Τόν προαγωγό τοῦ σοδομισμοῦ
(σύν τοῖς ἄλλοις)
θά τολμήσουν νά ὑποδεχθοῦν
οἱ Ἀρχιποιμένες
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος;
Φωτό
Β Κορ. 6,14 Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;
Β Κορ. 6,14 Μη συνδέεσθε στενά και μη συνοδοιπορείτε με τους απίστους (με τους οποίους, ως εκ της απιστίας των, είναι αδύνατος η καλή συνεννόησις και συνεργασία σας). Διότι ποία συνάφεια και ανάμιξις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ της δικαιοσύνης και της παρανομίας; Ποία επικοινωνία μεταξύ φωτός και σκότους;
Β Κορ. 6,15 τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;
Β Κορ. 6,15 Ποία συννενόησις και συμφωνία μεταξύ Χριστού και διαβόλου; Τι κοινόν ημπορεί να έχη ένας πιστός με έναν άπιστον;Ρωμ. 1,21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία·
Ρωμ. 1,21 διότι, ενώ εγνώρισαν δια μέσου της δημιουργίας τον πάνσοφον και πανάγαθον Θεόν, δεν τον εδόξασαν ως αληθινόν Θεόν δια τα μεγαλεία του και δεν τον ευχαρίστησαν δια τας αναριθμήτους ευεργεσίας του, αλλ' επλανήθησαν με τους μωρούς και ψευδείς συλλογισμούς των περί των ειδώλων και της αμαρτωλής ζωής και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών διάνοια·
Ρωμ. 1,22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν,
Ρωμ. 1,22 και ενώ διακηρύττουν ότι είναι σοφοί, απεδείχθησαν μωροί και ανόητοι·
Ρωμ. 1,23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν.
Ρωμ. 1,23 και αντικατέστησαν την άπειρον και μεγαλειώδη δόξαν του αφθάρτου Θεού με υλικά αγάλματα, με είδωλα, που εικονίζουν φθαρτούς ανθρώπους και πτηνά και τετράποδα και ερπετά.
Ρωμ. 1,24 Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς,
Ρωμ. 1,24 Δια την ασέβειαν δε και την αποστασίαν των αυτήν απέσυρεν ο Θεός την χάριν του και έτσι παρεδόθησαν και υπεδουλώθησαν εις τας αμαρτωλάς επιθυμίας των καρδιών των, εις ηθικήν ακαθαρσίαν, ώστε να εξευτελίζωνται τα σώματα των από αυτούς τους ιδίους.
Ρωμ. 1,25 οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ρωμ. 1,25 Αυτοί αντήλλαξαν και αντικατέστησαν την αλήθειαν του Θεού με το ψεύδος της ειδωλολατρίας, εσεβάσθησαν δε και ελάτρευσαν την άψυχον και άλογον και πεπερασμένην κτίσιν, αντί του Δημιουργού, ο οποίος την έκτισε και πρέπει δια τούτο να ευλογήται και να δοξάζεται εις όλους τους αιώνας. Αμήν.
Ρωμ. 1,26 Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν,
Ρωμ. 1,26 Ακριβώς δε διότι ελάτρευσαν ψευδείς και φαύλους θεούς, παρεχώρησεν ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν εις εξευτελιστικά πάθη. Διότι και αι γυναίκες των (χωρίς να εντραπούν και σεβασθούν ούτε τον ευατόν των) αλλάξαν την φυσικήν χρήσιν του φύλου των εις την παρά φύσιν και εξετράπησαν εις ακατανομάστους πράξεις.
Ρωμ. 1,27 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.
Ρωμ. 1,27 Κατά παρόμοιον τρόπον και οι άρρενες αφήκαν την φυσικήν σχέσιν και χρήσιν της γυναικός και εφλογίσθησαν εις τας εμπαθείς ορέξεις μεταξύ των, ώστε άνδρες εις άνδρας να ενεργούν αναισχύντους και εξευτελιστικάς πράξεις και να λαμβάνουν τον μισθόν, που τους έπρεπε δια την πλάνην των, από τον ίδιον τον ευατόν των.
Ρωμ. 1,28 Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα,
Ρωμ. 1,28 Και καθώς δεν έκριναν καλόν και δεν ηθέλησαν να κατέχουν την αληθή και σοφήν γνώσιν περί του Θεού, παρεχώρησεν ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν εις νουν ανίκανον να διακρίνη το ορθόν, με αποτέλεσμα να διαπράττουν αυτά τα απρεπή και επαίσχυντα.
Ρωμ. 1,29 πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλεονεξία, κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου κακοηθείας,
Ρωμ. 1,29 Και έτσι εγέμισαν και διεποτίσθησαν, κατά την ψυχήν και το σώμα, από κάθε αδικίαν, πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξίαν, κακίαν· εγέμισαν από φθόνον, φόνον, φιλόνεικον διάθεσιν, δολιότητα και κάθε κακοήθειαν.
Ρωμ. 1,30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,
Ρωμ. 1,30 Εγιναν κρυφοί κατήγοροι σιγοψιθυρίζοντες μεταξύ των εις βάρος των άλλων, θρασείς συκοφάνται των απόντων, γεμάτοι μίσος εναντίον του Θεού, υβρισταί, φαντασμένοι και κομπασταί, επιδειξιομανείς, επινοηταί κακών εις βάρος των άλλων, ασεβείς και ανυπάκοοι απέναντι των γονέων·
Ρωμ. 1,31 ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας·
Ρωμ. 1,31 άνθρωποι χωρίς σύνεσιν, που χωρίς εντροπήν καταπατούν τον λόγον των και τας συμφωνίας που έχουν κάμει, άστοργοι απέναντι των οικείων των, αδιάλλακτοι και μνησίκακοι, σκληροί και ανάλγητοι εις την ξένην δυστυχίαν.
Ρωμ. 1,32 οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.
Ρωμ. 1,32 Αυτοί, μολονότι εγνώρισαν καλά το θέλημα και την δικαιοσύνην του Θεού, ότι δηλαδή όσοι διαπράττουν τέτοια πονηρά έργα είναι άξιοι θανάτου, όχι μόνον πράττουν αυτά, αλλά από ψυχικήν πώρωσιν και κακότητα επιδοκιμάζουν με όλην των την καρδιά και εκείνους που τα πράττουν.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή