ΚΗΡΥΓΜΑ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ:
Κυριακή Τελώνου καί Φαρισαίου
(Β΄ Τιμ. 3, 10-15)
(Β΄ Τιμ. 3, 10-15)
Πῶς νά ἐκκλησιαζόμεθα,
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερόν…» (Λουκ. 18,10)
ΕΑΝ,
ἀγαπητοί μου, μετρηθοῦμε, θὰ δοῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται εἶνε
λίγοι ἐν συγκρίσει μὲ τὸ σύνολο. Οἱ πολλοὶ ἀπουσιάζουν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν
θέλω νὰ μιλήσω τώρα γιὰ ᾿κείνους ποὺ ἀπουσιάζουν· θὰ μιλήσω ὄχι γιὰ τοὺς
ἀπόντας ἀλλὰ γιὰ τοὺς παρόντας στὸν ἐκκλησιασμό. Ἀσφαλῶς τὸ κρῖμα
ἐκείνων ποὺ λείπουν εἶνε μεγάλο· φοβοῦμαι ὅμως, μήπως καὶ τὸ κρῖμα αὐτῶν
ποὺ ἔρχονται στὸ ναὸ δὲν εἶνε μικρό. Διότι συχνὰ είμεθα παρόντες τῷ
σώματι, ἀπόντες τῷ πνεύματι. Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἐρχώμεθα στὴν ἐκκλησία· πρέπει
νὰ ἐξετάσουμε καὶ ἐὰν ἐκκλησιαζώμεθα σωστά.
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα βοᾷ καὶ λέγει, ὅτι ἀπὸ τοὺς δύο ποὺ
ἀνέβηκαν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν ὁ ἕνας ὠφελήθηκε, ὁ ἄλλος δὲν
ὠφελήθηκε. Μήπως λοιπὸν εμεθα κ᾿ ἐμεῖς μεταξὺ ἐκείνων ποὺ δὲν
ὠφελοῦνται;
Μπορεῖ, ἀδελφοί μου, νὰ πηγαίνῃ κανεὶς στὸ ναὸ πρωῒ – πρωΐ, νὰ κάθεται ἀπ᾿ τὸν ὄρθρο ὣς τὸ «Δι᾿ εὐχῶν», νὰ προσκυνᾷ καὶ ν᾿ ἀνάβῃ κερὶ σὲ κάθε εἰκόνα, νὰ προσεύχεται διὰ μακρῶν, κι ὅμως ἡ προσευχή του νὰ μὴ γίνεται δεκτή. Ἀντιθέτως ἕνας ἄλλος μπορεῖ νὰ σταθῇ γιὰ λίγο, ἡ καρδιὰ μέσα του ν᾿ ἀναστενάξῃ κι ὁ στεναγμός του νὰ πάρῃ φτερὰ καὶ σὰν πύραυλος νὰ περάσῃ τὰ ἄστρα, νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἑλκύσῃ τὸ θεῖο ἔλεος.
Ὑπάρχει, λοιπόν, προσευχὴ ἀπαράδεκτος καὶ προσευχὴ δεκτή. Ἀπαράδεκτος ἦταν ἡ προσευχὴ τοῦ φαρισαίου, δεκτὴ ὡς εὐωδία ἦταν ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνου.
Μπορεῖ, ἀδελφοί μου, νὰ πηγαίνῃ κανεὶς στὸ ναὸ πρωῒ – πρωΐ, νὰ κάθεται ἀπ᾿ τὸν ὄρθρο ὣς τὸ «Δι᾿ εὐχῶν», νὰ προσκυνᾷ καὶ ν᾿ ἀνάβῃ κερὶ σὲ κάθε εἰκόνα, νὰ προσεύχεται διὰ μακρῶν, κι ὅμως ἡ προσευχή του νὰ μὴ γίνεται δεκτή. Ἀντιθέτως ἕνας ἄλλος μπορεῖ νὰ σταθῇ γιὰ λίγο, ἡ καρδιὰ μέσα του ν᾿ ἀναστενάξῃ κι ὁ στεναγμός του νὰ πάρῃ φτερὰ καὶ σὰν πύραυλος νὰ περάσῃ τὰ ἄστρα, νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἑλκύσῃ τὸ θεῖο ἔλεος.
Ὑπάρχει, λοιπόν, προσευχὴ ἀπαράδεκτος καὶ προσευχὴ δεκτή. Ἀπαράδεκτος ἦταν ἡ προσευχὴ τοῦ φαρισαίου, δεκτὴ ὡς εὐωδία ἦταν ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνου.
* * *
Γιὰ νὰ γίνῃ δεκτὴ ἡ προσευχή μας
καὶ νὰ φέρῃ ἀποτελέσματα ὁ ἐκκλησιασμός, πρέπει τὴν Κυριακὴ τὸ πρωῒ
ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα νὰ προετοιμαζώμεθα καὶ νὰ ἐρχώμεθα στὴν ἐκκλησία μὲ
ἱερὲς σκέψεις καὶ αἰσθήματα.
Πρῶτα – πρῶτα νὰ ἐρχώμεθα μὲ πίστι. Ἐὰν δὲν πιστεύουμε, ὁ ἐκκλησιασμὸς εἶνε μάταιος. Τί νὰ πιστεύουμε;
Ὅτι ὁ ναὸς δὲν εἶνε ὅπως οἱ
ἄλλοι τόποι· εἶνε τόπος ἱερός. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος…» (Γέν. 28,17).
Εἶνε οἶκος προσευχῆς. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων.
ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», λέει ὁ
ψαλμῳδός· καὶ παρακάτω, ὅτι Προτιμῶ νά ᾿μαι ἕνα χαλικάκι μέσα στὸ ναὸ
τοῦ Θεοῦ μου παρὰ ἕνας πρίγκιπας σὲ παλάτια (Ψαλμ. 83,2, πρβλ. 11). Τιμὴ
καὶ εὐλογία μεγάλη ν᾿ ἀξιωνώμεθα, τὰ σκουλήκια τῆς γῆς, νὰ εὑρισκώμεθα
μέσα στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Νὰ πιστεύουμε ἀκόμη, ὅτι μέσα στὸ ναὸ
φτερουγίζουν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὅτι ἐκεῖ παρίσταται αὐτὸς ὁ Κύριος,
τελεῖται τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, ὁ μυστικὸς δεῖπνος, ἐκτυλίσσεται
ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάληψί του, ὅτι προσφέρεται
τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του «εἰς ζωὴν αἰώνιον» (θ. Λειτ.· βλ. Δαν. 12,2).
Νὰ πιστεύουμε ἀκόμη, ὅτι ὁ Θεὸς ἐκεῖ μᾶς ἀκούει. Ὅτι εἶνε δυνατός,
παντοδύναμος, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ πάντα· ὅτι εἶνε ἀγαθὸς καὶ σκορπάει τὰ
δῶρα του σ᾿ ὅλη τὴν πλάσι· ὅτι εἶνε πάνσοφος κ᾿ ἔχει μυρίους τρόπους καὶ
μέσα νὰ ἱκανοποιήσῃ τὰ αἰτήματά μας. Καμμιά ἀμφιβολία, κανένας
δισταγμός. Τὸ εἶπε καθαρὰ ὁ Κύριος· «Ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ
διακριθῆτε», τότε θὰ μπορῆτε καὶ βουνὰ ἀκόμη νὰ σηκώσετε καὶ νὰ τὰ
ῥίξετε μέσα στὴ θάλασσα (Ματθ. 21,21), θὰ κατορθώνετε δηλαδὴ καὶ τὰ
δυσκολώτερα πράγματα.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται καὶ λέει «Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου
οκου τούτου», Θεέ μου φύλαγε τὸ ναὸ αὐτὸ ἀπὸ σεισμό, ἀπὸ ἐπιδρομὲς
βαρβάρων καὶ βεβηλώσεις· κι ἀμέσως παρακαλεῖ ὄχι γιὰ ὅλους ἀλλὰ γιὰ
᾿κείνους ποὺ εἰσέρχονται μὲ εὐλάβεια· «καὶ (ὑπὲρ) τῶν μετὰ πίστεως,
εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῶ» (θ. Λειτ.). Παρακαλεῖ ὄχι
γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μόνο γιὰ ὅσους μὲ πίστι στὸ Θεὸ διαβαίνουν τὸ
κατώφλι τῆς ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ φέρῃ ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ἐκκλησιασμὸς ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ εἰσερχώμεθα στὸ ναὸ ὄχι μόνο μὲ πίστι ἀλλὰ καὶ μὲ ταπείνωσι. Γιατί; Τὸ φωνάζει σήμερα ἡ παραβολὴ τοῦ εὐαγγελίου. Ἀνέβηκε ὁ φαρισαῖος νὰ προσευχηθῇ. Ἀλλὰ ἡ προσευχή του δὲν ἦταν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ μιὰ θριαμβολογία, μιὰ προβολὴ τῆς ἁγιότητός του, ἕνα λιβάνισμα τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὰ λόγια του ἦταν λόγια ὑπερηφανείας καὶ ἐγωϊσμοῦ. Στάθηκε μπροστὰ στὸ Θεὸ σὰν πάσσαλος, σὰν πυραμίδα, σὰν βουνό. Δὲν χαμήλωσε τὰ μάτια, δὲν ἔσκυψε τὸ κεφάλι, δὲν γονάτισε. Ἄρχισε ν᾿ ἀπαριθμῇ τὰ κατορθώματά του. Καὶ περίμενε νὰ τὸν ἐπαινέσουν ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι· περίμενε, ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῇ μπράβο. Μιὰ τέτοια προσευχὴ ἦταν ἀπαράδεκτη. Ἀντιθέτως ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνου ἦταν δεκτή. Γιατί; Μήπως ἔκανε ἔργα, ἀγρύπνησε, προσευχήθηκε, σκόρπισε τ᾿ ἀγαθά του, ἔκανε φιλανθρωπίες, ἔχτισε ἐκκλησιές; Τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Εἶχε ὅμως κάτι σπουδαῖο· τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε στὸ ναὸ συναισθάνθηκε τὴν ἁμαρτωλότητά του, ὅτι εἶνε ἀνάξιος νὰ σταθῇ ἐκεῖ. Πέρασαν μπροστά του σὰν σὲ κινηματογραφικὴ ταινία οἱ ἁμαρτίες του. Σκέφτηκε τοὺς κακοὺς λογισμοὺς – γιατὶ καὶ γιὰ ἕνα λογισμὸ θὰ κριθοῦμε. Σκέφτηκε τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες – γιατὶ καὶ γιὰ μιὰ ἐπιθυμία θὰ δικαστοῦμε. Σκέφτηκε τὰ λόγια τὰ ἄδικα, τὰ πικρά, τὰ ψευδῆ. Σκέφτηκε τὶς πράξεις του τὶς ἐλεεινὲς καὶ τρισάθλιες. Τὰ σκέφτηκε ὅλα αὐτά, καὶ τότε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος αὐτὸ λύγισε ἡ σπονδυλική του στήλη κι ἀπὸ τὰ στήθη του βγῆκε ὁ ἀναστεναγμὸς καὶ τὸ δάκρυ. Θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ σηκώνῃ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ τὸν οὐρανό.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ φέρῃ ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ἐκκλησιασμὸς ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ εἰσερχώμεθα στὸ ναὸ ὄχι μόνο μὲ πίστι ἀλλὰ καὶ μὲ ταπείνωσι. Γιατί; Τὸ φωνάζει σήμερα ἡ παραβολὴ τοῦ εὐαγγελίου. Ἀνέβηκε ὁ φαρισαῖος νὰ προσευχηθῇ. Ἀλλὰ ἡ προσευχή του δὲν ἦταν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ μιὰ θριαμβολογία, μιὰ προβολὴ τῆς ἁγιότητός του, ἕνα λιβάνισμα τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὰ λόγια του ἦταν λόγια ὑπερηφανείας καὶ ἐγωϊσμοῦ. Στάθηκε μπροστὰ στὸ Θεὸ σὰν πάσσαλος, σὰν πυραμίδα, σὰν βουνό. Δὲν χαμήλωσε τὰ μάτια, δὲν ἔσκυψε τὸ κεφάλι, δὲν γονάτισε. Ἄρχισε ν᾿ ἀπαριθμῇ τὰ κατορθώματά του. Καὶ περίμενε νὰ τὸν ἐπαινέσουν ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι· περίμενε, ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῇ μπράβο. Μιὰ τέτοια προσευχὴ ἦταν ἀπαράδεκτη. Ἀντιθέτως ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνου ἦταν δεκτή. Γιατί; Μήπως ἔκανε ἔργα, ἀγρύπνησε, προσευχήθηκε, σκόρπισε τ᾿ ἀγαθά του, ἔκανε φιλανθρωπίες, ἔχτισε ἐκκλησιές; Τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Εἶχε ὅμως κάτι σπουδαῖο· τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε στὸ ναὸ συναισθάνθηκε τὴν ἁμαρτωλότητά του, ὅτι εἶνε ἀνάξιος νὰ σταθῇ ἐκεῖ. Πέρασαν μπροστά του σὰν σὲ κινηματογραφικὴ ταινία οἱ ἁμαρτίες του. Σκέφτηκε τοὺς κακοὺς λογισμοὺς – γιατὶ καὶ γιὰ ἕνα λογισμὸ θὰ κριθοῦμε. Σκέφτηκε τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες – γιατὶ καὶ γιὰ μιὰ ἐπιθυμία θὰ δικαστοῦμε. Σκέφτηκε τὰ λόγια τὰ ἄδικα, τὰ πικρά, τὰ ψευδῆ. Σκέφτηκε τὶς πράξεις του τὶς ἐλεεινὲς καὶ τρισάθλιες. Τὰ σκέφτηκε ὅλα αὐτά, καὶ τότε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος αὐτὸ λύγισε ἡ σπονδυλική του στήλη κι ἀπὸ τὰ στήθη του βγῆκε ὁ ἀναστεναγμὸς καὶ τὸ δάκρυ. Θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ σηκώνῃ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ τὸν οὐρανό.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Λίγοι δυστυχῶς
ἐκκλησιαζόμεθα. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ λίγοι δὲν προσευχόμεθα. Οἱ ἐπίτροποι
μετρᾶνε τὰ χρήματα, οἱ ψαλτάδες γελοῦν, οἱ ἱερεῖς ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ
τὰ τυχερά, οἱ ἱεροκήρυκες κολακεύουμε τοὺς μεγάλους, οἱ ἀρχιερεῖς δὲν
ζοῦν ἀκτήμονα βίον, ὁ λαός μας ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐὰν στὴν πόρτα
στεκόταν ἕνας ἄγγελος μὲ φλογερὸ σπαθί, ποιός θὰ τολμοῦσε νὰ μπῇ στὴν
ἐκκλησία; Οὔτ᾿ ἐγώ, οὔτε σεῖς, κανένας. Κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ βρέφη σήμερα
μαζὶ μὲ τὸ γάλα θηλάζουν τὸ κακό.
Ὅταν ἐρχώμεθα στὴν ἐκκλησιά, νὰ περνᾷ μπροστὰ στὰ μάτια μας ἡ
ταινία μὲ τ᾿ ἁμαρτήματά μας, ποὺ εἶνε ἀμέτρητα. Ἐὰν κανεὶς καθήσῃ καὶ
σκεφθῇ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τ᾿ ἁμαρτήματά του, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο σὲ ποιό ὕψος
ἀρετῆς μᾶς θέλει ὁ Θεὸς καὶ πῶς ἔζησαν οἱ ἅγιοι, τότε θὰ πῇ ὅτι εἶνε ἕνα
μηδέν, ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ ἐλεεινὸς ἄνθρωπος. Καὶ ἐνῷ τὰ ἁμαρτήματά μας
ἔχουν αὐξηθῆ «ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς» μας (Ψαλμ. 39,13), ὁ Θεὸς
μακροθυμεῖ, παρατείνει τὸ ἔλεός του, καὶ μᾶς δίνει ἑβδομάδες, μῆνες,
χρόνια, γιὰ νὰ μετανοήσουμε.
Ὁ τελώνης θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο κι ἀπὸ τὰ στήθη του
ἔβγαινε ὁ ἀναστεναγμὸς «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13).
Κ᾿ ἐμεῖς κάθε φορὰ ποὺ μπαίνουμε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ νὰ λέμε· Δόξα σοι,
Κύριε, ποὺ σὺ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων δέχεσαι ἐμᾶς εἰς ἀκρόασιν.
Είμεθα ἀνάξιοι τῆς μεγάλης αὐτῆς τιμῆς· «Οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς
εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες…» (θ.
Λειτ.).
Σὲ μερικοὺς ναοὺς ὑπάρχει ἡ κακὴ συνήθεια νὰ περιφέρεται
δίσκος· τὸν περιφέρουν οἱ ἐπίτροποι. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὁρατὸ αὐτὸ
δίσκο, ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἀόρατος δίσκος, ποὺ τὸν περιφέρει ἄγγελος, ὅπως
λέει κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος – νά ᾿χουμε τὴν εὐχή του. Ὅταν, λέει,
τελειώνῃ ἡ θεία λειτουργία, τότε ἄγγελος μὲ δίσκο χρυσὸ περνάει μπροστά
μας καὶ ζητάει – τί, τὰ λεπτά μας; Ὄχι. Ζητάει τὰ δάκρυά μας! Ὁ
ἐπίτροπος συλλέγει κέρματα, κι ὁ ἄγγελος συλλέγει τὰ δάκρυά μας. Περνᾷ
ἀπὸ ᾿μένα, δάκρυα δὲν ἔχω. Περνᾷ ἀπὸ σᾶς, τὸ διο. Περνάει…, περνάει…, κι
ὁ δίσκος μένει ἀδειανός. Ὅταν ὅμως πέσουν στὸ δίσκο δάκρυα, ὁ ἄγγελος
τ᾿ ἀνεβάζει στὰ οὐράνια, κ᾿ ἐκεῖ τὰ δάκρυα γίνονται διαμάντια ποὺ
ἀστράφτουν. «Χαρὰ γίνεται» στὸν οὐρανὸ «ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι»
(Λουκ. 15,10).
Ἀδελφοί μου· σήμερα ἀνοίγει τὸ Τριῴδιο, γιὰ νὰ φθάσῃ μετὰ ἀπὸ
ἑβδομήντα μέρες ἡ μεγάλη ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ βροῦμε
δάκρυα μετανοίας. Διότι πολλὰ δάκρυα κυλοῦν στὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει μάτι
ἀδάκρυτο, μάταια ὅμως δάκρυα. Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ σήμερα νὰ ζητοῦμε δάκρυα
μετανοίας γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μας καὶ ἡ καρδιά μας ἂς τὰ συλλέγῃ σὰν σὲ
μυροδοχεῖο. Ἔτσι, ὅταν φθάσῃ Μεγάλη Τρίτη, μαζὶ μὲ τὴν Πόρνη, νὰ
σπάσουμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ μυροδοχεῖο μας καὶ νὰ μυρώσουμε τὰ πόδια τοῦ
Χριστοῦ μας. Κι ὅταν φθάσῃ Μέγα Σάββατο καὶ ξημερώνῃ Πάσχα, νὰ ποῦμε κ᾿
ἐμεῖς· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς·
καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σε δοξάζειν» (ἀπόστ.
ἑσπ. πλ. β΄ Σάβ.).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία,
ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Τριῶν Ἱεραρχῶν Πετραλώνων –
Ἀθηνῶν τὴν 18-2-1962.
Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=51630