ΚΗΡΥΓΜΑ:
Κυριακή τῆς Τυροφάγου
(Ρωμ. 13,11-14,4)
(Ρωμ. 13,11-14,4)
Εἰδωλολατρικές ἑορτές,
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
- «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13-14)
- (Μακριά, λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀπὸ καρναβαλικὲς μεταμφιέσεις καὶ μεθύσια, μακριὰ ἀπὸ πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες, μακριὰ ἀπὸ ἔριδες κι ἀντιζηλίες· ντυθῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀφῆστε τὴ μέριμνα πῶς νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες).
ΟΛΟΙ,
ἀγαπητοί μου, γνωρίζουμε ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, προτοῦ νά ᾽ρθῃ ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι ἦταν εἰδωλολάτρες.
Τί θὰ πῇ εἰδωλολατρία. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν διάφορα φυσικὰ φαινόμενα καί, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ τους, τὰ φαινόμενα αὐτὰ τὰ θεοποιοῦσαν. Ἔβλεπαν π.χ. τὸν κεραυνὸ νὰ πέφτῃ καὶ νὰ καίῃ, καὶ εἶπαν· ἡ φωτιὰ εἶνε θεός. Ἔβλεπαν τὸν ἥλιο νὰ λάμπῃ, καὶ εἶπαν· ὁ ἥλιος εἶνε θεός·
καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχουν λαοὶ ποὺ ἔχουν θεὸ τὸν ἥλιο ἢ λατρεύουν ὡς θεὸ τὴ φωτιά, εἶνε πυρολάτρες. Ἄλλοι πάλι ἔβλεπαν τὸ νερὸ νὰ πλημμυρίζῃ, νὰ πνίγῃ καὶ νὰ καταστρέφῃ, καὶ εἶπαν ὅτι τὸ νερὸ εἶνε θεὸς καὶ θεοποιοῦσαν ποταμούς. Κι ὄχι μόνο φυσικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴ δύναμί τους τοὺς ὠνόμαζαν θεοὺς ἢ ἡμιθέους. Ὑπῆρχαν ἀκόμα λαοὶ ―θὰ σᾶς φανῇ παράξενο― ποὺ λάτρευαν ὡς θεοὺς μεγάλα ἢ καὶ μικρὰ ζῷα (τὸ λιοντάρι, τὸ βόδι, τὰ φίδια, τὶς γάτες, τοὺς σκύλους), καὶ ἄλλοι ―ἀκόμα πιὸ παράξενο―, ποὺ ὡς θεὸ λάτρευαν καρπούς· τὰ σκόρδα, τὰ κρεμμύδια, τὰ πράσα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ κατάντημα εἶχε φτάσει ὁ κόσμος πρὸ Χριστοῦ. Σκοτάδι! Πελεκοῦσαν διάφορα ὑλικὰ καὶ ἔκαναν ὁμοιώματα – εἴδωλα ἀπὸ ξύλο, ἀσήμι ἢ χρυσάφι, τὰ ὠνόμαζαν θεοὺς καὶ τὰ προσκυνοῦσαν. Αὐτὴ ἦταν ἡ πίστι τους.
Ὡς πρὸς τὴ λατρεία, εἶχαν ἑορτὲς σὲ καθωρισμένες ἡμέρες. Τότε λάτρευαν τοὺς θεούς τους. Καὶ πῶς τοὺς λάτρευαν; Σύμφωνα μὲ τὸ χαρακτῆρα τους – καὶ συγχωρῆστε με γι᾽ αὐτὰ ποὺ θ᾽ ἀκούσετε τώρα. Ὑπῆρχε π.χ. μία θεότης ποὺ προστάτευε – τί; τὰ σαρκικὰ πάθη, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία· ἦταν ἡ θεὰ Ἀφροδίτη. Πρὸς τιμήν της εἶχαν χτίσει ναὸ στὴν Κόρινθο, τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἐκεῖ εἶχαν μαζέψει χίλιες διεφθαρμένες γυναῖκες, ποὺ ἀσκοῦσαν γιὰ τοὺς λάτρεις τῆς θεᾶς τὴν πορνεία, ὡς λατρεία δηλαδὴ τῆς Ἀφροδίτης. Καὶ ἔτσι, ἀπὸ τὶς ἄνομες ἐκεῖνες εἰσπράξεις, πλούτιζε ὁ ναός. Ὑπῆρχε ἄλλη θεότης ποὺ προστάτευε – τί; τὴ μέθη, τοὺς μεθύσους καὶ ἀσώτους· θεὸς τῆς μέθης ἦταν ὁ Βάκχος. Καὶ πῶς τὸν ἑώρταζαν; Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του ἔπιναν κρασί, μεθοῦσαν καὶ ἔκαναν ὄργια χωρὶς ἴχνος ντροπῆς. Οἱ γυναῖκες ἔβγαζαν τὰ γυναικεῖα ροῦχα καὶ ντύνονταν ἀντρικά, οἱ ἄντρες ἔβγαζαν τὰ ἀντρικὰ καὶ ντύνονταν γυναικεῖα. Πολλοὶ φοροῦσαν προβειὲς ἀπὸ τράγους, κρεμοῦσαν στὸ λαιμὸ τραγοκούδουνα, ἔβγαιναν στοὺς δρόμους, χόρευαν ἀνήθικους χορούς.
Ἔτσι ἑώρταζαν οἱ ἀρχαῖοι, σύμφωνα μὲ τοὺς θεοὺς ποὺ εἶχαν. Καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς κατηγορήσῃς. Τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, τέτοιοι ἦταν κι αὐτοί. Αὐτοὶ μάλιστα, μολονότι λάτρευαν ψεύτικους θεούς, κανένας τους δὲν τολμοῦσε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Βάκχο ἢ τὴν Ἀφροδίτη ἢ ἄλλο θεό. Τοὺς θεούς τους ἐκεῖνοι τοὺς ἐσέβοντο, ἐνῷ ἐμεῖς…
* * *
Στὴν κατάστασι αὐτὴ ζοῦσε ὁ
κόσμος χιλιάδες χρόνια. Ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους ἦρθε τὸ φῶς, ἦρθε ἡ ἡμέρα·
ἔφυγε τὸ σκοτάδι, ἦρθε ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἀπεκάλυψε
ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Δίδαξε τὸν κόσμο, ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινὸς δὲν
εἶνε πεπερασμένος ὅπως τὰ ὑλικὰ δημιουργήματα· δὲν εἶνε ὁ ἥλιος, τὸ
φεγγάρι, τ᾽ ἀστέρια· δὲν εἶνε τὰ ποτάμια, τὰ νερά, οἱ λίμνες, ἡ
θάλασσα· δὲν εἶνε τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ γατιὰ καὶ τὰ σκόρδα. Ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας
καὶ ἄπειρος· ὁ Θεὸς εἶνε «πνεῦμα», «καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν
πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ
λατρεία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶνε ἀνάλογη μὲ τὴ φύσι τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς, τὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν ἑορτῶν οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει
νὰ διασκεδάζουν ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Καὶ ἀκούσαμε σήμερα τί
συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό. Μακριά, λέει, ἀπὸ καρναβαλικὲς
μεταμφιέσεις καὶ μεθύσια, μακριὰ ἀπὸ πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες, μακριὰ ἀπὸ
ἔριδες κι ἀντιζηλίες· ντυθῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀφῆστε τὴ
μέριμνα πῶς νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες (βλ. ῾Ρωμ.
13,13-14). Κατὰ τὸν σημερινὸ ἀπόστολο δηλαδή, δὲν πρέπει ἐμεῖς νὰ
ἑορτάζουμε σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
* * *
Σήμερα ὅμως, τὴν ἅγια αὐτὴ
ἡμέρα, τί γίνεται; Χιλιάδες αὐτοκίνητα τρέχουν στοὺς δημοσίους
δρόμους. Ποῦ πᾶνε; στὴν ἐκκλησιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεό; Θεέ μου, πῶς δὲν
πέφτουν ἀστροπελέκια νὰ κάψουν τὴν ἁμαρτωλή μας γῆ! Ἀπὸ χθὲς βράδυ
ὅλοι εἶνε μέσα στὰ κέντρα διασκεδάσεως. Καὶ τί κάνουν; Ὅ,τι καὶ οἱ
ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Μεταμφιέζονται καὶ ὀργιάζουν· οἱ γυναῖκες
ντύνονται ἄντρες καὶ οἱ ἄντρες γυναῖκες. Πίνουν, χορεύουν αἰσχροὺς
χορούς, λένε λόγια καὶ κάνουν πράγματα ποὺ καταδικάζει ἡ ἁγία μας
Ἐκκλησία. Ἄνθρωποι λοιπὸν ποὺ ἐκδηλώνονται ἔτσι, εἶνε Χριστιανοί; Αὐτοὶ
εἶνε εἰδωλολάτρες, εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν! Ὅπως ὑπῆρχαν πρὸ
Χριστοῦ χριστιανοί, ἔτσι σήμερα ὑπάρχουν μετὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες,
ἀφοῦ μιμοῦνται τρόπους τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν.
Οἱ ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας δὲν ἔκαναν τέτοια πράγματα.
῾Ρωτῆστε γέρους, πρόσφυγες ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο, τὴν
Ἀνατολικὴ Θρᾴκη, νὰ δῆτε πῶς ἑώρταζε ὁ χριστιανικὸς λαὸς τὶς ἅγιες
αὐτὲς ἡμέρες. Δὲν ἤξεραν τί θὰ πῇ ταβέρνα. Ἐν συγκρίσει μ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνοι
ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι.
Τώρα; Ἄνοιξαν κέντρα ψυχαγωγίας ἢ μᾶλλον διαφθορᾶς. Ὅπως πάνω
στὴν κοπριὰ φυτρώνουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι πάνω στὴν βρωμερὴ κοπριὰ τοῦ
μαμωνᾶ φύτρωσαν ἀμέτρητα νυχτερινὰ κέντρα. Καὶ ὅπως στὴν ἀρχαία Κόρινθο
οἱ ἱέρειες τῆς ἡδονῆς εἰσέπρατταν τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ πλουτίζῃ ὁ ναὸς
τῆς Ἀφροδίτης, κατὰ παρόμοιο τρόπο στοὺς σημερινοὺς αὐτοὺς «ναοὺς» τῆς
Ἀφροδίτης ἔρχονται ἀπὸ διάφορα μέρη γυναῖκες ποὺ θεωροῦνται
καλλιτέχνιδες, τραγουδοῦν πορνικὰ τραγούδια, χορεύουν, καὶ διαφθείρουν
τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ λαοῦ μας. Οἱ «καλλιτέχνιδες» αὐτὲς εἶνε
ἀντροχωρίστρες, διαλύουν οἰκογένειες. Πλουτίζουν ἀπομυζώντας πολὺ
χρῆμα, τὸ ὁποῖο καταβάλλουν οἱ πελάτες τῶν κέντρων, ποὺ παραπονοῦνται
κατόπιν πὼς δὲν ἔχουν νὰ ζήσουν. Καὶ ἡ ἀστυνομία; Δὲν ἐπεμβαίνει. Ἀλλὰ
τί φταίει ἡ ἀστυνομία; Τὸ κράτος, μασονικὸ καὶ διεφθαρμένο, δὲν θέλει
νὰ περιστείλῃ τὸ κακό. Σὲ κανένα γειτονικὸ κράτος, οὔτε στὴ Βουλγαρία
οὔτε στὴ Σερβία οὔτε στὴ ῾Ρουμανία, δὲν συμβαίνουν τέτοια αἴσχη. Ἐδῶ
δαπανῶνται ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων γιὰ τὸν ἐκφυλισμὸ τοῦ γένους τῶν
Ἑλλήνων.
* * *
Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἂν εἶχα
ἐξουσία, μέσα σὲ μιὰ νύχτα θὰ ἔκλεινα ὅλα τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς. Καὶ
αὐτὲς τὶς ταλαίπωρες γυναῖκες, ποὺ σὰν νυχτερίδες ῥουφοῦν τὸ αἷμα τοῦ
φτωχοῦ καὶ μαρτυρικοῦ ἀλλὰ ἄφρονος λαοῦ μας, δὲν θέλω νὰ τὶς καταδικάσω.
Εἶνε κι αὐτὲς συχνὰ θύματα τοῦ κυκλώματος τῆς ἀνθρωπίνης
ἐκμεταλλεύσεως, θύματα τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας. Ὅλες τὶς γυναῖκες αὐτὲς
θὰ τὶς πήγαινα σ᾽ ἕνα ἐρημονήσι, νὰ πλυθοῦν ἐκεῖ καὶ νὰ καθαριστοῦν, νὰ
βγοῦν ἀπὸ τὴν ἀτιμία, νὰ γίνουν μητέρες καὶ νοικοκυρές, κι ὄχι νὰ ἔχῃ
τώρα ἡ Ἑλλάδα μας τόσες πόρνες ὅσες δὲν ἔχουν ὅλα τὰ Βαλκάνια μαζί.
Τὰ σκῆπτρα πάντως τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν
κατέχει ἡ Πάτρα. Τί γίνεται ἐκεῖ δὲν περιγράφεται. Μαζεύονται χιλιάδες
κόσμος, φοροῦν μάσκες, χορεύουν, μεθοῦν, ὀργιάζουν δημοσίως, κυλιοῦνται
στὸ χῶμα… Λὲς καὶ εἶνε ἡ ἐποχὴ τοῦ Βάκχου. Ἑορτάζει ὁ Βάκχος καὶ ὄχι ὁ
Χριστός. Μία χρονιὰ ὅμως, τὸ 1978, ἐνῷ ἑώρταζαν τὰ προεόρτια τοῦ Βάκχου
τὴν Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεων καὶ ἔκαναν πρόβες στὸν καρνάβαλό τους, τί
ἔγινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Σεισμός· σείστηκε ἡ Πάτρα καὶ φώναζαν «Παναγιά!»
καὶ «Ἅγιε Ἀνδρέα!».
Ἔτσι φαίνεται πρέπει νὰ συμβῇ, διότι ξεπεράσαμε πλέον κάθε
ὅριο· κινδυνεύουμε νὰ γίνουμε Σόδομα καὶ Γόμορρα! Μὲ ἀστυνομίες, μὲ
εἰσαγγελεῖς, μὲ νομάρχες, μὲ δεσποτάδες, μὲ παπᾶδες, κινδυνεύει νὰ
σαπίσῃ ὁλόκληρη ἡ κοινωνία. Κανείς δὲν ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὶς εὐθῦνες γιὰ
τὸ κατάντημα αὐτό.
Ταῦτα λέγω, ἀγαπητοί μου, καὶ εὔχομαι ἡ ἁγία αὐτὴ ἡμέρα νὰ
περάσῃ ὅπως θέλει ὁ Χριστός, καὶ ὄχι ὅπως θέλει ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ Βάκχος
καὶ οἱ ἄλλοι ψεύτικοι θεοί.
Τὸ βράδυ, ποὺ θὰ γίνῃ ὁ κατανυκτικὸς ἑσπερινός, ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ δώσουμε καὶ νὰ λάβουμε συγχώρησι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 12-3-1978)