Σύναξη Ὀρθοδόξων
Ρωμηῶν
«ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ»:
Ἀπόπειρα θεσμικῆς κατοχύρωσης
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Μία
Σύνοδος ἐπικίνδυνη καί προβληματική.
Μία
Σύνοδος πού ἀποκλείει τούς Ἐπισκόπους καί καταλύει τήν συνοδικότητα.
Μία
Σύνοδος χωρίς τήν ἐνημέρωση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Μία
Σύνοδος μέ θεολογικές ἀσυνέπειες καί ἀντιφάσεις.
Μία
Σύνοδος μέ ἀποκλειστικό ρόλο «ἁρμοδίου καί ἐσχάτου κριτοῦ» σέ θέματα πίστεως.
Μία
προσπάθεια ἐπιβολῆς καί κατοχυρώσεως «ἀλαθήτων» ἀποφάσεων.
Μία
προσπάθεια δημιουργίας ἀλλοιωμένης ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας.
Μία
προσπάθεια καθιερώσεως τῆς μεταπατερικῆς Θεολογίας.
Μία
προσπάθεια θεσμικῆς νομιμοποιήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
ΑΓΙΑ
ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἀπόπειρα
θεσμικῆς κατοχύρωσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Ἀπό
τήν ἀρχή τῆς προπαρασκευῆς της, ἡ Σύνοδος αὐτή εἶχε ὡς ἀφετηρία
της κοινωνικά καί ὄχι δογματικά ζητήματα, ὑπηρέτησε ποικίλες σκοπιμότητες
καί συνδέθηκε ἄρρηκτα μέ τόν Οἰκουμενισμό.
Ἡ
πρώτη ἀπόφαση γιά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου λήφθηκε
τό 1923 στό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπί πατριαρχίας
Μελετίου Μεταξάκη καί ἐνῶ ἀπουσίαζε ἡ πλειοψηφία τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν. Τότε ξεκίνησε καί ἡ κατάρτιση τοῦ καταλόγου μέ τά θέματα
τῆς Συνόδου. Συζητήθηκε, σέ δεύτερη φάση, στά πλαίσια τῆς «Προκαταρκτικῆς
Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς», τό 1930, στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπανῆλθε στό προσκήνιο
ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τό 1964, στά πλαίσια τῶν οἰκουμενιστικῶν
ἀνοιγμάτων του πρός τούς παπικούς καί τούς προτεστάντες.
Τίς
τελευταῖες δεκαετίες, ὑπῆρξε μία ἔντονη κινητικότητα καί ἀσκήθηκε
ἰσχυρή πίεση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν πραγματοποίηση
αὐτῆς τῆς Συνόδου, τό πνεῦμα καί ἡ θεματολογία τῆς ὁποίας ταυτίστηκαν
ἄμεσα μέ αὐτό τῶν Διμερῶν Διαλόγων μέ τούς ἑτεροδόξους καί τίς φιλενωτικές
προσπάθειες τῶν οἰκουμενιστῶν.
Τό
γεγονός αὐτό στιγματίζει καί ὁ μεγάλος Ἅγιος καί δογματολόγος Ἰουστῖνος
Πόποβιτς σέ σχετικό Ὑπόμνημά του πρός τήν Σερβική Ἐκκλησία:
«Πρέπει
νά εἴμεθα εἰλικρινεῖς: εἰς τήν συμπεριφοράν ὡρισμένων ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων
τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γίνεται αἰσθητή κατά τάς τελευταίας
δεκαετίας ἡ ἴδια ἐκείνη μή ὑγιής καί νοσηρά σπουδή, ἡ ὁποία κατά
τόν ΙΕ΄ αἰῶνα ὡδήγησε τήν Ἐκκλησίαν εἰς τήν Φλωρεντιανήν προδοσίαν,
ἐξουθένωσιν καί αἰσχύνην».
Τό
περιεχόμενο καί ἡ θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου δέν
ἐξέφρασαν ποτέ τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα (κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς),
τό ὁποῖο, ἄλλωστε, οὐδέποτε πληροφορήθηκε κάτι σχετικό μέ τήν Σύνοδο
αὐτή, οὐδέποτε συμμετεῖχε στήν διαδικασία προπαρασκευῆς της καί
οὐδέποτε ἐνέκρινε τά πρός συζήτηση θέματά της.
Ἐκτός,
ὅμως, ἀπό τόν ἀποκλεισμό τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τῶν μοναχῶν καί τῶν κληρικῶν,
ἔχουμε καί τόν ἀποκλεισμό καί τήν φίμωση τῶν ἰδίων τῶν Ἐπισκόπων, οἱ
ὁποῖοι οὐδέποτε ἐνημερώθηκαν γιά τά πεπραγμένα τῶν Προσυνοδικῶν
Ἐπιτροπῶν καί γιά τά θέματα πού συζητήθηκαν.
Ὅπως
σημειώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος σέ Ἐπιστολή του
πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
«Τά κείμενα
τῶν θεμάτων αὐτῶν ὁλοκληρώθηκαν ἀπό τήν Εἰδική Διορθόδοξη Ἐπιτροπή
καί παραπέμφθηκαν ἤδη στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, χωρίς νά τά γνωρίζη
ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας... Γιατί δέν ἐτέθησαν πρός ἔγκριση ἀπό
τήν Ἱεραρχία τά κείμενα αὐτά καί παραπέμφθηκαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδο ἐν ἀγνοίᾳ τῶν Ἱεραρχῶν;».
Καί ὁ
Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης παρατηρεῖ ὅτι, «...ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος -ἀπό
τό 1961, πού ἄρχισαν οἱ Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις γιά
τήν παραπάνω Μεγάλη Σύνοδο- δέν ἀσχολήθηκε μέ τίς ἀποφάσεις τῶν
Διασκέψεων αὐτῶν σέ ἐπίπεδο Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας».
Κανονισμός
Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου
Ὁ ἀποκλεισμός
τῶν Ἐπισκόπων συντελεῖται, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονός ὅτι μόνον 24
Ἀρχιερεῖς ἀπό κάθε Τοπική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά συμμετέχουν στήν
Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί αὐτοί χωρίς νά ἔχουν δικαίωμα ψήφου ὁ
καθένας ξεχωριστά, ἀλλά μόνον ὁ Προκαθήμενος τῆς κάθε Ἐκκλησίας,
ὁ ὁποῖος θά ψηφίζει μέ βάση τήν πλειοψηφία τῶν ἐκεῖ εἰκοσιτεσσάρων
συμμετεχόντων.
Μέ
τόν τρόπο αὐτό, ὅπως τονίζει καί ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσοῦ
κ. Ἀθανάσιος, «καταργεῖται ἡ πρακτική ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε Ἱερῶν
Συνόδων... ὅπου κάθε ἐπίσκοπος ἔχει καί τή δική του ψῆφο... (καί)
καθιστᾶ τά μέλη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πλήν τῶν Προκαθημένων,
διακοσμητικά στοιχεῖα, ἀφαιρεθέντος ἀπ’ αὐτῶν τοῦ δικαιώματος
τῆς ψήφου».
Ὁ ἀποκλεισμός
αὐτός τῶν Ἐπισκόπων, τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπό
τήν διαδικασία προπαρασκευῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου ἀποσκοπεῖ στό
νά περιστείλει κάθε Ὀρθόδοξη ἀντίδραση· ἀποσκοπεῖ στό νά ἐπιβάλει
οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις καί πρακτικές καί νά τίς ἐνισχύσει μέ
τό κῦρος τῆς ἀποφάσεως μίας Πανορθοδόξου Συνόδου.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Μέ
τό κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν
κόσμον» καί εἰδικότερα μέ τό ἄρθρο 6, ὅπου σημειώνεται χαρακτηριστικά
ὅτι: «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων
χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ
μετ’ αὐτῆς», ἐπιχειρεῖται:
Ἡ ἀναίρεση
τῆς πίστεώς μας στήν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»
Ὁ
Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ ὅτι «θεολογικά καί δογματικά
καί νομοκανονικά ἡ ἀπόδοση τοῦ τίτλου «Ἐκκλησία» σέ αἱρετικές ἤ
σχισματικές κοινότητες εἶναι παντελῶς λανθασμένη γιατί μία εἶναι
ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Ἐάν εἶναι ἐκκλησίες οἱ αἱρέσεις, τότε ποῦ
εἶναι ἡ μοναδική καί Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων;»
Καί ὁ
Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει γιά τό ἴδιο κείμενο ὅτι «ὑπάρχουν
μερικές ἀσάφειες, ὡσάν νά «ἀναγνωρίζωνται» καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐκτός
τῆς Μίας, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ἡ νομιμοποίηση
τῶν αἱρέσεων – ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρετικῶν ὡς Ἐκκλησιῶν
Κατά
τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου: «Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει
τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες.....Ὑπάρχουν
Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας»;
Καί ὁ
Μητροπολίτης Λεμεσοῦ διερωτᾶται: «γιατί στό κείμενο γίνεται πολλαπλή ἀναφορά
σέ «Ἐκκλησίες» καί «Ὁμολογίες»; ... Ποιά εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά ἡ
αἱρετική καί ποιά ἡ σχισματική ὁμάδα ἤ ὁμολογία; Ἐμεῖς ὁμολογοῦμε
μία Ἐκκλησία καί ὅλα τά ἄλλα αἱρέσεις καί σχίσματα».
Ὁ δέ
Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης σημειώνει πώς «...ἕνα κείμενο πού προωθεῖται
πρός ἔγκριση, ...εἰσηγεῖται οὐσιαστικά τήν Προτεσταντική θεωρία
τῶν «κλάδων» -νομιμοποιώντας μέ τήν ἀποδοχή του τήν ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν
μέ πολύ διαφορετικά δόγματα».
Ἀμφισβητεῖται
ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθώς γίνεται λόγος γιά «τήν ἀπολεσθεῖσαν
ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν»
Στό
τέλος τοῦ ἄρθρου 6 τοῦ ἴδιου Κειμένου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
μέ τήν συμμετοχή της στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν
σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Ἐπ’
αὐτοῦ, ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σημειώνει ὅτι:
«Ἐφόσον
ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν
ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; ... δίνεται ἡ
ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές
τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Ὁ δέ
Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος διερωτᾶται:
«Ἐπίσης,
μέ τήν ὑπενθύμιση τῶν συγκεκριμένων Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
(ἄρθ. 20) ὑπονοεῖται ἡ «βαπτισματική θεολογία» ὡς βάση τῆς ἑνότητας
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων «Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»;
...Μήπως ἐμμέσως ἀνακαλεῖται ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους
1756, μέ τήν ὁποία ἀποδεχόμαστε τούς ἑτεροδόξους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
μέ βάπτισμα; Καί ὅποιος θά ἐξακολουθεῖ νά πιστεύη κατά τήν διδασκαλία
τῶν Ἁγίων Πατέρων θά διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί θά εἶναι
«καταδικαστέος»; (ἄρθ. 22).
Ἡ ἀναγνώριση
τῶν ἀντορθόδοξων καί αἱρετικῶν Κειμένων τοῦ ΠΣΕ καί ἡ κατοχύρωσή
τους ἀπό Πανορθόδοξη Σύνοδο
Στό ἄρθρο
21 σημειώνεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ’
αὐτῆς (ἐνν. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις») ἐκδοθέντα θεολογικά
κείμενα... διά τήν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». Ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ
σχολιάζει ἐπ’ αὐτοῦ:
«Ἡ ἀναφορά
τοῦ κειμένου στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μοῦ δίνει τήν εὐκαιρία
νά διατυπώσω τήν ἔνστασή μου ἀπέναντι σέ κατά καιρούς διάφορα συγκρητιστικά
ἀντικανονικά γεγονότα πού ἔγιναν σ᾽ αὐτό, ἀλλά καί σ᾽ αὐτήν ταύτην
τήν ὀνομασίαν του, ἀφοῦ σ᾽ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς
«μία ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν» ἤ κλάδος τῆς μίας Ἐκκλησίας, πού ψάχνει καί ἀγωνίζεται
γιά τήν πραγμάτωσή της στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
ΣΥΝΟΔΙΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ
Στό ἄρθρο
δέ 22 τοῦ ἰδίου Κειμένου ἀναφέρεται συγκεκριμένα ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς
Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν
προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται
μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως».
Μέ
τόν τρόπο αὐτό:
ἐπιχειρεῖται
ἡ προληπτική λογοκρισία καί ἡ φίμωση κάθε ὀρθοδόξου ἀντιρρήσεως
σέ ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου
ἀπειλοῦνται
οἱ Ὀρθόδοξοι πού θά ἀντιδράσουν μέ ποινές
κινδυνεύουν
νά χαρακτηρισθοῦν ὡς αἱρετικοί ὅσοι ὀρθοδοξοῦν καί παραμένουν «ἑπόμενοι
τοῖς ἁγίοις Πατράσι»
Παρατηρεῖ
σχετικά ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος:
«Δηλαδή,
ἄν τελικῶς ληφθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἀποφάσεις, τίς ὁποῖες οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ μοναχοί καί θεολόγοι τίς ἀγνοοῦν,
καί οἱ ὁποῖες ἀντιβαίνουν σέ πατερικές θέσεις, θά ἔχουν εὐθύνη καί
θά ὑπόκεινται σέ κρίσεις καί κατακρίσεις, ἄν ἀρνηθοῦν νά τίς ἐφαρμόσουν;».
Προβάλλεται,
ἐπίσης, στό ἴδιο ἄρθρο, ὡς ἀπόλυτος ἐκφραστής καί ἐγγυητής τῆς δογματικῆς
ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας μόνον τό Συνοδικό Σύστημα. Παραγνωρίζεται,
ἔτσι, καί ὑποτιμᾶται ὁ κλῆρος, οἱ μοναχοί καί ὁ εὐσεβής λαός, πού ὑπῆρξαν
πάντοτε οἱ ὑπερασπιστές καί οἱ φύλακες τῆς ἀκεραιότητας τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεώς μας, ἔναντι κακοδόξων ἀποφάσεων ληστρικῶν Συνόδων.
Ὅπως
παρατηρεῖ γιά τό ἴδιο θέμα ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σέ
σχετική Ἐπιστολή του πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες:
«Στό
ἄρθρο 22 δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ Μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της... Στό ἄρθρο
αὐτό παραγνωρίζεται τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στό παρελθόν ἐπικύρωσε ἤ θεώρησε ληστρικές
ἀκόμη καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο
του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο
τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό δηλαδή, ὁπότε ὡς
συν-οδικοί εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Ἀνάλογη
κριτική ἀσκεῖ καί ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος:
«Ἡ ἄποψη
ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο
διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ὡς τοῦ μόνου «ἁρμοδίου καί ἐσχάτου
κριτοῦ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως», ἔχει δόση ὑπερβολῆς καί ἐκφεύγει τῆς
ἀληθείας, καθότι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλές σύνοδοι ἐδίδαξαν
καί ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καί αἱρετικά δόγματα καί ὁ πιστός λαός
τίς ἀπέρριψε καί διεφύλαξε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἐθριάμβευσε
τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος
τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαός ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νά θεωρήσουν
ἑαυτούς σῶμα Χριστοῦ καί Ἐκκλησίαν Χριστοῦ καί νά ἐκφράσουν σωστά τό
βίωμα καί τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας».
Σύμφωνα
μέ τήν συνολική κρίση, ἐπί τοῦ κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», τοῦ Καθηγητῆ κ. Τσελεγγίδη,
«οἱ ἐμπνευστές καί οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση
τοῦ χριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ-οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση πανορθοδόξου
Συνόδου. Αὐτό ὅμως θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτό προτείνω, ταπεινῶς, τήν καθολική ἀπόσυρσή του».
ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Τό
κείμενο: «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ»
κυριαρχεῖται ἀπό τήν ἀντιπατερική ἀντίληψη περί προσώπου, ὅπως
τήν ἐκφράζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης.
Στήν κριτική πού ἀσκεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος
ἀναφέρει, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Περγάμου «παρερμήνευσε τήν διδασκαλία
τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καί τοῦ Ἁγίου Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τόν Τριαδικό Θεό καί πρέπει ἡ ἀντιπατερική αὐτή
ἄποψη νά ἀποβληθῆ, δεδομένου μάλιστα, ὅτι τό συγκεκριμένο κείμενο
τοῦ Περγάμου Ἰωάννου διδάσκεται στίς Θεολογικές καί Ἐκκλησιαστικές
Σχολές, μέ κίνδυνο νά μεγαλώση μιά γενιά θεολόγων καί Κληρικῶν μέ ἀνορθόδοξες
ἀπόψεις γιά τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Γιά
τό ἴδιο κείμενο παρατηρεῖ, ἐπίσης, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Ἀντί
στό κείμενο νά γίνεται λόγος γιά τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται λόγος
γιά τήν «ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (Ἐπικεφαλίδα καί κεφ. Α΄, ἄρθρ.
4), τήν «ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (κεφ. Α΄, ἄρθρ. 3), τήν «ὕψιστη
ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (κεφ. Α΄, ἄρθρ. 5) ...Στό ἄρθρο αὐτό
(Β΄, ἄρθ. 1) γίνεται λόγος γιά «κοινωνία θείων προσώπων», ἐνῶ...
στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχει κοινωνία φύσεως καί ὄχι κοινωνία προσώπων...
Ἀκόμη, εἶναι προβληματική ἡ φράση ὅτι, «τό πρόσωπον συνδέεται μέ
τήν ἐλευθερίαν καί τήν μοναδικότητα, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν σχέσιν
καί κοινωνίαν» (Κεφ. Α΄,1) καί ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι «ὀντολογικό
στοιχεῖον τοῦ προσώπου» (Κεφ. Β΄, 3). Ἄν ἴσχυε αὐτό τότε στόν Θεό κάθε
πρόσωπο θά εἶχε τήν δική του ἐλευθερία καί ἑπομένως θά διεσπᾶτο ἡ
ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος… Ἄν μείνουν αὐτές οἱ φράσεις πού ἐκφράζουν
μιά σύγχρονη θεολογική κατεύθυνση μερικῶν νεωτέρων θεολόγων,
πού διαφοροποιεῖται ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική διδασκαλία, τότε
τά κείμενα πού θά προέλθουν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο...θά στηρίξουν
μιά θεολογία πού εἶναι ξένη πρός τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, θά στηρίξουν
τήν λεγομένη μεταπατερική θεολογία καί θά φανεῖ ὅτι αὐτός ἦταν ὁ
σκοπός αὐτῶν πού συνέταξαν τά κείμενα αὐτά».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἡ Ἁγία
καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας,
ἄν ἐπιμείνει
στήν θεματολογία της καί στίς μέχρι τώρα πρακτικές της
ἄν
συνεχίσει νά ὑποβιβάζει τόν χριστιανισμό στό ἐπίπεδο τοῦ κοινωνισμοῦ
ἄν
συνεχίσει νά παραβιάζει τήν Ὀρθόδοξη δογματική συνείδηση·
ἄν
συνεχίσει νά μήν ἐκφράζει τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος·
ἄν
συνεχίσει νά μήν ἀκολουθεῖ τήν ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
μας,
τότε,
σύμφωνα καί μέ τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς:
«Τό ὀρθοδοξότερον
εἶναι νά μή συγκληθεῖ καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ νά μή συμμετάσχει
κάποιος σ’ αὐτήν».
Διότι,
«Τί δύναται νά περιμένει κανείς ἀπό μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον;
ἕν μόνον: σχίσματα καί αἱρέσεις καί διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτό
εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καί ἡ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι’
αὐτό παρακαλῶ καί ἱκετεύω τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νά ἀπόσχει
ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καί ἀπό τήν
συμμετοχήν εἰς τήν Σύνοδον». Τήν ἴδια παράκληση μέ αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου
ὑποβάλλουμε καί πρός τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: νά ἀπόσχει
ἀπό τήν συμμετοχή στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Ἀλλά
καί στήν περίπτωση πού θά παραστεῖ, τότε νά καταστεῖ ὁ φύλακας καί ὁ
προασπιστής τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας, νά παραμείνει πιστή στίς Ὀρθόδοξες
θέσεις, νά ἐλέγξει καί νά καταψηφίσει κάθε ἀντορθόδοξη καί ἀντιπατερική
θέση, πού θά προταθεῖ.
Ἀκόμη
καί ἄν δέν ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς, θά πρέπει νά προσευχόμαστε
καί νά εὐχόμαστε μέ πόνο καρδιᾶς καί μέ πνεῦμα μετάνοιας καί ταπείνωσης
νά κυριαρχήσει ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία
μας.
Ὅπως
τονίζει ὁ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης:
«Στά
δογματικά θέματα, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία
τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική,
γιατί στήν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια εἶναι Ὑποστατική πραγματικότητα».
Ἡ Ἀλήθεια
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό καί ἕνας ἀκόμη, ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή
πλειοψηφεῖ ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, ὅσοι κι ἄν εἶναι ἐκεῖνοι. Ὁποιαδήποτε, ἄλλη,
λοιπόν, κατασκευασμένη καί τεχνητή πλειοψηφία ἐπιβληθεῖ στήν μέλλουσα Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδο, θά τήν καταδείξει ληστρική. Κι αὐτό γιατί δέν θά γίνει ἀποδεκτή ἀπό
τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Οἱ
παραπομπές τοῦ κειμένου προέρχονται ἀπό τά παρακάτω Κείμενα, τά ὁποῖα
ἔχουν δημοσιοποιηθεῖ ἐντός τοῦ μηνός Φεβρουαρίου. Ἀναμένεται,
σύμφωνα μέ πληροφορίες, ἡ δημοσίευση καί πολλῶν ἄλλων ἀνάλογων
Κειμένων ἀπό Ἱεράρχες, Καθηγητές, κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς.
Ἁγ. Ἰουστίνου
Πόποβιτς, Ὑπόμνημα Περί τήν μελετωμένην «Μεγάλην Σύνοδον» τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, πρός τήν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, 1977
Μητροπολίτου
Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Ἐπιστολή (1η)
11/18-1-2016 πρός τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Μητροπολίτου
Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Ἐπιστολή (2η)
20/20-1-2016 πρός τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Μητροπολίτου
Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἁγιωτάτης
Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, 11-2-2016
Καθηγητῆ
Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή
(1η) 3-2-2016 πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Καθηγητῆ
Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή
(2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Σύναξη
Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ»