Θυμάμαι, και στο Κοινόβιο είχαμε έναν μοναχό που ως λαϊκός ήταν νωματάρχης. Τον είχαν βάλει διαβαστή, γιατί ήταν μορφωμένος. Τόσα χρόνια ήταν στο μοναστήρι και σιχαινόταν. Που να αγγίξη πόμολο! Με το πόδι άνοιγε την πόρτα ή σκουντούσε το μάνταλο με τον αγκώνα και μετά καθάριζε με οινόπνευμα το μανίκι που το ακούμπησε! Ακόμη και την πόρτα της εκκλησίας με το πόδι την άνοιγε. Και επέτρεψε ο Θεός, όταν γέρασε, να σκουληκιάσουν τα πόδια του, ιδίως το ένα με το οποίο άνοιγε τις πόρτες. Ήμουν παρανοσοκόμος, όταν ήρθε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο της Μονής με δεμένο το πόδι. Μου είπε ο νοσοκόμος να το λύσω και εκείνος πήγε να φέρη κάτι γάζες. Όταν το άνοιξα, τι να δω! Πω, πω, ήταν γεμάτο σκουλήκια! Πήγαινε στην θάλασσα, του λέω, πλύν' το, να φύγουν τα σκουλήκια, και έλα να κάνουμε αλλαγή. Που είχε φθάσει! Τι τιμωρία! Εγώ τα έχασα. Μου λέει ο νοσοκόμος: Κατάλαβες από τι είναι αυτό; Κατάλαβα, του λέω, επειδή ανοίγει την πόρτα με το πόδι!