Ὁ τόσο γνωστός σὲ ὅλους σήμερα καὶ ὁσίας μνήμης γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε το 1906 στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης Καρυστίας Εὐβοίας, ἀπὸ γονεῖς πολὺ εὐσεβεῖς, ἀλλὰ πτωχούς. Ο μικρός Εὐάγγελος –ἔτσι τὸν βάπτισαν- εἶχε ἕναν ἀδελφὸ καὶ τρεῖς ἀδελφές. Η πτωχεία καὶ ἡ πολυτεκνία δὲν τοὺς ἔδωσαν τη δυνατότητα νὰ τελειώσῃ ἔστω τὴ βασικὴ ἐκπαίδευσι. Μέχρι τὴ δευτέρα Δημοτικοῦ πῆγε καὶ μετὰ χρειάστηκε νὰ ἐργαστῇ ὡς βοσκός, ἀργότερα σὲ κάποιο ὀρυχεῖο καὶ στὴ συνέχεια σὲ ἄλλες ἐργασίες. Διάβασε τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτη, τὸν συγκίνησε βαθιὰ καὶ τοῦ ἄναψε τὸν πόθο νὰ τὸν μιμηθῇ. Καὶ ὅταν ἦταν 12-13 ἐτῶν ἔφυγε κρυφὰ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν πόθο του. Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς προσπάθειες, ἔφθασε μὲ πλοῖο στὴ Δάφνη. Μέσα στὸ πλοῖο γνώρισε τὸν παπα-Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὰ Καυσοκαλύβια. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ σερδάρης στὴ Δάφνη μικρό, εἶπε: «Πνευματικέ, σὲ παρακαλῶ, ὁ μικρὸς νὰ ἐπιστρέψῃ πίσω. Δὲν ἐπιτρέπεται. Εἶναι ἀνήλικος». Ὁ λόγος ποὺ ὁ σερδάρης ἔφερε ἐμπόδιο στὸν πνευματικὸ νὰ πάρῃ τὸν μικρὸ Εὐάγγελο ἦταν ἡ ἀπόφασι ποὺ ἀπαγόρευε ἀνήλικους καὶ ἀγένειους.
Ὁ πνευματικός Παντελεήμων ἐπέμεινε ὅτι εἶναι ὑπὸ τὴν προστασία του κι ἔτσι μὲ κάποια βάρκα, μετὰ ἀπὸ ἕξι ώρες κουπί, ἔφτασαν μὲ τὸν μικρό Εὐάγγελο στην ἔρημο τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ ἄνοιξε γι’ αὐτὸν τὸ στάδιο της μοναχικῆς ζωῆς, αὐτῆς ποὺ τόσο ποθοῦσε.
Οἱ γεροντάδες, ὅταν πῆραν τὸν μικρὸ Εὐάγγελο, τὸν ἔστειλαν νὰ μείνη στο σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, διότι ἦταν ἀγένειος. Ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ γέρων Πορφύριος: «Εὐτυχῶς ποὺ εἶχα χνούδι καὶ γρήγορα μαύρισα». Πέντε χρόνια, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, κάθισε δόκιμος, καὶ δύο ἔτη ὡς μοναχός Νικήτας. Ἀποστήθιζε εὔκολα τὴν Ἁγία Γραφή κι ἔλεγε ἀπὸ στηθους κεφάλαια ὁλόκληρα. Οἱ γεροντάδες γιὰ νὰ τὸν ταπεινώσουν δὲν τοῦ ἔδιναν να διαβάζη πολύ, ἀλλὰ τοῦ ἀνέθεταν πολλὴ ἐργασία. Εργόχειρο εἶχαν τὰ περίτεχνα κουταλοπήρουνα, κουτάλες καὶ χαρτοκόπτες μὲ διακόσμησι φυτευτή. Στὸ ἐργαστήριό τους, γιὰ χάρι τῆς νοερᾶς ἐργασίας, δὲν ἔβαζαν κανέναν ἐπισκέπτη, μοναχὸ ἢ λαϊκό. Αὐτὸ δὲν εἶναι καυσοκαλυβίτικη συνήθεια, ἀλλὰ τὴν ἔφεραν ἀπὸ τὰ φιλοθεΐτικα κελλιά.
Γράφει ο ἴδιος στὴ διαθήκη του: «Μοῦ ἔτυχε νὰ εἶναι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι καὶ τοὺς ἀγάπησα πολύ, γι’ αὐτὸ μὲ τὴν εὐχή τους ἔκανα ἄκρα ὑπακοή. Αὐτὸ μὲ βοήθησε πάρα πολύ, αἰσθάνθηκα καὶ μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πέρασα πάρα πολύ καλά».
Ἔκανε πλήρη ὑπακοή, γι’ αὐτὸ ἔφθασε στὰ μέτρα τοῦ ἁγίου Δοσιθέου τοῦ Ὑποτακτικοῦ καὶ ἔλαβε τὰ χαρίσματα πλούσια ἀπὸ τὸ Ἁγιο Πνεῦμα. «Τὸ χάρισμα τὸ εἶχα ἀπὸ τότε ποὺ ἔμενα ἐδῶ», μοῦ εἶπε μιὰ μέρα, «ὁ κόσμος ὅμως τώρα τελευταῖα μὲ κατάλαβε. Τότε, λοιπόν, μοῦ εἶχε συμβεῖ τὸ ἑξῆς», καὶ ἄρχισε νὰ διηγεῖται:
«Κάποια ἡμέρα οἱ γεροντάδες μου πῆγαν στὴν Κερασιὰ γιὰ ἐργασία. Τὴν ἑπομένη εἶχε λειτουργία στὸ Κυριακὸ καὶ μοῦ εἶπαν νὰ προετοιμαστῶ, νὰ μεταλάβω. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἀφοῦ ἄναψα τὰ καντήλια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἔκανα τὴν ἀκολουθία μου, κατέβηκα στὸ Κυριακό προτοῦ χτυπήσει ἡ καμπάνα. Κάθησα στὸ βάθος τοῦ ἐξωνάρθηκα, στὴ γωνιά, καὶ ἔκανα κομποσχοίνι. Κάποια στιγμὴ ἀκούω θόρυβο. Βλέπω μιὰ σκιά, ἕναν μοναχὸ μπροστὰ στὴν πύλη τῆς ἐκκλησίας. Άρχισε καὶ ἔκανε μετάνοιες, σὲ λίγο ἀκούστηκαν λυγμοί, προσκυνοῦσε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἔχει τοὺς ὁσίους Πατέρας νὰ προσεύχωνται καὶ νὰ παρακαλοῦν τὴν Ἁγία Τριάδα γιὰ τοὺς ἀσκητὰς ποὺ ζοῦν στὰ μέρη αὐτά. Δὲν μὲ εἶχε πάρει εἴδησι. Σήκωνε τὰ χέρια ψηλὰ καὶ προσευχόταν γοερῶς. Αἰσθάνθηκα καὶ ἐγὼ ὅπως οἱ ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κάτι συνέβη μέσα μου. Ένας θόρυβος ὅμως ἄλλαξε τὸ σκηνικό: ὁ ἐκκλησιαστικός ἄνοιξε την πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ μὲ τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ εἶδα ὅτι ὁ μοναχός ποὺ προσευχόταν ἦταν ὁ ρῶσος ἀσκητὴς γέρων Δημᾶς, ποὺ ἀσκήτευε στην ξηροκαλύβη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς μέσα στὸν ναὸ καὶ κάθισε στὸ στασίδι του. Ἐγὼ σιγά-σιγὰ κάθισα στὰ στασίδια τῶν ἀρχαρίων καὶ τὸ Κυριακὸ γέμισε ἀπὸ πατέρες. Κατανυκτικὴ ἡ θεία λειτουργία. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ μεταλάβουμε. Ὁ γερο-Δημᾶς μὲ εὐλάβεια καὶ δάκρυα προσήλθε. Τελευταίος ἐγὼ σὰν μικρός μετάλαβα καὶ κατόπιν ξεκίνησα νὰ πάω στὸ καλύβι μας. Στο δρόμο αἰσθανόμουν τέτοια χαρά, ποὺ σήκωνα τὰ χέρια μου καὶ ἔλεγα: “Δόξα Σοι ὁ Θεός! Δόξα Σοι ὁ Θεός!” καὶ συνέχιζα τὴν εὐχαριστία μὲ τὴν ψυχή μου γεμάτη ἀπὸ θεῖο πόθο: “Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς, ἡ παραμυθία, ἡ σκέπη, ἡ καταφυγή, τὸ ἀγαλλίαμά μου…”, τονίζοντας τις λέξεις ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, ποὺ εἶχε πλημμυρίσει ἀπὸ Χάρι. Ὅταν ἔφθασα στὴν καλύβα μας, πρώτη μου δουλειὰ ν’ ἀνάψω τὸ καντήλι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί, ὅταν τὸ ἄναβα, βλέπω μπροστά μου τοὺς γεροντάδες μου, σε ποιὸ σημεῖο τοῦ δρόμου βρίσκονται, καὶ τρέχω νὰ τοὺς προϋπαντήσω, να τοὺς ξεκουράσω, παίρνοντας τὶς ἀποσκευές.
Ἦταν ἡ πρώτη φορά, ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ ἔζησα τέτοια κατάστασι. Δὲν τὸ ἔχω πάντοτε τὸ χάρισμα αὐτό.
Ἐπίσημο φαγητό, ὅπως λέγουν οἱ ἁγιορεῖτες, στὴν περίοδο τῆς νηστείας, ὅταν ἔχει κατάλυσι ἐλαίου, εἶναι τὰ σαλιγκάρια, τὰ ὁποῖα βγαίνουν ἄφθονα στὴν περιοχή μας. Όταν, λοιπόν, ἔβρεχε καὶ κατόπιν ἔβγαζε ἥλιο, οἱ περισσότεροι μοναχοί, σὰν ἄλλα σαλιγκάρια, ἔβγαιναν νὰ μαζέψουν γιὰ τοὺς ἴδιους ἢ γιὰ νὰ τὰ πουλήσουν καὶ νὰ ἀγοράσουν ἄλλα είδη. Έτσι, λοιπόν, μὲ ἔστελναν οἱ γεροντάδες μου νὰ μαζέψω κι ἐγώ. Πήγαινα συνήθως πάνω ἀπὸ τὴν καλύβη μας, στὸν Τίμιο Πρόδρομο, για να δῶ καὶ τὸν ἀσκητή γέροντα Δημᾶ. Αὐτὸς μόλις μὲ ἔβλεπε με φώναζε “μικρέ ἀσκητη” στὰ ρωσικά. Υπάρχει ἕνα καταπληκτικό μέρος ὅπου συχνά πήγαινα για προσευχή. Όταν βγαίνει κανείς γιὰ σαλιγκάρια, γίνεται μούσκεμα ἀπὸ τὰ κλαριά καὶ ἀπὸ τὸ βάρος του σακιδίου του, ἀπὸ τὸν ἰδρώτα ἔτσι κι ἐγώ, μικρός καθὼς ἤμουν, ἔπαθα ὑγρὴ πλευρίτιδα καὶ, κατά παραχώρησι Θεοῦ για τις ἁμαρτίες μου, αρρώστησα πολύ καὶ οἱ γεροντάδες μου μοῦ εἶπαν νὰ πάω στοὺς γονεῖς μου. Αὐτὸ σημαίνει τὴ λήξι της ζωής μου στὸν ἀγαπητό μου Άθωνα. Έτσι στα 20 χρόνια μου βρέθηκα στὸν κόσμο. Προσπάθησα πάλι νὰ ἐπιστρέψω στὴν καλύβη, ἀλλὰ κάποια ὑποτροπὴ μὲ ἀνάγκασε νὰ βρεθῶ στὸ σπίτι μου καὶ πάλι κι έγκαταστάθηκα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στὸ Αὐλωνάρι Εὐβοίας.
Ὁ γέρων Πορφύριος ἐπιθυμοῦσε πάντοτε τὰ Καυσοκαλύβια. Ἴσως, ὅταν ἀργότερα ἐπισκέφθηκε τοὺς γεροντάδες, εἶδε ὅτι εἶχαν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Κυριακό· ἔγιναν ζηλωταὶ μὲ συνεργία τοῦ πονηροῦ, ἀπὸ κάποια παρεξήγησι μεταξὺ τῶν ἱερέων στὸ Κυριακό κάτι ποὺ ἐκμεταλλεύθηκε ὁ γερο-Ἀντώνιος Μουστάκας καὶ τοὺς παρέσυρε στὸν ζῆλο. Ἀπὸ τότε ἡ συνοδεία τους μέχρι τέλους ἦταν ζηλωτική. Ὁ γέρων Πορφύριος δὲν ἀποδεχόταν τοὺς ζηλωτὰς σὲ καμμία περίπτωσι καί, ἴσως, ὁ λόγος αὐτὸς νὰ τοῦ ἔφερε ἐμπόδιο γιὰ νὰ ἀποφασίσῃ νὰ διαμείνῃ κοντὰ στοὺς γεροντάδες του, παρόμοιες ἔχουμε καὶ ἄλλες περιπτώσεις.
Ἐγκαταστάθηκε στὴ μονὴ Λευκῶν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους κοντά στὸ Αὐλωνάρι Εὐβοίας, καὶ κάποια φορὰ ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι ὁ ἐπίσκοπος Σιναίου Πορφύριος Γ’ (1877-1968)· ἐκεῖ γνώρισε τὸν μοναχό Νικήτα καὶ συνομίλησαν γιὰ τὴ μονὴ Σινᾶ.
Διεπίστωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅτι ὁ μοναχὸς ἐγνώριζε πρόσωπα καὶ πράγματα τῆς μονῆς μὲ λεπτομέρειες, σὰν νὰ εἶχε ζήσει πολλὰ χρόνια, ἐνῶ δὲν ἐπισκέφθηκε ποτὲ τὸ Σινᾶ. Διέκρινε τὰ χαρίσματά του καί, μὲ ἄδεια τοῦ Καρυστίας Παντελεήμονος Φωστίνη, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ Πρεσβύτερο μὲ τὸ ὄνομα Πορφύριος, σε ἡλικία 21 ἐτῶν, ἡμέρα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, το 1927. Ο Καρυστίας Παντελεήμων τὸν ἔκανε ἀργότερα Πνευματικὸ καὶ Ἀρχιμανδρίτη.
Ἡ ἐφημεριακή διακονία τοῦ γέροντος Πορφυρίου στὴν Πολυκλινική διήρκησε 33 χρόνια. Ἀποσυρόταν συχνὰ στὸ ἡσυχαστήριο, ἀρχικὰ στὰ Καλίσσια τῆς Πεντέλης, ἔπειτα στὸ Μήλεσι τῆς Μαλακάσας, στην Ἀττική, κοντὰ στὸν Ὠρωπό, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ ἴδιος (ἀπὸ τὸ 1980) ὅπου καὶ ἀνήγειρε ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως (ἡ θεμελίωσί του ἔγινε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1990). Ἐπισκεπτόταν συχνὰ καὶ τὰ Καυσοκαλύβια καὶ προσπαθοῦσε νὰ συμβιώσῃ μὲ τὸν μοναχό Δαβίδ, ποὺ ἔμενε στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἦταν ζηλωτής (ἐκάρη Μοναχὸς τὸ 1933, ὀκτὼ χρόνια ἀφ᾿ ὅτου εἶχε φύγει ὁ γερο-Πορφύριος γιὰ τὸν κόσμο). Δὲν τὸν ἤθελε τὸν γέροντα Πορφύριο γιὰ νὰ συμβιώσουν μαζί. Κάποια μέρα συνάντησε ὁ γερο-Πορφύριος, μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του παπα-Φώτη, τὸν γέροντα Συμεὼν ἀπ᾿ τὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς Κερασιᾶς, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔκανε τὴν πρότασι νὰ τοὺς δώσῃ τὸ σπίτι του καὶ αυτὸς νὰ μείνῃ γηροκομούμενος. Ἔτσι κι ἔγινε. Δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ ζήσῃ ὁ γερο-Συμεὼν μαζί τους, διότι εἶχαν διαφορετικές συνήθειες, καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλέιψῃ τὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ νὰ κοινοβιάση στὴ Μεγίστη Λαύρα.
Ὁ γερο-Πορφύριος προσπαθοῦσε, μετὰ τὴν ἀποχώρησι τοῦ πατρὸς Δαβίδ στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου, νὰ πάρῃ τὴν “μετάνοιά” του, τὸν Ἅγιο Γεώργιο, τὸ ὁποῖο τελικά κατώρθωσε καὶ ἐπάνδρωσε στὴ συνέχεια την καλύβη μὲ τὰ πνευματικά του τέκνα. Ἀπὸ τότε ἐπισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι τὴν καλύβη. Τὸν ἀνέβαζαν τὰ πρῶτα χρόνια μὲ τὸ μουλάρι καὶ ἀργότερα πάντοτε μὲ τὸ φορεῖο, σιγά-σιγὰ στὸν δύσκολο ἀνήφορο.
Το καλοκαίρι τοῦ 1991, προαισθανόμενος ὅτι ἐγγίζει τὸ τέλος του, ἔφυγε ἀπὸ τὸ ἡσυχαστήριο γιὰ νὰ ἔλθῃ στὴ “μετάνοιά” του καὶ νὰ ἀφήσῃ τὴν τελευταία του πνοή στὴν καλύβη του.
Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε, ὅπως καὶ σὲ πολλοὺς ἁγίους, νὰ δείξῃ τὴν ἀγωνιστικότητά του καὶ τὴν περιφρόνησι ὅλων τῶν γήινων, ἀντιμετωπίζοντας μία σοβαρώτατη ἀσθένεια: διεγνωσμένος καρκίνος στὸν ἐγκέφαλο, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν δέχτηκε καμμία θεραπεία καὶ ἔλεγε: «Τὸ φάρμακο τοῦ καρκίνου εἶναι τὸ κυπαρισσόχωμα».
Παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὶς 17-11-1991, ἡμέρα Δευτέρα. Ἔγινε ὁλονύκτιος ἀγρυπνία (μεταφέραμε τὴν ἀγρυπνία τῶν Εἰσοδίων τὴν παραμονή). Τὸ σκῆνος τοῦ γέροντος Πορφυρίου μεταφέρθηκε στη λιτὴ τοῦ Κυριακοῦ καὶ στὸ τέλος τῆς λειτουργίας μετακομίσθηκε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικό πολυέλαιο τοῦ κυρίως ναοῦ, ὅπως στὴν κηδεία κάθε ἱερομονάχου. Ἐψάλη ἡ ἀκολουθία τῆς κηδείας κι ἐτάφη στὸν τάφο τοῦ γέροντος Μιχαήλ, ποὺ ἀπὸ χρόνια παρακαλοῦσε νὰ μὴν ἐνταφιασθῇ κανεὶς ἐκεῖ, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πατέρες τὸν κρατοῦσαν κενὸ καὶ ἐκεῖ ἐναπέθεσαν τὸ σεπτό του σκήνωμα. Πλῆθος πνευματικῶν του τέκνων ἔρχονταν καθ’ ἑκάστη νὰ προσκυνήσουν τὸ χῶμα ποὺ σκέπαζε τὸ σῶμα του. Είδαμε τὴν εὐλάβεια τους, ποὺ ἔδειχνε πόσο τοὺς εὐεργέτησε. Ἂς εἶναι αἰωνία του ἡ μνήμη κι οἱ ἅγιες εὐχές του ἂς μᾶς συνοδεύουν ὅλους. Ἀμήν!
Τὸ σκῆνος τοῦ γέροντος Πορφυρίου στὸ νεκροκρέβατο
Πηγή: “Ασκητικές Μορφές και Διηγήσεις από τον Άθω” Ιερομονάχου Μάξιμου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου Κρύα Νερὰ Ἄθω, Ἅγιον Ὅρος, σελ. 279-285
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου