ΟΤΑΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ,
π. Δημητρίου Μπόκου
α. Οἱ θλίψεις
Δὲν ξέρω πῶς βρέθηκα ἐδῶ.
Ἔτρεχα πανευτυχής!
Μὲ τὸ καπέλο στὸ δεξί μου χέρι,
πίσω ἀπὸ μιὰ πεταλούδα φωσφορίζουσα,
ποὺ μ’ ἔκανε τρελὸ ἀπὸ χαρά.
Καὶ ξάφνου γκάπ, σκοντάφτω.
Καὶ δὲν ξέρω τί ἔγινε ὁ κῆπος!
Τὸ σκηνικὸ ἄλλαξε ἐντελῶς:
Αἷμα κυλᾶ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὴ μύτη μου.
Εἰλικρινὰ δὲν ξέρω τί συνέβη.
Ἢ σῶστε με ἀμέσως,
ἢ φυτέψτε
μου μιὰ σφαίρα στὸν αὐχένα!
Μ’ αὐτὰ τὰ
λόγια ὁ Χιλιανὸς (ἀντι)ποιητὴς Νικάνωρ Πάρρα στὸ ἔργο του «Ποιήματα ἐπείγουσας ἀνάγκης» περιγράφει
τὸν ἄνθρωπο πού, κυνηγώντας τὴν οὐτοπία μιᾶς ξένοιαστης, χαρούμενης
ζωῆς, βρίσκεται ξαφνικὰ ἀνέτοιμος καὶ ἀπελπιστικὰ ἀνίσχυρος μπροστὰ
σὲ ὅ,τι συνιστᾶ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ ὀνείρου του: στὴν εἰσβολὴ τοῦ πόνου στὴ ζωή του.