ΚΗΡΥΓΜΑ
Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου (Ματθ. 8, 5-13)
Γιατί δέν πιστεύετε;
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Στὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο
σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὄχι ἕνας ἄνθρωπος ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Κύριος Ἰησοῦς
Χριστὸς ἐπαινεῖ κάποιον. Δὲν εἶνε οὔτε Ἰουδαῖος, οὔτε ἱερεὺς ἢ ἀρχιερεὺς
ἢ φαρισαῖος, οὔτε κανένας ἀσκητής· εἶνε εἰδωλολάτρης, ζῇ μέσα στὴν
κοινωνία, καὶ ἀσκεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σκληρὰ ἐπαγγέλματα, εἶνε ῾Ρωμαῖος ἀξιωματικός, ἑκατόνταρχος.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη βλέπουμε κι ἄλλους σὰν αὐτόν, ὅπως τὸν κεντυρίωνα, ποὺ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὸ Γολγοθᾶ, ὅταν εἶδε τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα κι ἄκουσε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὁ σκληρὸς ἐκεῖνος ἄνδρας (ποὺ τὸ ὄνομά του κατὰ τὴν παράδοσι ἦταν Λογγῖνος) εἶπε· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54. βλ. καὶ Μᾶρκ. 15,37-39). Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων βλέπουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Κορνήλιος, μιὰ ἄλλη ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία ἑκατοντάρχου, ἦταν τόσο εὐλαβὴς ὥστε οἱ προσευχὲς κ᾽ οἱ ἐλεημοσύνες του ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό (βλ. Πράξ. 10,1-4).
Δὲν ἐμποδίζει λοιπὸν τὸ ἐπάγγελμα νά ᾽νε κανεὶς κοντὰ στὸ Θεό.
Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σωθῇ, ὁποιοδήποτε ἐπάγγελμα καὶ ἂν κάνῃ· αὐτὸ
βλέπουμε καὶ ἐδῶ.Στὴν Καινὴ Διαθήκη βλέπουμε κι ἄλλους σὰν αὐτόν, ὅπως τὸν κεντυρίωνα, ποὺ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὸ Γολγοθᾶ, ὅταν εἶδε τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα κι ἄκουσε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὁ σκληρὸς ἐκεῖνος ἄνδρας (ποὺ τὸ ὄνομά του κατὰ τὴν παράδοσι ἦταν Λογγῖνος) εἶπε· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54. βλ. καὶ Μᾶρκ. 15,37-39). Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων βλέπουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Κορνήλιος, μιὰ ἄλλη ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία ἑκατοντάρχου, ἦταν τόσο εὐλαβὴς ὥστε οἱ προσευχὲς κ᾽ οἱ ἐλεημοσύνες του ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό (βλ. Πράξ. 10,1-4).
* * *
Πῶς εἰσακούστηκε, ἀγαπητοί μου, ὁ
ἑκατόνταρχος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου; Εἰσακούστηκε μὲ τὴν πίστι του,
τὴν ὁποία συνώδευαν ἡ ταπείνωσι καὶ ἡ ἀγάπη.
Ἡ ἀγάπη του! Ἡ πίστι τοῦ ἑκατοντάρχου δὲν ἦταν νεκρή· ἦταν «πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. 5,6), πίστι ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ ἔκανε ὁ ἑκατόνταρχος. Πίστευε στὸν Κύριο, καὶ τὴν πίστι του τὴ μετέφραζε σὲ ἔργα ἀγάπης. Ποῦ βλέπουμε τὴν ἀγάπη του; Ἔρχεται καὶ παρακαλεῖ τὸ Χριστὸ γιὰ ἕναν ἄρρωστο. Ποιός ἦταν ὁ ἄρρωστος; Δὲν ἦταν ἡ γυναίκα του ἢ τὸ παιδί του ἢ ἡ ἀδερφή του ἢ ἄλλο συγγενικό του πρόσωπο· ἦταν ὁ δοῦλος του. Παρακαλεῖ γιὰ τὸ δοῦλο, γιὰ τὸν ὑπηρέτη του.
Τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης του φαίνεται ἂν σκεφτοῦμε τί ἦταν τότε οἱ δοῦλοι. Οἱ δοῦλοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ἐθεωροῦντο ἄνθρωποι. Ὅπως τώρα ἔχει δικαίωμα ὁ καθένας νὰ κάνῃ τὸ ζῷο του ὅ,τι θέλει, ἔτσι κι ἀκόμη χειρότερα εἶχαν δικαίωμα νὰ κάνουν τοὺς δούλους. Λένε ὅτι κάποιος πλούσιος στὴ Ῥώμη ἔφτειαξε μιὰ λίμνη μὲ ψάρια· κι ἀγόραζε δούλους, τοὺς ἔσφαζε, τοὺς ἔκανε κομμάτια καὶ ἔτρεφε τὰ ψάρια μὲ τὰ κρέατά τους. Λένε γιὰ ἄλλους ὅτι, ὅταν ἀρρώσταινε ἕνας δοῦλος τους, τὸν πετοῦσαν σ᾽ ἕνα ξερονήσι κ᾽ ἐκεῖ ἔρχονταν τὰ κοράκια καὶ τὸν ἔτρωγαν. Σὲ ἐποχὴ λοιπὸν τέτοιας ἀσπλαχνίας, βλέπεις τὸν ἑκατόνταρχο καὶ παρακαλεῖ γιὰ ἕνα δοῦλο. Τέτοιον ἄνθρωπο πῶς νὰ μὴν τὸν ἀκούσῃ ὁ Χριστός;
Θαυμαστὴ εἶνε καὶ ἡ ταπείνωσι ποὺ ἔδειξε. ῾Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος αὐτός, φρούραρχος τῆς πόλεως, ἔρχεται στὸ Χριστὸ καὶ παρακαλεῖ· –Ἔχω ἄρρωστο στὸ σπίτι. Ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· –Θὰ ἔρθω ἐγὼ νὰ τὸν θεραπεύσω. Καὶ τότε αὐτὸς τί ἀπαντᾷ· «Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς…»· δὲν εἶμαι ἄξιος ἐγώ, Κύριε, νὰ σὲ δεχθῶ στὸ σπίτι μου (Ματθ. 8,8). Ἔχει συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, αἰσθάνεται ἀνάξιος· τὸ ἀρχοντικό του, ποὺ ἄλλοι θὰ τὸ ζήλευαν, μπρὸς στὴ μεγαλωσύνη τοῦ Χριστοῦ τὸ βρίσκει μικρὸ καὶ φτωχό.
⃝Πιὸ πολὺ ὅμως εἰσακούστηκε γιὰ τὴν πίστι του. Λέει στὸ Χριστό· «Μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου»· πὲς μόνο ἕνα λόγο, καὶ φτάνει αὐτό, ὁ δοῦλος μου θὰ γίνῃ καλά (ἔ.ἀ.).
Πίστευε. Τί πίστευε· ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει ἀπεριόριστη δύναμι, ἐξουσιάζει τὰ πάντα. Πίστευε, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Ἰατρός. Δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλοι, ποὺ γιὰ νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄρρωστο πρέπει νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ τὸν ἐξετάσουν. Πίστευε, ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ θεραπεύῃ κι ἀπὸ μακριά. Φαίνεται ἀπίστευτο αὐτό; Ὑπολογίστε πόσο μακριὰ βρίσκεται ὁ ἥλιος, καὶ ὅμως ἡ ἀκτινοβολία του φτάνει στὴ γῆ καὶ ζωογονεῖ τὰ πάντα. Ἐὰν λοιπὸν ὁ ἥλιος, ἕνα δημιούργημα, κατορθώνῃ νὰ φτάνῃ μέχρι ἐδῶ, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας, ὁ πνευματικὸς Ἥλιος, μπορεῖ νὰ εὐεργετῇ κι ἀπὸ μακριά;
Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν ἀμφέβαλλε. Εἶχε πίστι, ἀγάπη, ταπείνωσι. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὸν βραβεύει. Ὅπως οἱ βασιλιᾶδες δίνουν παράσημα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Καὶ τὸ μεγάλο παράσημο δὲν τὸ ἔδωσε σὲ ἄλλον ἀλλὰ τὸ δίνει σ᾽ αὐτὸν τὸν ἀλλόφυλο. Παράσημο εἶνε τὰ λόγια· «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (ἔ.ἀ. 8,10)· τέτοια πίστι, τέτοια ἀγάπη, τέτοια ταπείνωσι, τέτοιο ψυχικὸ μεγαλεῖο, δὲ βρῆκα λέει οὔτε μέσα στὸν Ἰσραήλ.
Ἡ ἀγάπη του! Ἡ πίστι τοῦ ἑκατοντάρχου δὲν ἦταν νεκρή· ἦταν «πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. 5,6), πίστι ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ ἔκανε ὁ ἑκατόνταρχος. Πίστευε στὸν Κύριο, καὶ τὴν πίστι του τὴ μετέφραζε σὲ ἔργα ἀγάπης. Ποῦ βλέπουμε τὴν ἀγάπη του; Ἔρχεται καὶ παρακαλεῖ τὸ Χριστὸ γιὰ ἕναν ἄρρωστο. Ποιός ἦταν ὁ ἄρρωστος; Δὲν ἦταν ἡ γυναίκα του ἢ τὸ παιδί του ἢ ἡ ἀδερφή του ἢ ἄλλο συγγενικό του πρόσωπο· ἦταν ὁ δοῦλος του. Παρακαλεῖ γιὰ τὸ δοῦλο, γιὰ τὸν ὑπηρέτη του.
Τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης του φαίνεται ἂν σκεφτοῦμε τί ἦταν τότε οἱ δοῦλοι. Οἱ δοῦλοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ἐθεωροῦντο ἄνθρωποι. Ὅπως τώρα ἔχει δικαίωμα ὁ καθένας νὰ κάνῃ τὸ ζῷο του ὅ,τι θέλει, ἔτσι κι ἀκόμη χειρότερα εἶχαν δικαίωμα νὰ κάνουν τοὺς δούλους. Λένε ὅτι κάποιος πλούσιος στὴ Ῥώμη ἔφτειαξε μιὰ λίμνη μὲ ψάρια· κι ἀγόραζε δούλους, τοὺς ἔσφαζε, τοὺς ἔκανε κομμάτια καὶ ἔτρεφε τὰ ψάρια μὲ τὰ κρέατά τους. Λένε γιὰ ἄλλους ὅτι, ὅταν ἀρρώσταινε ἕνας δοῦλος τους, τὸν πετοῦσαν σ᾽ ἕνα ξερονήσι κ᾽ ἐκεῖ ἔρχονταν τὰ κοράκια καὶ τὸν ἔτρωγαν. Σὲ ἐποχὴ λοιπὸν τέτοιας ἀσπλαχνίας, βλέπεις τὸν ἑκατόνταρχο καὶ παρακαλεῖ γιὰ ἕνα δοῦλο. Τέτοιον ἄνθρωπο πῶς νὰ μὴν τὸν ἀκούσῃ ὁ Χριστός;
Θαυμαστὴ εἶνε καὶ ἡ ταπείνωσι ποὺ ἔδειξε. ῾Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος αὐτός, φρούραρχος τῆς πόλεως, ἔρχεται στὸ Χριστὸ καὶ παρακαλεῖ· –Ἔχω ἄρρωστο στὸ σπίτι. Ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· –Θὰ ἔρθω ἐγὼ νὰ τὸν θεραπεύσω. Καὶ τότε αὐτὸς τί ἀπαντᾷ· «Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς…»· δὲν εἶμαι ἄξιος ἐγώ, Κύριε, νὰ σὲ δεχθῶ στὸ σπίτι μου (Ματθ. 8,8). Ἔχει συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, αἰσθάνεται ἀνάξιος· τὸ ἀρχοντικό του, ποὺ ἄλλοι θὰ τὸ ζήλευαν, μπρὸς στὴ μεγαλωσύνη τοῦ Χριστοῦ τὸ βρίσκει μικρὸ καὶ φτωχό.
⃝Πιὸ πολὺ ὅμως εἰσακούστηκε γιὰ τὴν πίστι του. Λέει στὸ Χριστό· «Μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου»· πὲς μόνο ἕνα λόγο, καὶ φτάνει αὐτό, ὁ δοῦλος μου θὰ γίνῃ καλά (ἔ.ἀ.).
Πίστευε. Τί πίστευε· ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει ἀπεριόριστη δύναμι, ἐξουσιάζει τὰ πάντα. Πίστευε, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Ἰατρός. Δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλοι, ποὺ γιὰ νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄρρωστο πρέπει νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ τὸν ἐξετάσουν. Πίστευε, ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ θεραπεύῃ κι ἀπὸ μακριά. Φαίνεται ἀπίστευτο αὐτό; Ὑπολογίστε πόσο μακριὰ βρίσκεται ὁ ἥλιος, καὶ ὅμως ἡ ἀκτινοβολία του φτάνει στὴ γῆ καὶ ζωογονεῖ τὰ πάντα. Ἐὰν λοιπὸν ὁ ἥλιος, ἕνα δημιούργημα, κατορθώνῃ νὰ φτάνῃ μέχρι ἐδῶ, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας, ὁ πνευματικὸς Ἥλιος, μπορεῖ νὰ εὐεργετῇ κι ἀπὸ μακριά;
Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν ἀμφέβαλλε. Εἶχε πίστι, ἀγάπη, ταπείνωσι. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὸν βραβεύει. Ὅπως οἱ βασιλιᾶδες δίνουν παράσημα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Καὶ τὸ μεγάλο παράσημο δὲν τὸ ἔδωσε σὲ ἄλλον ἀλλὰ τὸ δίνει σ᾽ αὐτὸν τὸν ἀλλόφυλο. Παράσημο εἶνε τὰ λόγια· «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (ἔ.ἀ. 8,10)· τέτοια πίστι, τέτοια ἀγάπη, τέτοια ταπείνωσι, τέτοιο ψυχικὸ μεγαλεῖο, δὲ βρῆκα λέει οὔτε μέσα στὸν Ἰσραήλ.
* * *
Ὁ ἑκατόνταρχος, ἀγαπητοί μου, μᾶς προσφέρει σήμερα πολύτιμα διδάγματα.
Τό πρῶτο. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ γίνεται βέβαια κατ᾿ ἐξοχὴν μέσα στὸ ναό, ὅπου εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, γι᾽ αὐτὸ ἐκεῖ συγκεντρώνονται οἱ πιστοί· «ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν Θεόν» (Ψαλμ. 67,27). Δὲν περιορίζεται ὅμως μόνο μέσα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς τέσσερις τοίχους. Ὁ ψαλμῳδὸς λέει· «Ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 102,22). Παντοῦ δηλαδή, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι, εἶνε κοντά, πολὺ κοντά σου ὁ Θεός. Ἀρκεῖ νὰ ἔχῃς τὴν πίστι τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τὸν μυστικὸ ἀσύρματο ποὺ λέγεται προσευχή. Ἅμα προσεύχεσαι, ἡ φωνή σου φτάνει μέχρι τὰ οὐράνια καὶ βλέπεις θαύματα. Ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι, σ᾽ ἀκούει ὁ Θεός. Σ᾽ ἀκούει ὅπως ἄκουσε τὸν Ἰακὼβ ὅταν βρέθηκε στὴν ἐρημιὰ καὶ εἶπε «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17), ὅπως ἄκουσε τὸν Ἰωσὴφ μέσα στὴ φυλακὴ τῆς Αἰγύπτου, ὅπως ἄκουσε τὸν προφήτη Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων, ὅπως ἄκουσε τὸν Ἰωνᾶ μέσα στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, ὅπως ἄκουσε ὅλους τοὺς ἁγίους του (π.χ. τὴν ἁγία Μαρκέλλα στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, τὴν ἁγία Φεβρωνία στὸ μοναστήρι ἀλλὰ καὶ στὴ φυλακή). Παντοῦ μπορεῖ κανείς νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ παρακαλῇ τὸ Θεό.
Ἡ ἀγάπη· εἶνε τὸ ἄλλο μεγάλο δίδαγμα. Καὶ σήμερα πολλοὶ ἔχουν ἄλλους στὴν ὑπηρεσία τους. Τοὺς ἀγαποῦν ἆραγε ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος τὸν ὑπηρέτη του; Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ ἀφεντικὰ σπλαχνικά, ποὺ ἀγαποῦν τοὺς ὑπηρέτες καὶ τὶς ὑπηρέτριές τους σὰν παιδιά τους, τοὺς φροντίζουν καὶ τοὺς προικίζουν. Εἶνε ἄξιοι ἐπαίνου. Πόσοι ὅμως εἶνε αὐτοί; Λίγοι δυστυχῶς. Οἱ πολλοὶ εἶνε ἄσπλαχνοι. Καταστηματάρχες, ἐργοστασιάρχες, προϊστάμενοι πλουτίζουν στραγγίζοντας τοὺς ὑπαλλήλους τους· ἀποκτοῦν μεγάλες κινητὲς καὶ ἀκίνητες περιουσίες μὲ τὸν ἱδρῶτα τῶν ἄλλων, ποὺ συχνὰ χάνουν καὶ τὴν ὑγεία τους δουλεύοντας κάτω ἀπὸ σκληρὲς συνθῆκες ἐργασίας.
Ἄσπλαχνοι ὅμως μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν καὶ ὡρισμένοι γονεῖς ποὺ φροντίζουν μὲν γιὰ τὸ σῶμα τῶν παιδιῶν τους, ἀδιαφοροῦν ὅμως γιὰ τὴν ψυχή τους. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους. Δὲ νοιάζονται ποῦ γυρίζει τὸ παιδί, μὲ ποιοὺς συναναστρέφεται, τί χαρακτῆρα διαμορφώνει. Ὁ ἑκατόνταρχος νοιάστηκε γιὰ τὸ δοῦλο του· πόσες μανάδες καὶ πόσοι πατεράδες φροντίζουν νὰ φέρουν τὰ παιδιά τους στὸ Χριστό, γιὰ νὰ τὰ θεραπεύσῃ ἀπὸ τὶς ψυχικές τους ἀσθένειες;
Καὶ τὸ τρίτο δίδαγμα εἶνε ἡ πίστις. Ὁ ἑκατόνταρχος μᾶς ἐλέγχει ὅλους καὶ μᾶς λέει· Γιατί δὲν πιστεύετε στὸ Χριστό;
Ἐκεῖνος μιά φορὰ εἶδε τὸ Χριστό, λίγα λόγια του ἄκουσε, καὶ πίστεψε μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Ἐμεῖς; Πέρασαν τόσοι αἰῶνες, δυὸ χιλιάδες χρόνια χριστιανισμοῦ. Τί θαύματα, τί αἵματα, τί μαρτύρια δὲν εἶδε ὁ τόπος μας! Κάθε πέτρα, κάθε σπιθαμὴ γῆς κ᾽ ἕνα μαρτύριο. Ὅπου νὰ σκαλίσετε τὸ χῶμα, θὰ βρῆτε ὀστᾶ μαρτύρων. Καὶ ἂν πᾶτε στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἐκεῖ πλέον εἶνε τὰ μαρτύρια τῶν μαρτυρίων. Λοιπόν, φωνάζει ὁ ἑκατόνταρχος, γιατί δὲν πιστεύετε Ἕλληνες;… Αὐτός θὰ μᾶς δικάσῃ. Ἀλλοίμονό μας! Ἀκούσατε τί εἶπε σήμερα ὁ Χριστὸς στὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου; Θά ἔρθουν, λέει, πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύσι καὶ θὰ πάρουν θέσι στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου, ἐνῷ οἱ λεγόμενοι χριστιανοὶ θὰ πεταχτοῦν στὸ «σκότος τὸ ἐξώτερον…» (Ματθ. 8,12). Δὲν τά ᾿πε αὐτὰ ἄνθρωπος, τά ᾿πε ὁ Χριστός. Ἐμεῖς, μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουμε (τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς βλαστήμιες, τὶς ἐπιορκίες, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα) εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χειρότεροι ἀπὸ εἰδωλολάτρες· μόνο στὸ ὄνομα εἴμαστε Χριστιανοί· γιὰ μᾶς, κι ἂν δὲν ὑπῆρχε κόλασις, ἔπρεπε νὰ γίνῃ, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦμε.
Ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν καὶ ἂς ἐπιστρέψουμε. Ἔχουμε μπροστά μας σήμερα ἕνα καθρέπτη, τὸν ἑκατόνταρχο. Ἂς μιμηθοῦμε τὴν πίστι του, τὴν ταπείνωσί του, τὴν ἀγάπη του. Καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ν᾽ ἀπολαύσουμε ὅλοι τὰ ἐπίγεια καὶ οὐράνια ἀγαθά, τῶν ὁποίων ἀξιώθηκε ἐκεῖνος διὰ τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦν Χριστόν· ἀμήν.
Τό πρῶτο. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ γίνεται βέβαια κατ᾿ ἐξοχὴν μέσα στὸ ναό, ὅπου εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, γι᾽ αὐτὸ ἐκεῖ συγκεντρώνονται οἱ πιστοί· «ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν Θεόν» (Ψαλμ. 67,27). Δὲν περιορίζεται ὅμως μόνο μέσα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς τέσσερις τοίχους. Ὁ ψαλμῳδὸς λέει· «Ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 102,22). Παντοῦ δηλαδή, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι, εἶνε κοντά, πολὺ κοντά σου ὁ Θεός. Ἀρκεῖ νὰ ἔχῃς τὴν πίστι τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τὸν μυστικὸ ἀσύρματο ποὺ λέγεται προσευχή. Ἅμα προσεύχεσαι, ἡ φωνή σου φτάνει μέχρι τὰ οὐράνια καὶ βλέπεις θαύματα. Ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι, σ᾽ ἀκούει ὁ Θεός. Σ᾽ ἀκούει ὅπως ἄκουσε τὸν Ἰακὼβ ὅταν βρέθηκε στὴν ἐρημιὰ καὶ εἶπε «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17), ὅπως ἄκουσε τὸν Ἰωσὴφ μέσα στὴ φυλακὴ τῆς Αἰγύπτου, ὅπως ἄκουσε τὸν προφήτη Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων, ὅπως ἄκουσε τὸν Ἰωνᾶ μέσα στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, ὅπως ἄκουσε ὅλους τοὺς ἁγίους του (π.χ. τὴν ἁγία Μαρκέλλα στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, τὴν ἁγία Φεβρωνία στὸ μοναστήρι ἀλλὰ καὶ στὴ φυλακή). Παντοῦ μπορεῖ κανείς νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ παρακαλῇ τὸ Θεό.
Ἡ ἀγάπη· εἶνε τὸ ἄλλο μεγάλο δίδαγμα. Καὶ σήμερα πολλοὶ ἔχουν ἄλλους στὴν ὑπηρεσία τους. Τοὺς ἀγαποῦν ἆραγε ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος τὸν ὑπηρέτη του; Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ ἀφεντικὰ σπλαχνικά, ποὺ ἀγαποῦν τοὺς ὑπηρέτες καὶ τὶς ὑπηρέτριές τους σὰν παιδιά τους, τοὺς φροντίζουν καὶ τοὺς προικίζουν. Εἶνε ἄξιοι ἐπαίνου. Πόσοι ὅμως εἶνε αὐτοί; Λίγοι δυστυχῶς. Οἱ πολλοὶ εἶνε ἄσπλαχνοι. Καταστηματάρχες, ἐργοστασιάρχες, προϊστάμενοι πλουτίζουν στραγγίζοντας τοὺς ὑπαλλήλους τους· ἀποκτοῦν μεγάλες κινητὲς καὶ ἀκίνητες περιουσίες μὲ τὸν ἱδρῶτα τῶν ἄλλων, ποὺ συχνὰ χάνουν καὶ τὴν ὑγεία τους δουλεύοντας κάτω ἀπὸ σκληρὲς συνθῆκες ἐργασίας.
Ἄσπλαχνοι ὅμως μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν καὶ ὡρισμένοι γονεῖς ποὺ φροντίζουν μὲν γιὰ τὸ σῶμα τῶν παιδιῶν τους, ἀδιαφοροῦν ὅμως γιὰ τὴν ψυχή τους. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους. Δὲ νοιάζονται ποῦ γυρίζει τὸ παιδί, μὲ ποιοὺς συναναστρέφεται, τί χαρακτῆρα διαμορφώνει. Ὁ ἑκατόνταρχος νοιάστηκε γιὰ τὸ δοῦλο του· πόσες μανάδες καὶ πόσοι πατεράδες φροντίζουν νὰ φέρουν τὰ παιδιά τους στὸ Χριστό, γιὰ νὰ τὰ θεραπεύσῃ ἀπὸ τὶς ψυχικές τους ἀσθένειες;
Καὶ τὸ τρίτο δίδαγμα εἶνε ἡ πίστις. Ὁ ἑκατόνταρχος μᾶς ἐλέγχει ὅλους καὶ μᾶς λέει· Γιατί δὲν πιστεύετε στὸ Χριστό;
Ἐκεῖνος μιά φορὰ εἶδε τὸ Χριστό, λίγα λόγια του ἄκουσε, καὶ πίστεψε μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Ἐμεῖς; Πέρασαν τόσοι αἰῶνες, δυὸ χιλιάδες χρόνια χριστιανισμοῦ. Τί θαύματα, τί αἵματα, τί μαρτύρια δὲν εἶδε ὁ τόπος μας! Κάθε πέτρα, κάθε σπιθαμὴ γῆς κ᾽ ἕνα μαρτύριο. Ὅπου νὰ σκαλίσετε τὸ χῶμα, θὰ βρῆτε ὀστᾶ μαρτύρων. Καὶ ἂν πᾶτε στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἐκεῖ πλέον εἶνε τὰ μαρτύρια τῶν μαρτυρίων. Λοιπόν, φωνάζει ὁ ἑκατόνταρχος, γιατί δὲν πιστεύετε Ἕλληνες;… Αὐτός θὰ μᾶς δικάσῃ. Ἀλλοίμονό μας! Ἀκούσατε τί εἶπε σήμερα ὁ Χριστὸς στὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου; Θά ἔρθουν, λέει, πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύσι καὶ θὰ πάρουν θέσι στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου, ἐνῷ οἱ λεγόμενοι χριστιανοὶ θὰ πεταχτοῦν στὸ «σκότος τὸ ἐξώτερον…» (Ματθ. 8,12). Δὲν τά ᾿πε αὐτὰ ἄνθρωπος, τά ᾿πε ὁ Χριστός. Ἐμεῖς, μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουμε (τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς βλαστήμιες, τὶς ἐπιορκίες, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα) εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χειρότεροι ἀπὸ εἰδωλολάτρες· μόνο στὸ ὄνομα εἴμαστε Χριστιανοί· γιὰ μᾶς, κι ἂν δὲν ὑπῆρχε κόλασις, ἔπρεπε νὰ γίνῃ, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦμε.
Ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν καὶ ἂς ἐπιστρέψουμε. Ἔχουμε μπροστά μας σήμερα ἕνα καθρέπτη, τὸν ἑκατόνταρχο. Ἂς μιμηθοῦμε τὴν πίστι του, τὴν ταπείνωσί του, τὴν ἀγάπη του. Καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ν᾽ ἀπολαύσουμε ὅλοι τὰ ἐπίγεια καὶ οὐράνια ἀγαθά, τῶν ὁποίων ἀξιώθηκε ἐκεῖνος διὰ τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦν Χριστόν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Μαρκέλλης Βοτανικοῦ – Ἀθῆναι 25-6-1961)
Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=47925