Ο Γέροντας Σίμων Αρβανίτης μίλησε για την κάθαρση που θα ερθει:
«Μέ τήν κάθαρση αὐτή (ἔλεγε ὁ Γέροντας) ὁ Θεός θά χωρίση τήν ἤρα ἀπό τό σιτάρι»!
«Ἐγώ δέν θά ζῶ, ἀλλά ἐσεῖς θά ἰδῆτε ποῦ θά φθάση ὁ κόσμος. Θά πληθυνθῆ πολύ ἡ παρανομία καί τό Κράτος δέν θά τήν ἐλέγχη.Τότε οἱ πολῖτες θά ὁπλοφοροῦν καί θά ὑπερασπίζονται τή ζωή τους καί τό δίκιο τους ἐπί τόπου!»
«Μετά, συνέχισε, τό κακό θά κορυφωθῆ. Καί, τότε, ὅταν
τό κακό ὑπερ κορυφωθῆ, ἀνάμενε καί τό τέλος»!
Μέ τά λόγια του αὐτά, δέν ἐννοοῦσε τό τέλος τοῦ κόσμου, τήν Β΄ Παρουσία, ἀλλά τό τέλος τῆς ἀνωμάλου αὐτῆς περιόδου, ἡ ὁποία δέν θά μπορέση νά ἀναχαιτισθῆ ἤ νά ἀνατραπῆ μέ ἀνθρώπινη δύναμη.
Θυμᾶμαι
ὅτι ἡ συνομιλία ἔγινε στό Κελλάκι τοῦ Γέροντός μας, κάποιο μεσημέρι τοῦ
1972. Μέσα στό κελλάκι του βρισκόμαστε ἕνας μεσήλικας ἀνώτατος
ἀπόστρατος τῆς ἀεροπορίας, ἡ πρεσβυτέρα μου, ὁ πρῶτος γυιός μας, ὁ
Μανώλης, μωρό, ξαπλωμένος πάνω στό κρεββάτι τοῦ π. Σίμωνος καί ὁ γράφων,
διάκονος τότε.
Ὁ ἀπόστρατος τόν ρωτοῦσε συνεχῶς, προτάσσοντας, μάλιστα, τήν προσφώνηση «ἅγιε». «Πεῖτε μας ἅγιε, τί θά γίνη μετά;». Καί ὁ π. Σίμων, συνέχισε: