ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ‘’ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ’’
ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ;
Β. Χαραλάμπους, Θεολόγου
Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
__________________
Μπορούμε
να μιλούμε για εκκλησιαστική οικονομία σε θέματα αληθειών της Πίστης
μας; Μπορεί να υπάρξει συγκατάβαση σε θέματα εκκλησιαστικής ορολογίας;
Μπορεί να υπάρξει τέτοια επιείκεια, που να αντιβαίνει στην
αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι αυτή αποτελεί τη Μία Αγία
Καθολική και Αποστολική Εκκλησία; Μπορούμε να θεωρήσομε ως οικονομία με
διάκριση, την επιμονή χρήσης της ονομασίας ‘’εκκλησίες’’ για τις
διάφορες αιρετικές κοινότητες και ομάδες; Δεν είναι επιτρεπτό να
«προσλαμβάνωμεν το αλλότριο, φθείροντες το ημέτερον, ό κακών όντως εστίν
οικονομών», λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (PG 35, 1124).
Πως
μπορεί επίσης να τεθεί θέμα εκκλησιαστικής οικονομίας για τη «Δήλωση
του Τορόντο», που τιτλοφορείται «Η Εκκλησία, οι Εκκλησίες και το
Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», όταν στην παράγραφο 5 αναφέρεται ότι «Οι
εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε. αναγνωρίζουν στις άλλες εκκλησίες στοιχεία
της αληθούς εκκλησίας*»;. Ποια αναγνώριση στοιχείων αληθούς
εκκλησίας μπορούμε να αναγνωρίσουμε, ως έκφραση εκκλησιαστικής
οικονομίας, στους Πεντηκοστιανούς, τους Λουθηρανούς, στους Μεθοδιστές
και στις λοιπές αιρετικές ομάδες;
Μπορούμε
να θεωρήσομε δείγμα εκκλησιαστικής οικονομίας το αναφερόμενο την
παράγραφο 8 της «Δήλωσης του Τορόντο», ότι δηλαδή «Οι εκκλησίες-μέλη
εισέρχονται σε πνευματικές σχέσεις για να οικοδομηθεί το Σώμα του
Χριστού και να ανακαινισθεί η ζωή των εκκλησιών*»; Πότε στην ιστορία
της Εκκλησίας έχει ειπωθεί τέτοιος λόγος; Θα μπορούσε ποτέ κανείς εκ
των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, να αναφέρει ότι το Σώμα του Χριστού θα
οικοδομηθεί από τις πνευματικές σχέσεις με αιρετικούς; Μπορεί να
υπάρξει εκκλησιαστική οικονομία για τέτοια απαράδεκτη αναφορά;
«Οικονομητέον γαρ ένθα μη παρανομητέον», αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος.
Ο
μ. Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης, ο οποίος διετέλεσε καθηγητής του
Κανονικού Δικαίου, ορθά επισημαίνει ως προϋπόθεση για την εκκλησιαστική
οικονομία το εξής : «εφ’όσον παραμένει αλώβητος η ευσέβεια και η του
δόγματος ακεραιότης» (Ιερωνύμου Κοτσώνη - Προβλήματα της
‘’Εκκλησιαστικής Οικονομίας’’).
Κύριο
χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής οικονομίας είναι το πρόσκαιρο. Ένας
ακόμα λόγος που αναιρεί την επιμονή στην εκκλησιαστική οικονομία, για να
μην αποσυρθεί ο όρος ‘’εκκλησίες’’ για τις αιρετικές ομάδες ή
κοινότητες. Aκόμα μια απόδειξη ότι τούτο δεν
αποτελεί οικονομία, είναι το γεγονός ότι δεν αποτελεί μια πρόσκαιρη
απόκλιση, αλλά στο διηνεκές θα καταγράφει την απόκλιση από τη Ορθόδοξη
εκκλησιολογία. «Των οικονομιών αι μεν προς καιρόν γεγόνασι παρά των
πατέρων, ου δε το διηνεκές έχουσι», λέγει ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
«Ο κατ’ οικονομίαν λοιπόν ποιών τι, ουχ απλώς καλόν τούτο ποιεί, αλλ’
ως προς καιρόν χρειώδες», αναφέρει ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας. Και
φυσικά οι Άγιοι αυτοί δεν αναφέρονται σε εκκλησιαστική οικονομία για
θέματα αληθειών της Πίστης μας.
Στις
Οικουμενικές Συνόδους διαφυλάχθηκε η αλήθεια της Ορθόδοξης Πίστης μας
και τηρήθηκε με μεγάλη ακρίβεια η εκκλησιαστική ορολογία. Ουδέποτε
τέθηκε θέμα εκκλησιαστικής οικονομίας στις Οικουμενικές Συνόδους, σε
θέματα αληθειών της Πίστης μας. Δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εκκλησιαστική
οικονομία επί των δογματικών ορίων και γενικότερα των αληθειών της
Πίστης μας.
*«Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (Στυλιανού Χ. Τσομπανίδη)