ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
6. "Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν" (Παροιμ. 19:17)
Μιά μέρα, τήν ὥρα πού περνοῦσα μαζί μέ τόν Ἅγιο ἀπό τήν πλατεία τῆς πόλης, βλέπω στά δεξιά μου ἕναν ἄνθρωπο, πού κάτι σιγομουρμούριζε. Τόν ἀκολουθοῦσαν ἕνα σμάρι φτωχοί καί ζητιάνοι, ζητώντας του ἐλεημοσύνη. Κι ἐκεῖνος, ἐνῶ ἔκανε πώς τούς ἀπόδιωχνε τάχα, τούς ἔβαζει κρυφά στά χέρια τά ἐλεή τῆς ἀγάπης του. Μ' αὐτόν τόν τρόπο ἔκρυβε ἀπό τούς ἀνθρώπους τίς ἀγαθοεργίες του.
Ἐγώ ὅμως τό πῆρα εἴδηση. Σκούντησα λοιπόν τόν Ὅσιο καί τοῦ φανέρωσα χαμηλόφωνα τήν ἀρετή τοῦ διαβάτη. Αὐτός δέν φάνηκε νά ἐντυπωσιάστηκε.
-Τόν ξέρω, παιδί μου, εἶπε. Πολλές φορές ἔχουμε ἀνταμώσει. Ἐσύ μάθε μόνο τοῦτο, ὅτι γιά τόν Θεό εἶναι μέγας.
Λίγες μέρες ἀργότερα τοῦ ζήτησα νά μοῦ πεῖ κάτι γι' αὐτή τήν ἀρετή, καί μοῦ διηγήθηκεκ ἕνα παράδοξο θαῦμα.
-Ἤμουνα μικρό παιδί, εἶπε, ἴσαμε δέκα χρονῶν, καί εἶχα πάει στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ γιά νά προσευχηθῶ. Ἐκεῖ βρῆκα ἕνα γέροντα νά διδάσκει τό λαό. Ἀνάμεσα στ' ἄλλα μίλησε καί γιά τήν ἐλεημοσύνη. Εἶπε μάλιστα, ὅτι αὐτός πού δίνει κάτι στούς φτωχούς, εἶναι νά τό καταθέτει στά χέριατ οῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Μέ κάποια δυσφορία ἄκουσα τά λόγια ἐκείνου τοῦ κήρυκα. Μοῦ φάνηκαν ὑπερβολικά.
"Μά ἀφοῦ ὁ Χριστός, ὅπως μοῦ λένε, εἶναι στούς οὐρανούς, στά δεξιά τοῦ Πατέρα Του", συλλογιζόμμουν μέ τό παιδικό μου μυαλό, "πῶς θά βρεθεῖ στή γῆ, γιά νά πάρει αὐτά πού δίνουμε στούς φτωχούς;". Μέ τέτοιες σκέψεις προχωροῦσα στό δρόμο, ὅταν, ξάφνου, βλέπω νά περνάει ἕνας φτωχός κουρελή, πού-ὦ τοῦ θαύματος!-πάνω ἀπ' τό κεφάλι του εἶχε τήν εἰκόνα τῆς μορφῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκόνα, ἀόρατη βέβαια στούς ἄλλους, στεκόταν ὄρθδια καί ἀκολουθοῦσε τό ζητιάνο παντοῦ. Καθώς λοιπόν αὐτός περπατοῦσε, συναντήθηκε μ' ἕναν καλό ἄνθρωπος, πού τοῦ ἔδωσε ψωμί. Τή στιγμή ὅμως πού ὁ φιλάνθρωπος ἐκεῖνος διαβάτης ἅπλωσε τό χέρι του, ἅπλωσε κι ὁ Χριστός τό δικό Του μέσ' ἀπό τή μετέωρη εἰκόνα, πῆρε τό ψωμί καί, ἀφοῦ εὐχαρίστησε, τό ἔδωσε στό φτωχό. Μά οὔτε ἐκεῖνος οὔτε κι ὁ διαβάτης κατάλαβαν τί ἔγινε. Ὁ θαυμασμός μου γι' αὐτό πού εἶδα δέν περιγράφεται. Ἔ, ἀπό τότε πιά πίστεψα ἀκράδαντα, πώς ὅποιος δίνει στούς ἀδελφούς ὅ,τι ἔχουν ἀνάγκη, τό βάζει πραγματικά στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, πού τή μορφή Του βλέπω νά στέκεται πάνω ἀπ' ὅλους τούς φτωχούς. Ὅσο μπορῶ λοιπόν ἀσκῶ τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Καί ὁ Χριστός μου μ' εὐχαριστεῖ γιά κάθε φτωχό πού βοηθάω.