«ΠΝΕΥΜΑ
ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΥ»
Αποστολικό
Ανάγνωσμα Κυριακής
ΙΑ'
Λουκά
Των
Αγίων Προπατώρων
(Β'
Τιμ. α' 8-18)
Το αποστολικό ανάγνωσμα που θα ακούσουμε
την Κυριακή στους ναούς μας, είναι ένα
κείμενο από το πρώτο κεφάλαιο της Β'
προς Τιμόθεον επιστολής του Απ. Παύλου.
Είναι ένα κείμενο, στο οποίο φαίνεται
η ομολογία της πίστεως και στο τέλος
γίνεται επαινετική αλλά και αρνητική
αναφορά για κάποια πρόσωπα.
Επειδή η ομολογία είναι θέμα καίριο για
τον κάθε συνειδητό πιστό, πόσο μάλλον
για τους ποιμένες της Εκκλησίας, είναι
ανάγκη να εμβαθύνουμε στο πνεύμα της
Αποστολικής Ομολογίας, αλλά και στις
συνέπειες που έχει αυτή σ΄ εμάς. Και δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η ομολογία, εκτός
της πίστεως, απαιτεί και το θάρρος.
Απαιτεί την πνευματική ανδρεία και τη
δύναμη, για τις οποίες κάνει λόγο ο
Απόστολος στο κείμενό του.
Επομένως, αφού οι πιστοί έχουμε λάβει
όχι «πνεύμα δειλίας, αλλά
δυνάμεως και σωφρονισμού» (Β' Τιμ. Α' 7),
είναι απαράδεκτο το να ντρεπόμαστε να
ομολογούμε αυτή την αλήθεια που δεν
είναι άλλη, από το Θεανδρικό πρόσωπο
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ευθύς εξ' αρχής λοιπόν, παραγγέλλει στον
μαθητή του Τιμόθεο: «Μη επαισχυνθείς».
Μη ντραπείς δηλ. να δίδεις την μαρτυρία
σου περί του Κυρίου, αλλά ούτε για εμένα
να ντρέπεσαι που είμαι δέσμιος, όχι για
άλλους λόγους, αλλά χάριν του Αγίου Του
ονόματος.
Και κατόπιν της θερμής αυτής προτροπής
για την Ομολογία, στο ιερό κείμενο
αναπτύσσεται η Χριστολογική και
Σωτηριολογική αποκάλυψη. Η αλήθεια δηλ.
που είναι ανάγκη να γνωρίζουν οι πιστοί,
αφού αυτό είναι ουσιαστικά το κήρυγμα
και η πρόσκληση της Σωτηρίας στον κόσμο,
που κηρύσσει η Εκκλησία μας.
«Αυτός μας έσωσε και μας κάλεσε με ιερή
κλήση που μας αγιάζει. Μας έσωσε και μας
κάλεσε όχι για τα έργα μας, αλλά γιατί
ο ίδιος είχε την αγαθή θέληση και μας
πρόσφερε τη χάρη του, λόγω της σχέσεώς
μας με τον Ιησού Χριστό. Μας έδωσε λοιπόν
τη χάρη του και μας πρόσφερε τη σωτηρία
αυτή, προτού δημιουργηθούν όσα έγιναν
μέσα στο χρόνο, επειδή την είχε αποφασίσει
προαιώνια. Αυτή δε η χάρις, φανερώθηκε
τώρα με την εμφάνιση στη γη του Σωτήρος
μας Ιησού Χριστού, ο οποίος κατήργησε
τον θάνατο και έφερε στο φως ζωή και
αθανασία διά του Ευαγγελίου, για το
οποίο εγώ ορίστηκα κήρυκας και Απόστολος
και διδάσκαλος των εθνικών» ( Β' Τιμ. Α'
9-11).
Πράγματι αδελφοί μου, μόνο θεόπνευστος
νους και καρδιά που έχει καταστεί
κατοικητήριον της Αγίας Τριάδος, θα
μπορούσε «εν βραχύ ρήματι» να χαράξει
αυτές τις αλήθειες!
Αλλά και πάλι, ο Απόστολος επανέρχεται
στο κεντρικό θέμα της ομολογίας,
τονίζοντας ότι για όλα αυτά που ανέφερε,
δεν ντρέπεται «ουκ επαισχύνομαι»! «Δεν
ντρέπομαι, διότι γνωρίζω σε ποιόν έχω
στηρίξει την εμπιστοσύνη μου. Έχω
εμπιστοσύνη, διότι γνωρίζω, είμαι
πεπεισμένος απολύτως, ότι Εκείνος έχει
την δύναμη τούτο τον θησαυρό της πίστεως
και την αμοιβή που μου αναλογεί να τα
διαφυλάξει μέχρι την ημέρα εκείνη της
δευτέρας Του παρουσίας» (Β' Τιμ. Α' 12).
Και κατόπιν της διδασκαλίας αυτής,
περιγράφει τώρα ο Απόστολος των Εθνών
τη ζωή του και τα παθήματά του. Το κάνει
αυτό, για να παραδειγματιστεί το αγαπημένο
πνευματικό του τέκνο, ο Τιμόθεος. Τον
παρακινεί να έχει ως φωτεινό παράδειγμα
της Ευαγγελικής διδασκαλίας, τη δική
του γνήσια και υγιή διδασκαλία περί της
πίστεως και της αγάπης του Χριστού:
«Υποτύπωσιν έχε υγιαινόντων
λόγων ων παρ' εμού ήκουσας, εν πίστει
και αγάπη την εν Χριστώ Ιησού» (Β' Τιμ.
Α'13).
Επειδή όμως το θέμα της εν Χριστώ
ομολογίας είναι από τα ουσιώδη της
Χριστιανικής ζωής, συνεχίζει να του
υπενθυμίζει και πρόσωπα, τόσο από
θετικής, όσο και από αρνητικής πλευράς,
που έχουν σχέση με το Ευαγγέλιο.
Μη μιμηθείς αυτούς που με εγκατέλειψαν,
του παραγγέλλει με πόνο. Αντιθέτως, στην
οικογένεια του Ονησιφόρου, είθε να δώσει
ο Κύριος πλούσιο το έλεός του, διότι
αυτός πολλές φορές με ανακούφισε και
δεν ντράπηκε - «ουκ επαισχύνθη» - την
αλυσίδα των δεσμών μου, αλλά και στη
Ρώμη έφτασε και με αναζήτησε επιμόνως
και με βρήκε.
Και φυσικά, αυτή η επιμονή της αγάπης
προς τον Απόστολο, κρύβει και το θάρρος
και την αρετή της Ομολογίας.
Αλλά εδώ τώρα, τίθεται ένα ερώτημα. Καλά,
αυτοί που έμειναν πιστοί «άχρι τέλους».
Οι άλλοι που είναι και επισημαίνονται
μάλιστα ως παράδειγμα προς αποφυγήν,
για ποίον λόγο τον εγκατέλειψαν και
μαζί με τον Απόστολο, τον Κύριο και Θεό;
Είναι τραγικό, αλλά επιβάλλεται να γίνει
ειδικός λόγος. Εγκατέλειψαν την πίστη
και τον Απόστολο, διότι φοβήθηκαν μήπως
φυλακιστούν και αυτοί από τον Νέρωνα.
«Απεστράφησάν με». Πόσος πόνος στον
λόγο αυτό του μεγάλου Αποστόλου. Με
αρνήθηκαν, αφού πρώτα αρνήθηκαν τον
ίδιο τον Χριστό. Αρνήθηκαν να ομολογήσουν
την πίστη. Συμβιβάστηκαν. Ο ζήλος
εξατμίστηκε. Και όταν η αγάπη του Χριστού
και ο ζήλος της πίστεως χάνονται, τότε
την καρδιά την γεμίζει η ντροπή και ο
φόβος του κόσμου. Έτσι, εκτός των αγίων
μαρτύρων, υπάρχουν δυστυχώς και οι
πεπτωκότες. Αυτοί που προτιμούν «την
ησυχία τους». Αυτοί οι οποίοι κοστολογούν
τόσο πολύ την υπόληψη του κόσμου και
την αξία της χαμοζωής, ώστε φτάνουν ν'
αρνηθούν την αλήθεια και αυτήν την
αιωνιότητα. Την βασιλεία του Θεού.
Αλλ' ας μη νομίσουμε ότι οι θλιβερές
αυτές καταστάσεις έκαναν την εμφάνισή
τους μόνο κατά τα έτη των σκληρών διωγμών.
Δυστυχώς, οι συμβιβασμοί και οι προδοσίες,
ως καρκινώματα, εμφανίζονται σε κάθε
εποχή και σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και
πλάτη.
Παρουσιάζονται όχι μόνο σε απλοϊκούς
πιστούς που δεν φρόντισαν να ρίξουν
γερά τα θεμέλια της πίστεως στην ύπαρξή
τους, αλλά το διαπιστώνει κανείς και σε
όλα δυστυχώς τα επίπεδα, κλήρου, μοναχισμού
και λαού. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό,
ότι τα ονόματα των προσώπων που με βαθιά
θλίψη αναφέρει ο Απόστολος «Φύγελλος
και Ερμογένης», δεν ήταν ούτε τυχαίοι,
ούτε φυσικά εχθροί εξ' αρχής. Ήταν
συνεργάτες του μεγαλύτερου των Αποστόλων.
Και φυσικά, αυτός που ντροπιάζεται
αιωνίως, δεν είναι ο Απόστολος, αλλ'
αυτοί οι αποστάτες.
Αν λοιπόν, υπεροχικά πρόσωπα στο έργο
της Εκκλησίας, ξεφεύγουν και αρνούνται
τελικώς, τόσο την πίστη, όσο και τους
Αποστόλους, και γενικώτερα τους Πατέρες
και διδάσκαλους, έως και τις ημέρες μας,
κατανοεί κανείς πόση προσοχή χρειάζεται
στο να μένει κανείς εδραίος και
αμετακίνητος επί των επάλξεων της εν
Χριστώ ομολογίας.
Είναι εύκολη η ομολογία; Είναι και εύκολη
αλλά και δύσκολη.
Εύκολη όταν κανείς αποδεχθεί απολύτως
και χωρίς κρατούμενα τον Κύριο. Όταν
ζει τη ζωή Του μέσα στο Σώμα Του που
είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δύσκολη όμως
και αδύνατη, όταν ο «πιστός» θέλει να
συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, νομίζοντας
ότι και τον Θεό μπορεί να λατρεύει, αλλά
και ο κόσμος να τον θεωρεί δικό του.
Χρειάζεται όμως προσοχή
και διάκρισις.
Το θέμα της ομολογίας -
και μάλιστα τις ορθές του προδιαγραφές
- για να μην καταντά άκριτο και φαιδρό,
για να μη φέρει πνευματική ζημία αντί
καλού και ωφελείας, πρέπει να συνοδεύεται
με διάκριση. Δεν είναι και τόσο απλό όσο
ίσως εξ' αρχής φαίνεται. Είναι πολύπτυχο
και απαιτεί όχι μόνο την αγνή διάθεση
εκ μέρους του πιστού, αλλά και την στιβαρή
χειραγωγία από έμπειρο ή έμπειρους
πνευματικούς πατέρες.
Βεβαίως, τον Απόστολο
Τιμόθεο τον κρατούσε γερά και τον
διαπαιδαγωγούσε εν Χριστώ
ο μέγιστος των Αποστόλων. Και αν
ερευνήσουμε, θα διαπιστώσουμε πως πίσω
ή καλύτερα δίπλα από τον κάθε ομολογητή
ή
μάρτυρα της αμωμήτου πίστεώς μας,
βρίσκεται ένας αυθεντικός πνευματικός
πατέρας που άνδρωσε και γύμνασε μέσα
στους κόλπους της Εκκλησίας, την ηρωίκή
ύπαρξη. Διότι και στο σημείο αυτό, θα
πρέπει να γνωρίζουμε, πως λειτουργούν
οι πνευματικοί νόμοι.
Είναι δε αδύνατον να φέρει κανείς
ευλογημένα αποτελέσματα όταν ξεκινά
μόνος ή το ακόμα χειρότερο, όταν την
«αποτείχισή» του ή την αποκοπή του από
το Σώμα της Εκκλησίας, την τοποθετεί
στα ομολογιακά δήθεν επίπεδα και το
σχίσμα θέλει να το δικαιολογήσει ως
δήθεν Πατερική
γραμμή και αυθεντική Ορθοδοξία.
Το δε ακόμα χειρότερο είναι τούτο. Πως
ενώ αργά ή
γρήγορα συνειδητοποιεί κανείς την πλάνη
και την παρασπονδία του, «αισχύνεται»
όμως και να την ομολογήσει. Και γιατί
αυτό; Διότι τώρα φοβάται να αντιμετωπίσει
τον συρφετό της ομάδας των «συναγωνιστών»
που και αυτοί ίσως, από αυτόν τον ίδιον
να οδηγήθηκαν στην κατ' άτομο ή και
στην ομαδική «αποτείχιση»
και αποκοπή.
Αλλ' επιβάλλεται
στο σημείο αυτό να αγγίξουμε και μια
παραπλήσια και κρυφή ή και φανερή πληγή.
Το πόσες δηλ. ψυχές, κατά τα άλλα αγαθές
και ειλικρινείς, διστάζουν ή και φοβούνται
να ομολογήσουν την αλήθεια. Φοβούνται
και δειλιάζουν, λόγω του ότι έχουν
εγκλωβιστεί σε καθαρά ανθρώπινες
καταστάσεις. Καθοδηγούνται δηλ. από
πρόσωπα που έχουν ημιμάθεια σε θέματα
ορθοδόξου βιωτής και Πατερικής
παραδόσεως. Σε ομάδες με ρευστή δογματική
συνείδηση. Αποτέλεσμα; Να αρνούνται όχι
μόνο την αυθεντική ομολογία, αλλά και
την πιο απλή έστω διαμαρτυρία σε θέματα
που άπτονται την ουσία και αυτής της
ζωής, όπως είναι για παράδειγμα ο
λεγόμενος «εγκεφαλικός θάνατος», αλλά
και τόσα άλλα για τα οποία θα έπρεπε να
αποδείξουν ότι και ευαισθησία υπάρχει
στους κόλπους τους, μα και ότι γνωρίζουν
να ξεχωρίζουν την αυθεντική Αποστολική
και πατερική φωνή, από τον ψευδοσυναισθηματισμό
και τις νόθες Εκκλησιαστικές
καταστάσεις.
Είθε, ο Κύριος Ιησούς να
χαρίζει τον φωτισμό, την διάκριση και
την ομολογία σε όλες τις εκφάνσεις της
πίστεως και της ζωής μας.
Αμήν
Άρχ.
Ιωήλ Κωνστάνταρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου