Ἡ σύγχυση τῶν καιρῶν
τοῦ οἰκουμενισμοῦ,
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
«Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν,
οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος,
οἱ τιθέντες τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ
γλυκὺ πικρόν.
Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες» (Ησαΐας
ε΄ 20-21).
Γιὰ
νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν διδασκαλία καὶ τὸν πραγματικὸ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας
ἀπαιτεῖται «σοφία» ὄχι κοσμική, ἀνθρώπινη, ἀλλὰ θεία· ἀπαιτεῖται «νοῦς»,
«νοῦς Χριστοῦ» [Α΄ Κορ. β΄ 16 ], δηλαδή χάρισμα ἐξ οὐρανῶν καὶ προϊὸν
καθαρῆς καὶ ἁγνῆς πίστης, ταπείνωσης, πνευματικῶν ἀγώνων καὶ ἀγαθῆς προαίρεσης,
μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μπορέσει νὰ γνωρίσει κανείς, παρὰ τὶς ἁμαρτίες του - διότι οὐδεὶς
ἀναμάρτητος - τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν διαστρέβλωση καὶ τὴν
σύγχυση. Δυστυχῶς ὅμως ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς πλέον ἀκατήχητους εἶναι πιὰ γεγονός ἀδιαμφισβήτητο,
ὅτι στὶς μέρες μας ἐπικρατεῖ ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας μία πρωτοφανὴς
σύγχυση ὡς πρὸς τὰ δόγματα καὶ τὸν σωτηριολογικὸ χαρακτήρα Της καὶ ὡς πρὸς τὴν διδασκαλία
τῶν Ἁγίων Πατέρων. Σύγχυση καὶ ἀπάτη.