶν ἐνημερωμένων
πιστῶν. Συγκεκριμένα, στήν πρώτη παράγραφο τοῦ «Μηνύματος» σημειώνονται
τά ἑξῆς: «Βασική προτεραιότητα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὑπῆρξε
ἡ διακήρυξη τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στηριγμένη στή
θεία Εὐχαριστία καί τήν Ἀποστολική διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων. Ἡ ὑφισταμένη
ἑνότητα εἶναι ἀνάγκη νά ἐνισχύεται καί νά φέρει νέους καρπούς». Τό
εὔλογο ἐρώτημα τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ «Μηνύματος» αὐτοῦ εἶναι: Πῶς διακηρύσσεται
ἔτσι πανηγυρικά ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅταν εἶναι
γνωστό, ὅτι σ’ αὐτήν τήν «Σύναξη» δέν παραβρέθηκαν τέσσερα Πατριαρχεῖα,
πού ἀντιπροσωπεύουν συντριπτικά περισσότερους πιστούς, ἀπ’ ὅσους
ἀντιπροσωπεύτηκαν ἀπό τούς δέκα Προκαθημένους, πού συμμετεῖχαν σ’
αὐτήν; Καί πῶς γίνεται μέ τόση ἄνεση ἡ ἀναφορά στή Θεία Εὐχαριστία,
ὡς θεμέλιο τῆς ἑνότητας, τή στιγμή πού ὑφίσταται ἡ διακοπή τῆς διαμυστηριακῆς
κοινωνίας ἀνάμεσα στά δύο πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῶν Ἱεροσολύμων
καί τῆς Ἀντιοχείας; Καί στήν ἴδια παράγραφο σημειώνεται: «Ἡ Συνοδικότητα
διαπνέει τήν ὀργάνωση, τόν τρόπο πού λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις καί καθορίζεται
ἡ πορεία της». Ὑπάρχει, ὅμως, κάποια μαρτυρία στήν Ἱστορία τῶν Συνόδων
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπου οἱ ἀποφάσεις νά λαμβάνονται μόνον ἀπό
τούς Προκαθημένους καί χωρίς τήν ψῆφο τῶν συμμετεχόντων Ἀρχιερέων;
Στήν
τρίτη παράγραφο γίνεται λόγος γιά τούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ
τούς ἑτεροδόξους καί σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Οἱ διάλογοι,
πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν σημαίνει ποτέ συμβιβασμό σέ
ζητήματα Πίστεως». Ἐδῶ, ὑπενθυμίζουμε ἐνδεικτικά καί πάλι τά Κείμενα
τοῦ Balamand, τοῦ Porto Alegre, τῆς Ραβέννας,
τοῦ Pussan, τά ὁποῖα ἔχουν σοβαρές ἐκκλησιολογικές
αἱρέσεις.
Ὅλα
τά παραπάνω λέγονται μέ ἔμπονη ἀγάπη καί σεβασμό στήν Ἀρχιερωσύνη
Σας, χωρίς καμμία ἄλλη ἐπιδίωξη, παρά μόνο, ἐπειδή θέλουμε νά
μένουμε πάντοτε, ὡς ζῶντα μέλη, στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία
Του.
Μέ
βαθύτατο σεβασμό
Δημήτριος
Τσελεγγίδης
Καθηγητής
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.