TRANSLATOR

Σελίδες

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Α Γ Ι Ο Σ Κ Ο Σ Μ Α Σ Ο Α Ι Τ Ω Λ Ο Σ Α΄ Δι­δα­χὲς-θαύ­μα­τα-προ­φη­τεῖ­ες (ἀφηγηματικὴ σύνθεση) π. Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ



Α Γ Ι Ο Σ   Κ Ο Σ Μ Α Σ   Ο   Α Ι Τ Ω Λ Ο Σ

Α΄

Δι­δα­χς-θαύ­μα­τα-προ­φη­τε­ες
                                 (φηγηματικ σύνθεση)                               
                            π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ

Τ 24 το μη­νς Α­γού­στου
μνή­μη το ­γί­ου ν­δό­ξου ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος κα ­σα­πο­στό­λου
Κ ο ­σ μ    τ ο    Α ­τ ω ­λ ο .

http://agrinioreport.com/wp-content/uploads/2013/08/21.jpg μι­κρ συ­νο­δεί­α βά­δι­ζε μ κό­πο στν κα­κο­τρά­χα­λο ­νή­φο­ρο γι τ μι­κρ χω­ριό, πο φώ­λια­ζε σν ­ε­το­φω­λι στν ­πό­με­ρη πλα­γι το βυ­νο. λι­γνς κα­λό­γε­ρος πο πή­γαι­νε μπρο­στά, ­πλω­νε τ βλέμ­μα του στς γνώ­ρι­μες ψη­λς κορ­φές, στ κο­φτε­ρ φα­ράγ­για, στ κα­τα­πρά­σι­να ­λα­τα, κι ­να­θυ­μό­ταν πε­ρα­σμέ­να χρό­νια κα και­ρούς. Τό­τε πο νε­α­ρς ­κό­μη, γε­μά­τος ­νει­ρα κα φλό­γα, πε­ρι­δι­ά­βαι­νε τ μέ­ρη α­τ κα μά­ζευ­ε τ λ­λη­νό­που­λα, μ κα τος με­γά­λους, ν τος δι­δά­ξει τ πρ­τα γράμ­μα­τα. Ν τος μά­θει τν ­στο­ρί­α τους κα τν κα­τα­γω­γή τους. Ν ξέ­ρουν τ ρί­ζα τους, ­τι κρα­τά­ει ­π τν Λε­ω­νί­δα κα τν Με­γα­λέ­ξαν­δρο. Ν ξα­να­θυ­μη­θον τν μαρ­μα­ρω­μέ­νο βα­σι­λιά τους. Πο πε­ρι­μέ­νει ν ξυ­πνή­σει καί, πά­λι μ χρό­νια μ και­ρούς, ν ξα­ναμ­πε στν Πό­λη θρι­αμ­βευ­τής.

Κα ν πο τώ­ρα, μ ­σπρα τ μαλ­λι κι ­ρι­μα­σμέ­νη πι ψυ­χή, ξα­να­γυρ­νο­σε γι ν συ­νε­χί­σει τ ρ­γο του.
­ταν γεν­νη­μέ­νος στ Με­γά­λο Δέν­δρο τς Α­τω­λί­ας ­γι­ο­ρεί­της ­ε­ρο­μό­να­χος Κο­σμς Α­τω­λός, ­να­γνω­ρι­σμέ­νος ­γιος στ συ­νεί­δη­ση ­λων πο­λ πρν πε­θά­νει μαρ­τυ­ρι­κ στ Βό­ρει­ο ­πει­ρο, τ 1779.
  Στ μι­κρ χω­ρι ε­χαν μα­ζευ­τε ­λοι κα τν πε­ρί­με­ναν. ­γιος ­φτα­σε κον­τα­να­σαί­νον­τας κι ­λοι ­τρε­ξαν ν πά­ρουν τν ε­λο­γί­α του, φι­λών­τας τ’  ­γι­α­σμέ­νο του χέ­ρι. Δι­ψα­σμέ­νος ­π’ τν πε­ζο­πο­ρί­α ζή­τη­σε λί­γο νε­ρ ν δρο­σι­στε. ­κε κον­τ ­ταν ­να ξε­ρο­πή­γα­δο.
-   Ε­ναι στε­γνό, ­γι­ε! το ε­παν.
Μ ­στό­σο με­ρι­κο κά­νον­τας ­πα­κο­ ­τρε­ξαν, ­βγα­λαν ­π’ τν πά­το του λί­γο νε­ρ γε­μά­το λά­σπη κα χ­μα κα το τ πρό­σφε­ραν. ­γιος δο­κί­μα­σε λί­γο κα ση­κώ­νον­τας τ κου­ρα­σμέ­νο του χέ­ρι ε­λό­γη­σε τ ξε­ρο­πή­γα­δο γι τν ­λά­χι­στη ­κεί­νη δρο­σι πο το ­δω­σε. ­μέ­σως ­νά­βλυ­σε νε­ρ κα­θα­ρ κα ­φθο­νο. Κα ­π τό­τε, χει­μώ­να-κα­λο­καί­ρι, τ πη­γά­δι ­ταν πάν­το­τε γε­μά­το.

­γιος μ­πη­ξε ­να με­γά­λο ξύ­λι­νο σταυ­ρ στ χ­μα, ­νέ­βη­κε σ’ ­να σκα­μν κι ε­λό­γη­σε τ τέσ­σε­ρα ση­με­α το ­ρί­ζον­τα. ­στε­ρα ρ­χι­σε ν τος μι­λά­ει.
-   ­γώ, ­δελ­φοί μου, πο ­ξι­ώ­θη­κα ­π τν ε­σπλα­χνί­α το Χρι­στο κι ­στά­θη­κα σ’ α­τν τν ­γιο τό­πο, ­ξέ­τα­σα πρ­τα γι σς κα ­μα­θα, πς μ τ χά­ρη το Κυ­ρί­ου μας ­η­σο Χρι­στο κα Θε­ο, ε­στε ε­σε­βες ρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, τέ­κνα κα θυ­γα­τέ­ρες το Χρι­στο μας. Κα ­χι μό­νο δν ε­μαι ­ξιος ν σς δι­δά­ξω, λ­λ μή­τε τ πο­δά­ρια σας ν φι­λή­σω. Δι­ό­τι κα­θέ­νας ­π σς ε­ναι τι­μι­ώ­τε­ρος ­π’ ­λον τν κό­σμο. Κι ­γώ, ­δελ­φοί μου, ε­μαι ν­θρω­πος ­μαρ­τω­λός, χει­ρό­τε­ρος ­π ­λους.
Ε­μαι ­μως δο­λος το ­η­σο Χρι­στο. ­χι πς ε­μαι ­ξιος ν ε­μαι δο­λος το Χρι­στο, λ­λ’ Χρι­στός μου μ κα­τα­δέ­χε­ται ­π τν ε­σπλα­χνί­α του. Τν Χρι­στό μας λοι­πόν, ­δελ­φοί μου, πι­στεύ­ω, δο­ξά­ζω κα προ­σκυ­ν. Τν Χρι­στό μας πα­ρα­κα­λ ν μ ­ξι­ώ­σει ν χύ­σω κι ­γ τ α­μα μου γι τν ­γά­πη του, κα­θς τ ­χυ­σε κα ­κε­νος γι τν ­γά­πη μου.
ν ­σως κα ­ταν δυ­να­τν ν ­νε­β στν ο­ρα­νό, ν φω­νά­ξω μι φω­ν με­γά­λη, ν κη­ρύ­ξω σ ­λον τν κό­σμο πς μό­νο Χρι­στός μας ε­ναι Υ­ς κα Λό­γος το Θε­ο κα Θε­ς ­λη­θι­νς κα ζω­ τν πάν­των, θ τ ­κα­μνα. Μ ­πει­δ δν δύ­να­μαι ν πρά­ξω ­κε­νο τ μέ­γα, κά­μνω το­το τ μι­κρό, κα περ­πα­τ ­π τό­πο σ τό­πο κα δι­δά­σκω τος ­δελ­φούς μου τ κα­τ δύ­να­μη, ­χι ς δι­δά­σκα­λος, λ­λ ς ­δελ­φός. Δι­δά­σκα­λος μό­νο Χρι­στός μας ε­ναι.

­να­χω­ρών­τας ­π τν πα­τρί­δα μου πρ πε­νήν­τα ­τν, ­περ­πά­τη­σα τό­πους πολ­λούς, κά­στρα, χ­ρες κα χω­ρι κα μά­λι­στα στν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Κα πε­ρισ­σό­τε­ρο ­κά­θη­σα στ ­γιον ­ρος, δε­κα­ε­πτ χρό­νους, κα ­κλαι­γα δι τς ­μαρ­τί­ες μου.
Με­λε­τών­τας τ ­γιο Ε­αγ­γέ­λιο βρ­κα μέ­σα πολ­λ νο­ή­μα­τα, τ ­πο­α ε­ναι ­λα μαρ­γα­ρι­τά­ρια, πλο­τος, ζω­ α­ώ­νια. Σι­μ στ λ­λα βρ­κα κα το­τον τν λό­γο ­που λέ­γει Χρι­στός μας: πς δν πρέ­πει κα­νέ­νας Χρι­στια­νς ν φρον­τί­ζει γι τν ­αυ­τό του μό­νο πς ν σω­θε, λ­λ ν φρον­τί­ζει κα γι τος ­δελ­φούς του ν μ κο­λα­σθον. ­κού­ον­τας κι ­γ το­τον τν γλυ­κύ­τα­το λό­γο, ν φρον­τί­ζου­με κα γι τος ­δελ­φούς μας, μ’  ­τρω­γε ­κε­νος λό­γος μέ­σα στν καρ­δι τό­σους χρό­νους, ­σν τ σκου­λή­κι ­που τρώ­γει τ ξύ­λο, τί ν κά­νω κι ­γ στο­χα­ζό­με­νος στν ­μά­θειά μου.
­συμ­βου­λεύ­θη­κα τος πνευ­μα­τι­κούς μου πα­τέ­ρες, ρ­χι­ε­ρες, πα­τριά­ρχες, τος φα­νέ­ρω­σα τν λο­γι­σμό μου, ­νί­σως κα ε­ναι θε­ά­ρε­στο τέ­τοι­ο ρ­γο, κα ­λοι μ πα­ρε­κί­νη­σαν ν τ κά­μω. Κα μά­λι­στα πα­ρα­κι­νού­με­νος ­π τν Πα­να­γι­ώ­τα­το κύ­ριο Σω­φρό­νιο, τν Πα­τριά­ρχη – ν ­χου­με τν ε­χή του – ­φη­σα τ δι­κή μου προ­κο­πή, τ δι­κό μου κα­λό, κι ­βγή­κα ν περ­πα­τ ­π τό­πο σ τό­πο κα δι­δά­σκω τος ­δελ­φούς μου.
Δν μπο­ρε κα­λό­γε­ρος ν σω­θε, πα­ρ μα­κρι ν φεύ­γει ­π τν κό­σμο. Μ ­πει­δ τ γέ­νος μας ­πε­σε σ ­μά­θεια, ε­πα: ς χά­σει Χρι­στς ­μέ­να, ­να πρό­βα­το, κα ς κερ­δί­σει τ λ­λα. ­σως ε­σπλα­χνί­α το Θε­ο κα ε­χή σας σώ­σει κα μέ­να.

Μι­λο­σε ζε­στά, ­πλά, τα­πει­νά. Ο φτω­χο ν­θρω­ποι τν ­κου­γαν συ­νε­παρ­μέ­νοι. ­νά­με­σά τους βλέ­πει κά­ποι­α στιγ­μ ­γιος ν στέ­κουν δυ­ ρ­μα­τω­μέ­νοι. ­ταν παλ­λη­κά­ρια τς κλε­φτου­ρις, μ ε­χαν σπεί­ρει φό­βο κα τρό­μο στος Χρι­στια­νος μ τ γ­κλή­μα­τά τους.
-   , σες! τος φω­νά­ζει. Θ’  ­νοί­ξε­τε πα­ρά­δει­σο, νο­μί­ζε­τε, μ’  α­τά σας τ χά­λια;
-   Ναί, μ τ’  ­ση­μο­χάν­τζα­ρά μας! ε­παν α­τοί, ν μ τ κα­λ δν μς ­νοί­ξουν. Μ τ ­τσι θέ­λω θ μπο­με! Τί μπο­ρε ν μς κά­μουν;
-   Πιά­στε τ’  ­ση­μό­πλε­χτα κουμ­πι τν γε­λε­κι­ν σας κα σφί­χτε τα! τος λέ­ει.
­π πε­ρι­έρ­γεια ­πια­σαν ο κλέ­φτες τ κουμ­πιά τους κα τά ’­σφι­ξαν ­νά­με­σα στ δά­χτυ­λά τους. Κα μ μις, ­τρε­ξε α­μα πο πή­γαι­νε τσαμ­πού­να! Τος κα­τα­λέ­ρω­σε τ α­μα τος κλέ­φτες.
-   , κα θαρ­ρε­τε πς τ α­μα­τα α­τ τν Χρι­στια­νν πο σφά­ξα­τε, θ σς ­φή­σουν ν μπε­τε στν πα­ρά­δει­σο; Δν τ πο­λυ­πι­στεύ­ω!
Σν ε­δαν τ θά­μα ο κλέ­φτες τά ’­χα­σαν. σκλη­ρ καρ­διά τους μα­λά­κω­σε. Με­τά­νι­ω­σαν, φό­ρε­σαν γυ­ναι­κε­α σεγ­κού­νια, δεγ­μα τς με­τά­νοι­ας τους, κι ­κο­λού­θη­σαν τν ­γιο κα­τα­πό­δι.

-   ­νί­σως κα θέ­λου­με ν πε­ρά­σου­με κι ­δ κα­λά, ν πη­γαί­νου­με κα στν πα­ρά­δει­σο, συ­νέ­χι­σε ­γιος, πρέ­πει ν ­χου­με δύ­ο ­γά­πες: ­γά­πη στν Θε­ό μας κα στος ­δελ­φούς μας. Κα­λό­τυ­χος ­κε­νος ν­θρω­πος πο ­ξι­ώ­θη­κε κα ­λα­βε στν καρ­διά του α­τς τς δύ­ο ­γά­πες.
Τ βλέμ­μα του γ­κά­λια­ζε ­ναν-­ναν τους φτω­χος ν­θρώ­πους πο κρέ­μον­ταν ­π τ χεί­λη του. Μι βα­θει ­γά­πη ­νά­βλυ­ζε ­π’ τν καρ­διά του γι ­λα τ πρό­βα­τα τς μάν­δρας το Χρι­στο. Μ τέ­χνη τος αχ­μα­λώ­τι­ζε κα ξε­κλεί­δω­νε τς πόρ­τες τς καρ­δις τους.
-   ­σες, Χρι­στια­νοί μου, πς πη­γαί­νε­τε ­δ; ­χε­τε ­γά­πη ­νά­με­σά σας; Ε­ναι ­δ κα­νέ­νας πο νά ’­χει α­τ τν ­γά­πη στος ­δελ­φούς του; ς ση­κω­θε ­πά­νω ν μο τ πε, ν τν ε­χη­θ κι ­γώ, ν βά­λω κα ­λους τος Χρι­στια­νος ν τν συγ­χω­ρή­σουν, ν λά­βει μί­α συγ­χώ­ρη­ση, πο νά ’­δι­νε χι­λιά­δες φλου­ρι δν θ τν ε­ρι­σκε.
-   ­γώ, ­γι­ε το Θε­ο, ­γα­π τν Θε­ κα τος ­δελ­φούς μου.
-   Κα­λά, παι­δί μου, ­χε τν ε­χή μου. Πς σ λέ­νε στ’ ­νο­μά σου;
-   Κώ­στα.
-   Τί τέ­χνη κά­νεις;
-   Πρό­βα­τα φυ­λά­γω.
-   Τ τυ­ρί, ­ταν τ πω­λες, τ ζυ­γιά­ζεις;
-   Τ ζυ­γιά­ζω.
-   ­σύ, παι­δί μου, ­μα­θες ν ζυ­γιά­ζεις τ τυ­ρ κι ­γ ν ζυ­γιά­ζω τν ­γά­πη. Τώ­ρα ν ζυ­γιά­σω κι ­γ τν ­γά­πη σου κι ν ε­ναι σω­στή, τό­τε ν σ ε­χη­θ κι ­γώ, ν βά­λω κα ­λους ν σ συγ­χω­ρή­σουν. Πς ν σ κα­τα­λά­βω, παι­δί μου, ν ­γα­πς τος ­δελ­φούς σου; Τ ­γα­πς ­κε­νο τ φτω­χ παι­δί;
-   Τ ­γα­π.
-   ν τ ­γα­πο­σες, θ το ­παιρ­νες ­να που­κά­μι­σο πο ε­ναι γυ­μνό, ν πα­ρα­κα­λε κα κε­νο γι τν ψυ­χή σου. Τό­τε θά ‘ναι ­λη­θι­ν ­γά­πη, ­ν τώ­ρα ε­ναι ψεύ­τι­κη. Τώ­ρα σν θέ­λεις ν κά­μεις τν ­γά­πη μά­λα­μα, πά­ρε κα ν­δυ­σε τ φτω­χ παι­δι κα τό­τε ν βά­λω ν σ συγ­χω­ρή­σουν. Τ κά­μνεις το­το;
-   Τ κά­μνω.
-   Χρι­στια­νοί μου, Κώ­στας κα­τά­λα­βε πς ­γά­πη πο ε­χε ς τώ­ρα ­ταν ψεύ­τι­κη κα θέ­λει ν τν κά­μει μά­λα­μα, ν ν­δύ­σει τ φτω­χ παι­διά. ­πει­δ κα τν παι­δέ­ψα­με, σς πα­ρα­κα­λ ν πε­τε γι τν κρ-Κώ­στα τρες φο­ρές: Θε­ς ν τν συγ­χω­ρή­σει κα ν τν ­λε­ή­σει.
                              (ΤΕΛΟΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ)

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/wp-content/uploads/2010/08/%CE%91%CE%93.-%CE%9A%CE%9F%CE%A3%CE%9C%CE%91%CE%A3-%CE%99%CE%A3%CE%A4.jpg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

LinkWithin

Μπορείτε νά δείτε και:

ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΑΠΥΡΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΝ ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΑΠΥΡΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΝ ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Ποιός θεωρείται σφραγισμένος!

Ποιός θεωρείται σφραγισμένος!
.

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΓΝΗΣΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΘΑ ΠΑΡΑΛΑΒΟΥΜΕ ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΚΗ!

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΓΝΗΣΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΘΑ ΠΑΡΑΛΑΒΟΥΜΕ ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΚΗ!
.

.

.
.

.

.
.

Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσιν!

Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσιν!
Τό Φῶς τό Ἀληθινόν!

Ή ΘΑ ΖΗΣΩ ΜΙΑΝ ΩΡΑΝ ΚΑΘΩΣ ΘΕΛΕΙΣ, ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, Ή ΑΣ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΩ ΕΙΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ!

Ή ΘΑ ΖΗΣΩ ΜΙΑΝ ΩΡΑΝ ΚΑΘΩΣ ΘΕΛΕΙΣ, ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, Ή ΑΣ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΩ ΕΙΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ!
(Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής)