ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ:
Η
ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΚΙΕΤΙ,
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ
ΠΑΠΙΚΟΥ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΥ
ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν
Πειραιεί τη 20ηΟκτωβρίου 2016.
Η
ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΕΤΙ,
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΠΑΠΙΚΟΥ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΥ
Όπως είναι γνωστό πριν από μερικές ημέρες, (16 έως 22 Σεπτεμβρίου 2016),
συνήλθε η 14η Ολομέλεια της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ
Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στο Κιέτι της Ιταλίας η οποία κατήρτισε
ένα τελικό κείμενο κοινής αποδοχής με τίτλο: «Συνοδικότητα και Πρωτείο κατά την
πρώτη χιλιετία: καθ’ οδόν προς μια κοινή κατανόηση στην υπηρεσία της ενότητος
της Εκκλησίας». Επειδή πρόκειται το κείμενο αυτό να συζητηθεί συνοδικά
σε προσεχή Σύνοδο της Ιεραρχίας, προς το παρόν δεν θα καταπιαστούμε με αυτό.
Αυτό
άλλωστε είναι το αρμόζον και πρέπον, το να μην προτρέχουμε εμείς να εκφράσουμε
πρώτοι τη γνώμη μας, αλλά να αφήσουμε να αποφανθεί πρώτα επ’ αυτού η Ιεραρχία. Θα
περιοριστούμε μόνον να σχολιάσουμε τη συνάντηση του Κιέτι από την σκοπιά ενός
παπικού αρθρογράφου, του Mark Woods, ο οποίος δημοσίευσε στο
ιστολόγιο «Christiantoday.com», ένα άρθρο με τίτλο «ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑ; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ», το
οποίο μετέφρασε η κ. Φαίη Αβέρωφ και αναδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «Πατερική
Παράδοση». Κατ’ αρχήν υπενθυμίζουμε ότι για το θέμα του Πρωτείου και της
Συνοδικότητος η Ιερά Μητρόπολή μας διοργάνωσε το 2010 μια πολλή σημαντική
Ημερίδα με τίτλο: «‘Πρωτείον’, Συνοδικότης και Ενότης της Εκκλησίας», τα
Πρακτικά της οποίας μάλιστα έχουν εκδοθεί, (Στοιχειοθεσία - Εκτύπωση «Λυχνία»,
τηλ. 2103410436).
Για τον αρθρογράφο «το παπικό Πρωτείο ήταν αποδεκτό
από όλους τους Χριστιανούς» καθ’ όλη την διάρκεια της πρώτης χιλιετίας.
Το θέμα είναι λελυμένο από παπικής απόψεως, δεν το συζητάει. Εκείνο που τον
προβληματίζει είναι, αν θα γίνει αποδεκτό από τους Ορθοδόξους. Για την αποδοχή
του βλέπει τρία μεγάλα εμπόδια, που πιστεύει ότι είναι πολύ δύσκολο να
ξεπεραστούν. Το πρώτο είναι το «status των Ουνιτών». Για το θέμα της Ουνίας
έχουμε αναφερθεί πολλές φορές. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, οι Ορθόδοξες
Εκκλησίες θα έπρεπε να μην προχωρήσουν στη συζήτηση του θέματος του Πρωτείου,
προτού συζητηθεί το θέμα της Ουνίας. Και τούτο
διότι η επάρατη Ουνία αποτελεί το όνειδος της παπικής δολιότητας και
πραγματική αιμορροούσα πληγή στο σώμα της Εκκλησίας, όπως το χαρακτήρισε
πρόσφατα και ο Πατριάρχης Μόσχας κ. Κύριλλος. Θα μπορούσε το πρόβλημα της
Ουνίας να γίνει το ισχυρό όπλο στα χέρια των Ορθοδόξων, για να υποχωρήσει η παπική
αδιαλλαξία. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε και ούτε πρόκειται να γίνει, διότι ο
διάλογος προχωράει κατόπιν σχεδίου, σχεδιασμένος στα οικουμενιστικά
γραφεία!
Το δεύτερο εμπόδιο είναι
«αυτό που κάποιος επιφανής Ορθόδοξος θεολόγος, ο Μητροπολίτης Περγάμου
Ζηζιούλας, αναφέρεται ως ‘Ορθόδοξοι Ταλιμπάν’». Προφανώς ο Σεβ.
Περγάμου με τον όρο «Ορθόδοξοι Ταλιμπάν» εννοεί όλους εκείνους, που με την Χάρη
του Θεού, αγωνίζονται να παραμείνει η Ορθόδοξη πίστη ανόθευτη και απαραχάρακτη
και οι οποίοι θεωρούνται από τους οικουμενιστές ως «Ταλιμπάν». Και το τρίτο
είναι
«το ευρύτερο πολιτικό τοπίο», δηλαδή οι ευρύτερες γεωπολιτικές
εξελίξεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσεως, οι οποίες σαφώς επηρεάζουν την διαμόρφωση
των εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Εκείνο
που μας εντυπωσιάζει είναι ότι τόσο για τον Σεβ. Περγάμου, όσο και για τον
αρθρογράφο οι «Ορθόδοξοι Ταλιμπάν» αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο. Μ’ άλλα
λόγια οι αγώνες του κλήρου και του πιστού λαού του Θεού για τη διαφύλαξη της
πίστεως όχι μόνον γίνονται αντιληπτοί από τους οικουμενιστές και τους
αιρετικούς παπικούς, αλλά και πολύ τους προβληματίζουν. Οι αγώνες αυτοί τους
φρενάρουν, τους χαλούν τα σχέδια, είναι ένας πονοκέφαλος, δεν ξέρουν πως να τον
αντιμετωπίσουν, παρ’ όλο που αυτοί έχουν εκκλησιαστική δύναμη στα χέρια τους.
Μπορούν, αν θέλουν, να καθαιρέσουν, να αφορίσουν, να επιβάλουν εκκλησιαστικές
ποινές. Μερικές φορές μάλιστα το έκαναν, αλλά είδαν το κόστος, την αντίδραση
του λαού και κατάλαβαν ότι οι ποινές στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ωφελούν,
αλλά φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα.
Την πραγματικότητα αυτή χρειάζεται να την τονίσουμε και να την
υπογραμμίσουμε, διότι πολλές φορές δημιουργείται η εντύπωση, ότι ο αγώνας μας
είναι μάταιος και ανώφελος. Ότι παλεύουμε να επιτύχουμε αδύνατα πράγματα, αφού
δεν έχουμε την εκκλησιαστική δύναμη, να αντιστρέψουμε την πορεία των πραγμάτων,
άμεσα, γρήγορα και αποτελεσματικά. Και έτσι απογοητευόμαστε και απελπιζόμαστε.
Όχι. Δεν θα απελπιστούμε, αλλά θα κάνουμε το καθήκον μας και τα υπόλοιπα θα τα
αφήσουμε στα χέρια του Θεού. Εκείνος θα φέρει το αποτέλεσμα, το οποίο εμείς
αδυνατούμε να φέρουμε εις πέρας. Ο αγώνας μας όμως πρέπει να γίνεται όχι
με τυφλό φανατισμό, αλλά με ζήλο κατ’ επίγνωση, με ταπείνωση, με
προσευχή και εκκλησιαστικό ήθος. Και πρώτα από όλα πρέπει να γνωρίζουμε
εις βάθος το αντικείμενο για το οποίο αγωνιζόμαστε, για να είμαστε εις θέσιν να
δίδουμε «απολογίαν παντί τω αιτούντι», (Α
Πετρ.3,15) και να αποστομώνουμε τους αντιλέγοντας. Στην παρούσα λοιπόν
χρονική συγκυρία που συζητείται το θέμα του Πρωτείου στους Διαχριστιανικούς
Διαλόγους είναι ανάγκη να υπενθυμίσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία του θέματος
προς ενημέρωση και επαγρύπνηση του πιστού λαού του Θεού.
Το πρώτο που πρέπει να υπενθυμίσουμε είναι, ότι η Εκκλησία καθ’ όλη την διάρκεια
της πρώτης χιλιετίας ουδέποτε αναγνώρισε στον Πάπα Πρωτείο παγκόσμιας εξουσίας
και κυριαρχίας εφ’ όλης της Εκκλησίας. Στην Εκκλησία, το πρωτείο ανήκει
στην Κεφαλή της, τον Ιησού Χριστό, «ος εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών,
ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων», (Κολ.1,18), «και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ
πάντα τη Εκκλησία» (Εφ.1,22). Κεφαλή στην Εκκλησία δεν μπορεί να είναι
ένας άνθρωπος, ο Πάπας.
Η προσπάθεια των Παπικών να θεμελιώσουν αγιογραφικά το Πρωτείο στο χωρίο «καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος, και επί
ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν
αυτής» (Ματθ.16,18), είναι άστοχη, διότι η φράση του Κυρίου «και
επί ταύτη τη πέτρα» δεν αναφέρεται στο πρόσωπο του Πέτρου, αλλά στην
ομολογία του, που έγινε ύστερα από αποκάλυψη του Θεού Πατέρα. Η θεμέλιος πέτρα,
πάνω στην οποία οικοδομείται η Εκκλησία, δεν είναι ο Πέτρος, αλλά ο Χριστός και
στη συνέχεια οι απόστολοι, σύμφωνα με το λόγο του Παύλου «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς
δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄
Κορ.3,11) και σύμφωνα με τον άλλο λόγο του: «εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφ.2,20). Συνεπώς
η πέτρα του χωρίου αυτού δεν ταυτίζεται με τον Πέτρο αποκλειστικά, όπως επίσης
η εξουσία του δεσμείν και λύειν, για την οποία γίνεται λόγος στον επόμενο στίχο
«και
δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των
ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γης,έσται
δεδεμένον εν τοις ουρανοίς», δεν ήταν δικαίωμα μόνο του Πέτρου. Την
ίδια εξουσία του δεσμείν και λύειν έδωσε ο Χριστός και στους άλλους αποστόλους,
σύμφωνα με το λόγον του μετά την
ανάσταση «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε, κεκράτηνται»
(Ιωαν.20,23).
Η αρχέγονη Εκκλησία των
αποστολικών χρόνων, ήδη από τις πρώτες ημέρες της ζωής της, καθιέρωσε τονΣυνοδικό Θεσμό,
ως τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας και όχι την απολυταρχική εξουσία ενός
προσώπου, όπως αυτό φαίνεται από ένα πλήθος βιβλικών μαρτυριών από τις Πράξεις
και τις Επιστολές. Αναφέρουμε μερικές: α) Με συνοδικό τρόπο εκλέγεται ο απόστολος
Ματθίας εις αντικατάσταση του εκπεσόντος Ιούδα του Ισκαριώτου,
(Πραξ.1,15-26). β) Με συνοδικό τρόπο επίσης εκλέγονται οι επτά διάκονοι (Πραξ.6,1-7).
γ)
Με συνοδικό τρόπο επιλύεται στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων,
(49μ.Χ.), το θέμα της περιτομής. Πρόεδρος της Συνόδου ήταν ο Ιάκωβος και όχι ο
Πέτρος (Πραξ.15,1-31). Υπάρχει ακόμη ένα πλήθος μαρτυριών υπέρ του Συνοδικού
Θεσμού και κατά του Πρωτείου κατά τους τρεις πρώτους αιώνες μέχρι την Α΄
Οικουμενική Σύνοδο, τις οποίες παραθέτει σε ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας
κ. κ. Σεραφείμ με τίτλο «Ο Παπισμός ως εκκλησιολογικό πρόβλημα (με αναφορά στο Συνοδικό
Σύστημα της Εκκλησίας)», στην παρά πάνω μνημονευθείσα Ημερίδα και
παραπέμπουμε εκεί τον αναγνώστη.
Παράλληλα με τον Συνοδικό Θεσμό η Εκκλησία καθιέρωσε ήδη από την μεταποστολική εποχή τα λεγόμενα «πρεσβεία
τιμής». Σύμφωνα με «αρχαίον έθος», οι επίσκοποι ορισμένων
τοπικών εκκλησιών, συνήθως των μεγάλων πόλεων του ρωμαϊκού κράτους, (Ρώμης,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Εφέσου, Καισαρείας, Κορίνθου κ.λ.π.), απολάμβαναν
ιδιαιτέρας τιμής. Και τούτο διότι οι επίσκοποι αυτοί αφ’ ενός μεν διέσωζαν ζώσα
την παράδοση των αγίων Αποστόλων και αφ’
ετέρου διότι στην επισκοπική έδρα αυτών των πόλεων συνήθως συνήρχοντο οι
πλησιόχωροι επίσκοποι, για να συζητήσουν σοβαρά εκκλησιαστικά προβλήματα. Η
ιδιαίτερη αυτή τιμή προς τους επισκόπους αυτών των πόλεων είναι τα λεγόμενα
«πρεσβεία τιμής». Πολύ ωραία περιγράφει την εξέλιξη των «πρεσβειών τιμής», αλλά
και την παράλληλη ανάπτυξη των αξιώσεων του Πάπα για παγκόσμια εξουσία, ο
ιερομόναχος π. Λουκάς Γρηγοριάτης, σε ομιλία του με θέμα «Πρωτείον, Συνοδικότης
και ενότης της Εκκλησίας» στην παρά πάνω μνημονευθείσα Ημερίδα.
Παραθέτουμε παρά κάτω ορισμένα αποσπάσματα.
Τα «πρεσβεία τιμής» είναι θεσμός που
καθιερώθηκε εθιμικά, αλλά έχει ισχυρή και αναντίρρητη εκκλησιολογική θεμελίωση.
Διαφυλάσσει και εκφράζει την ενότητα και την κοινωνία των τοπικών εκκλησιών εν
τη Ορθοδόξω πίστει, εν τη μια Ευχαριστία και εν τη αγάπη. Με άλλα λόγια
εκφράζει και διαφυλάττει την αποστολική συνοδικότητα στις σχέσεις των τοπικών
εκκλησιών. Διότι συνοδικότης δεν είναι απλώς η συλλογικότης, η ο δημοκρατικός
τρόπος διοικήσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων, αλλά πρωτίστως είναι ο τρόπος
βιώσεως της ενότητος της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, ως κοινωνίας του Αγίου
Πνεύματος.
Κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων τα αρχαία «πρεσβεία τιμής»
σταδιακά οριστικοποιούνται στα πατριαρχικά δίκαια των θρόνων της Πενταρχίας. Δια του 3ου Κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου καθορίστηκαν
τα προνόμια-πρεσβεία του επισκόπου Κων/πόλεως, δεύτερα μετά τα «πρεσβεία
τιμής», (και όχι εξουσίας), του επισκόπου Ρώμης, προταχθέντος κατά τάξιν τιμής
του επισκόπου Κων/πόλεως των άλλων Πατριαρχών. Δια του 28ου Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής
Συνόδου επικυρώθηκαν και αναγνωρίστηκαν και πάλι τα ειδικά προνόμια – «πρεσβεία
τιμής» του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως τα οποία έδωσε σ’ αυτόν η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος. Δια του 36ου Κανόνος της
Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ανανεώθηκαν και πάλι τα προνόμια του Πατριάρχου
Κων/πόλεως και ορίσθηκε η Πενταρχία των Πατριαρχών. Σε καμιά από τις διατάξεις
αυτές δεν υπάρχει και η παραμικρή νύξη για κάποια ιδιαίτερη διοικητική, η
δικαστική εξουσία του Πάπα Ρώμης. Δια μέσου όλων αυτών των Κανόνων διοικητικής
και δικαστικής φύσεως, τους οποίους οι Οικουμενικές Σύνοδοι, (που
αναγνωριζόμεναι και από τον Παπισμό), εψήφισαν, αποκλείσθηκε και καταδικάστηκε
ρητά και κατηγορηματικά κάθε έννοια Πρωτείου. Οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι
σαφώς και απεριφράστως διεκήρυξαν, ότι αυτές μόνες αποτελούν την ανωτάτη αρχή
και εξουσία επί της Εκκλησίας.
Παράλληλα όμως με την διαμόρφωση των «πρεσβειών
τιμής», άρχισαν να διαμορφώνονται και οι αξιώσεις του Πάπα Ρώμης να είναι όχι
μόνο «πρώτος» της τοπικής συνόδου της Ρώμης, όχι μόνο πρωτοκάθεδρος μεταξύ των
ισοτίμων του πατριαρχών, αλλά υπεράνω και αυτών ακόμη των Οικουμενικών Συνόδων.
Το παπικό Πρωτείο ήδη γεννάται ως αντίθεσις στον θεσμό της Πενταρχίας, ως
μοναρχία στον αντίποδα της Συνοδικότητος. Η πρώτη μετριοπαθής απόπειρα προβολής
παπικού Πρωτείου από τον Πάπα Ανίκητο, που εκδηλώθηκε κατά τα τέλη του 2ου
αιώνος και συνεχίσθηκε από τους διαδόχους του Βίκτωρα και Στέφανο, με αφορμή
τις έριδες για τον εορτασμό του Πάσχα και το βάπτισμα των αιρετικών,
αποκρούστηκε έντονα από τους αποστολικούς Πατέρες άγιο Πολυκάρπο Σμύρνης,
Πολυκράτη Εφέσου, άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου, άγιο Κυπριανό Καρχηδόνος κ.α., αλλά
και από Τοπικές Συνόδους στην Αφρική και στη Γαλλία.
Μετά το τέλος της Εικονομαχίας οι παπικές αξιώσεις επανήλθαν με την υποστήριξη
των Φράγκων ηγεμόνων και με την χρήση νόθων κειμένων, (ψευδοκωνσταντίνειος
δωρεά και ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις), τα οποία κατέλυαν πλήρως το κανονικό
καθεστώς των «πρεσβείων τιμής».
Ο παπικός ηγεμονισμός, έφτασε στο αποκορύφωμά του από τον 9ον αιώνα και
εντεύθεν, οπότε παρατηρούμε την
απροκάλυπτη πλέον και ξεκάθαρη επιδίωξη
των Παπών να υποτάξουν τις ανατολικές εκκλησίες. Η προσπάθεια αυτή ήταν μία
αλαζονική περιφρόνηση των κανονικώς θεσπισθέντων «πρεσβείων τιμής». Ήταν δηλαδή
μια αλαζονική πρόκληση, που στρεφόταν ευθέως κατ’ αυτής της ιδίας της Ενότητος
και της Συνοδικότητος της Εκκλησίας. Ρωμαιοκαθολικοί ιστορικοί δικαιολογούν την
ανάδυση του παπικού πρωτείου ως μία «εκκλησιολογική» αναγκαιότητα,
επικαλούμενοι την ανάγκη του παπικού θρόνου να περιφρουρήσει τα κανονικά του
δικαιώματα στις επαρχίες της Ευρώπης, στις οποίες οι Φράγκοι ηγεμόνες
κινούμενοι από πνεύμα καισαροπαπισμού, δεν του επέτρεπαν να τα εξασκήσει. Όμως
το παπικό Πρωτείο, αν και γιγαντώθηκε ως αντίδραση στον καισαροπαπισμό των
ευρωπαίων ηγεμόνων, κυοφορήθηκε ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ως η «επηρμένη
δυτική οφρύς», γεννήθηκε τον 4ον αιώνα ως απαίτηση του εκκλήτου εφ’
όλης της Εκκλησίας, κατά παραβίαση των κανονικών «πρεσβείων τιμής», και
ανδρώθηκε ως αντίδραση στο κανονικό καθεστώς του 28ου Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο θέμα αυτό, (το οποίο βέβαια είναι
τεράστιο), για να μην κουράσουμε τον
αναγνώστη. Αρκούν αυτά για να συνειδητοποιήσουμε μια μεγάλη αλήθεια: Ότι η
ανάπτυξη του παπικού Πρωτείου τορπίλισε το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας στη
Δύση. Και ότι τα «πρεσβεία τιμής», η Συνοδικότητα και η Ενότητα της Εκκλησίας
αλληλοπεριχωρούνται. Ενώ αντίθετα, τα «πρεσβεία τιμής» και το παπικό Πρωτείο
αλληλοαναιρούνται, όπως επίσης αλληλοαναιρούνται η Συνοδικότητα και το παπικό
Πρωτείο.
Θα κλείσουμε με τον θεοφώτιστο λόγο του αγίου Ιουστίνου του Πόποβιτς, ο
οποίος σχετικά με το θέμα αυτό λέγει: «Δια του δόγματος αυτού, [του παπικού Πρωτείου],
ο άνθρωπος της Ευρώπης κατά δογματικώς αποφασιστικόν τρόπον, εκήρυξε το δόγμα
της αυταρκείας του ευρωπαίου ανθρώπου και ούτω τελικώς εφανέρωσεν ότι δεν του
χρειάζεται ο Θεάνθρωπος και εις την γην δεν υπάρχει θέσις δια τον Θεάνθρωπον. Ο
τοποτηρητής του Χριστού — Vicarius Christi — τον αντικαθιστά πλήρως. Εις την
πραγματικότητα από αυτό το δόγμα ζη, το ακολουθεί και επιμόνως το ομολογεί, ο
κάθε ευρωπαϊκός ουμανισμός» (Από το βιβλίο «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»).
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των
Παραθρησκειών