ΚΗΡΥΓΜΑ
Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ (Λουκ. 6, 31-36)
Ο ΧΡΥΣΟΥΣ ΚΑΝΩΝ
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι,
καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»
(Λουκ. 6,31)
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε
ἕνα ἔξοχο δημιούργημα. Πλάστηκε «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ
(Γέν. 1,26). Εἶνε θρησκευτικὸ ὄν, ἔχει δηλαδὴ ἔμφυτη τὴ ῥοπὴ πρὸς τὸ
Θεό. Ἀλλ᾿ εἶνε καὶ κοινωνικὸ ὄν. Δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ μόνος του, ὅπως ὁ
Ροβινσὼν τοῦ ἀγγλικοῦ μυθιστορήματος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε αὐτάρκης· ἔχει
ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθεια τῶν ἄλλων. Ζῇ σὲ κύκλους ποικίλων σχέσεων· μικρὸς
ζῇ μέσα στὴν οἰκογένεια, ὅπου δημιουργοῦνται σχέσεις παιδιῶν μὲ τοὺς
γονεῖς καὶ γονέων μὲ τὰ παιδιά. Ὡς μαθητὴς συζῇ στὸ σχολεῖο μὲ τοὺς
συμμαθητάς του. Ὡς στρατιώτης συζῇ μὲ στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικούς. Ὡς
μέλος τῆς κοινωνίας συζῇ μέσα σ᾿ ἕνα εὐρύτερο κύκλο. Ἔτσι τά ᾿φτειαξε ὁ
Θεός.
Ποιές ὅμως πρέπει νὰ εἶνε οἱ σχέσεις τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἄλλο;
ποιές οἱ σχέσεις τῶν διαφόρων μικρῶν ἢ μεγάλων ὁμάδων ἢ τῶν ἐθνῶν
ἀναμεταξύ τους; Μέγα τὸ πρόβλημα. Πῶς θὰ λυθῇ; Πῶς θὰ ὑπάρχῃ ἁρμονία στὸ
σπίτι, ἁρμονία στὸ σχολεῖο, ἁρμονία στὸ στρατῶνα, ἁρμονία στὴν
κοινωνία, ἁρμονία στὰ ἔθνη καὶ στὴν ἀνθρωπότητα; Ῥίξτε ἕνα βλέμμα στὸν
οὐρανό· ἀναρίθμητα δισεκατομμύρια εἶνε τὰ ἄστρα. Καὶ ὅλα κινοῦνται
ἁρμονικῶς καὶ μὲ πειθαρχία. Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖ ἡ ὑπακοὴ στὸν φυσικὸ νόμο
τῆς παγκοσμίου ἕλξεως δημιουργεῖ τάξι στὸ σύμπαν, κατὰ παρόμοιο τρόπο
καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἡ ὑπακοὴ στὸν ἠθικὸ νόμο θὰ φέρῃ εἰρήνη καὶ
εὐτυχία. Ποιός εἶνε ὁ νόμος αὐτός; Τὸν
διατύπωσε ὁ Χριστός. Ὄχι μὲ πολλὰ λόγια σὰν τοὺς ῥήτορες καὶ φιλοσόφους.
Μέσα σὲ λίγες λέξεις συμπύκνωσε τὴν θεία σοφία. Τί λέει· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31).
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε μία σύντομη ἀνάλυσι τοῦ νόμου αὐτοῦ, ποὺ γιὰ τὴν ἀξία του ὠνομάστηκε «χρυσοῦς κανών».
* * *
Ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ζήσῃ, ἔχει
ἀνάγκη ἀπὸ ὡρισμένα ἀγαθά. Ποιά εἶνε αὐτά; Σχηματίζουν μία κλίμακα. Ἂς
ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ κατώτερα. Ἀγαθὸ εἶνε ἡ περιουσία. Δὲν ἐννοῶ τὶς
τεράστιες περιουσίες ποὺ δημιουργοῦν φιλάργυροι, πλεονέκτες, ἅρπαγες,
κλέφτες καὶ ἀπατεῶνες· οὔτε τὶς τεράστιες περιουσίες τῶν διεθνῶν τρὰστ
τοῦ καπιταλισμοῦ. Τέτοιες περιουσίες εἶνε ἔξω τοῦ Εὐαγγελίου. Μὲ τὸ
Εὐαγγέλιο δὲν γίνεται κανεὶς Ὠνάσης· ἔχει μόνο «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν
ἐπιούσιον» (Ματθ. 6,11) – μεγάλο ῥῆμα αὐτό. Περιουσία ἐννοῶ ὅ,τι ἀποκτᾷ ὁ
ἄνθρωπος μὲ κόπο καὶ μόχθο· τὰ λίγα στρέμματα ποὺ καλλιεργεῖ ὁ ἀγρότης,
τὰ πρόβατα ποὺ βόσκει ὁ τσοπάνος, τὰ δίχτυα ποὺ ῥίχνει ὁ ψαρᾶς, τὰ
ἐργαλεῖα μὲ τὰ ὁποῖα δουλεύει ὁ ἐργάτης, τὰ ἀτομικὰ εδη ποὺ ἔχει ὁ
καθένας (ροῦχα, παπούτσια, ἔπιπλα…), ἡ ἀπέριττη στέγη. Τίθεται λοιπὸν τὸ
ἐρώτημα – τὸ θέτει ὁ Κύριος· Θέλεις, ὁ ἄλλος νὰ μπῇ στὸ χωράφι σου καὶ
νὰ βάλῃ φωτιὰ νὰ κάψῃ τὰ δέντρα; Θέλεις, νὰ μπῇ στὸ μαντρὶ τὴ νύχτα καὶ
σὰ᾿ λύκος ν᾿ ἁρπάξῃ τὰ πρόβατά σου; Θέλεις, νὰ μπῇ στὸ περιβόλι σου καὶ
νὰ τὸ ῥημάξῃ; Θέλεις, νὰ βάλῃ δυναμίτη στὸ σπίτι σου καὶ νὰ τὸ τινάξῃ
στὸν ἀέρα; Θέλεις, νὰ κάνῃ διάρρηξι στὸ κατάστημά σου; Θέλεις νὰ σὲ
κλέψῃ στὸ ζύγι στὴν ἀγορά; Θέλεις νὰ νοθεύσῃ τὰ τρόφιμά σου ἢ τὰ φάρμακά
σου; Τὸ θέλεις; Ὄχι. Ὅπως λοιπὸν ἐσὺ ἔχεις τὴν ἀξίωσι νὰ σέβεται ὁ
ἄλλος τὴν περιουσία σου, κ᾿ ἐσὺ νὰ σέβεσαι τὴ δική του περιουσία. «Καθὼς
θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
Ἄλλο ἀγαθό, ἀνώτερο ἀπὸ τὴν περιουσία, εἶνε ἡ ζωή· ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ μυστηριῶδες αὐτὸ φαινόμενο. Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βλέπει, ἀκούει, αἰσθάνεται, περπατάει, ἀναπτύσσεται, μεγαλώνει, γερνάει, τὸ μυστηριῶδες αὐτὸ ῥεῦμα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ ζωή, εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό· ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε. Καταπληκτικὸ φαινόμενο. Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦνε, δὲ᾿ μποροῦν νὰ φτειάξουν ἕναν ἄνθρωπο ζωντανό. Τί λέω; δὲ᾿ μποροῦν νὰ φτειάξουν ἕνα πουλὶ νὰ πετάῃ. Τί λέω; ἕνα μυρμηγκάκι δὲ᾿ μποροῦν νὰ φτειάξουν. Τί θέλω νὰ πῶ. Ἄνθρωπε, δὲ᾿ μπορεῖς νὰ φτειάξῃς ἕνα μυρμήγκι. Ἐργοστάσια φτειάχνεις, ναοὺς φτειάχνεις, καταστήματα φτειάχνεις…, ζωὴ δὲ᾿ φτειάχνεις. Ἡ ζωὴ εἶνε αὐθύπαρκτος, εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό. Λοιπὸν ὅ,τι δὲ᾿ μπορεῖς νὰ φτειάξῃς, μὴ τὸ καταστρέψῃς. Καὶ σὲ ρωτῶ λοιπόν· θέλεις, ὁ ἄλλος νὰ πάρῃ μιὰ τανάλια νὰ σοῦ ξερριζώσῃ τὰ δόντια; – ἔγιναν αὐτά, τὰ εδαμε μὲ τὰ μάτια μας, καὶ ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ νὰ μὴ ξαναγίνουν. Θέλεις, ὁ ἄλλος νὰ πάρῃ ξυράφι νὰ σοῦ κόψῃ τ᾿ αὐτιά, νὰ σοῦ βγάλῃ τὰ μάτια, νὰ σοῦ ξερριζώσῃ τὴ γλῶσσα, νὰ σοῦ κόψῃ τὰ πόδια, τὰ χέρια, νὰ σὲ ἀκρωτηριάσῃ; Θέλεις, νὰ σὲ ῥίξῃ στὴ φωτιά, νὰ σὲ ἐκτελέσῃ, νὰ σὲ φονεύσῃ; Τὸ θέλεις αὐτό; Δὲν τὸ θέλεις. Ἔ, ὅπως ἐσὺ ἔχεις ἀξίωσι οἱ ἄλλοι νὰ σέβωνται τὴ ζωή σου, κ᾿ ἐσὺ ἔχεις ἱερὰ ὑποχρέωσι νὰ σέβεσαι τὴ ζωὴ ἐκείνων. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
Καὶ τώρα ἕνα ἀκόμη ὑψηλότερο ἀγαθό. Γιὰ μᾶς τοὐλάχιστον τοὺς Ἕλληνες παραπάνω κι ἀπὸ τὴν περιουσία, παραπάνω κι ἀπὸ τὴ ζωή, ἀνέκαθεν, ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς, εἶνε ἕνα ἀγαθὸ ποὺ λέγεται τιμὴ τοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει…». Δὲ᾿ ζυγίζεται οὔτε μὲ δολλάρια οὔτε μὲ μάρκα, οὔτε μὲ ρούβλια, οὔτε μὲ χρυσὲς λίρες. Λοιπὸν σὲ ρωτῶ· θέλεις, ὁ ἄλλος ἀπὸ καφενεῖο σὲ καφενεῖο, ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο κι ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ διαδώσῃ ψευδῆ καὶ ἀνυπόστατα ἐναντίον τῆς τιμῆς καὶ ὑπολήψεώς σου; Θέλεις, νὰ πάῃ στὸ δικαστήριο, νὰ ξαπλώσῃ τὸ βρωμερό του χέρι πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ σὲ κατηγορήσῃ, καὶ ἀθῷος ἐσὺ νὰ κλειστῇς στὶς φυλακές; Θέλεις, τὴ νύχτα ποὺ ἐσὺ ἐργάζεσαι, ὁ ἄλλος νὰ τρυπώσῃ σὰν τὸ φίδι στὸ σπίτι σου καὶ νὰ ἀτιμάσῃ τὴ γυναῖκα σου, τὴν ἀδερφή σου, τὴν κόρη σου; Τὰ θέλεις αὐτά; Ὄχι. Ἔ λοιπόν· ὅπως ἐσὺ ἔχεις τὴν ἀξίωσι ὁ ἄλλος νὰ σεβαστῇ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψί σου, κ᾿ ἐσὺ ἔχεις ἱερὸ καθῆκον νὰ σέβεσαι τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι ἐκείνου. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Αὐτὸς εἶνε ὁ νόμος. Εὔκολος, ἁπλὸς νόμος· ἀλλὰ πόσο δύσκολα ἐφαρμόζεται!
Ἕνας αὐτοκράτωρ τῆς Ῥώμης, ὁ Ἀλέξανδρος Σεβῆρος, κάλεσε τοὺς νομομαθεῖς καὶ τοὺς εἶπε· Θέλω νὰ μοῦ βρῆτε ἕνα νόμο, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὸν νὰ εἶνε ὅλα τὰ καθήκοντα τοῦ πολίτου. Ἔψαξαν ἔψαξαν, δὲ᾿ βρῆκαν. Ὁ μόνος νόμος ποὺ πληροῦσε τὴν ἀπαίτησι τοῦ αὐτοκράτορος, ἦτο αὐτός. Εἶνε ἄρτιος κατὰ πάντα, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ καὶ ἀπὸ τὴ θετικὴ ὄψι. Διότι δὲ᾿ σοῦ λέει μόνο, Μὴν κάνεις τὸ κακό. Αὐτὸ δὲ᾿ φτάνει· εἶσαι ἀτελής. Σοῦ λέει, Νὰ κάνῃς καὶ τὸ καλό. Ὄχι μόνο νὰ μὴν κλέψῃς, νὰ μὴ σκοτώσῃς, νὰ μὴν ἀτιμάσῃς τὸν ἄλλο· ἀλλὰ καὶ νὰ κάνῃς τὸ καλὸ σ᾿ αὐτόν, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ κάνῃ αὐτὸς σ᾿ ἐσένα. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ἀπὸ ὅλους λοιπὸν τοὺς νόμους αὐτόν διέταξε ὁ αὐτοκράτωρ νὰ γράψουν σὲ πινακίδες καὶ ν᾿ ἀναρτηθῇ παντοῦ.
Ἄλλο ἀγαθό, ἀνώτερο ἀπὸ τὴν περιουσία, εἶνε ἡ ζωή· ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ μυστηριῶδες αὐτὸ φαινόμενο. Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βλέπει, ἀκούει, αἰσθάνεται, περπατάει, ἀναπτύσσεται, μεγαλώνει, γερνάει, τὸ μυστηριῶδες αὐτὸ ῥεῦμα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ ζωή, εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό· ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε. Καταπληκτικὸ φαινόμενο. Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦνε, δὲ᾿ μποροῦν νὰ φτειάξουν ἕναν ἄνθρωπο ζωντανό. Τί λέω; δὲ᾿ μποροῦν νὰ φτειάξουν ἕνα πουλὶ νὰ πετάῃ. Τί λέω; ἕνα μυρμηγκάκι δὲ᾿ μποροῦν νὰ φτειάξουν. Τί θέλω νὰ πῶ. Ἄνθρωπε, δὲ᾿ μπορεῖς νὰ φτειάξῃς ἕνα μυρμήγκι. Ἐργοστάσια φτειάχνεις, ναοὺς φτειάχνεις, καταστήματα φτειάχνεις…, ζωὴ δὲ᾿ φτειάχνεις. Ἡ ζωὴ εἶνε αὐθύπαρκτος, εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό. Λοιπὸν ὅ,τι δὲ᾿ μπορεῖς νὰ φτειάξῃς, μὴ τὸ καταστρέψῃς. Καὶ σὲ ρωτῶ λοιπόν· θέλεις, ὁ ἄλλος νὰ πάρῃ μιὰ τανάλια νὰ σοῦ ξερριζώσῃ τὰ δόντια; – ἔγιναν αὐτά, τὰ εδαμε μὲ τὰ μάτια μας, καὶ ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ νὰ μὴ ξαναγίνουν. Θέλεις, ὁ ἄλλος νὰ πάρῃ ξυράφι νὰ σοῦ κόψῃ τ᾿ αὐτιά, νὰ σοῦ βγάλῃ τὰ μάτια, νὰ σοῦ ξερριζώσῃ τὴ γλῶσσα, νὰ σοῦ κόψῃ τὰ πόδια, τὰ χέρια, νὰ σὲ ἀκρωτηριάσῃ; Θέλεις, νὰ σὲ ῥίξῃ στὴ φωτιά, νὰ σὲ ἐκτελέσῃ, νὰ σὲ φονεύσῃ; Τὸ θέλεις αὐτό; Δὲν τὸ θέλεις. Ἔ, ὅπως ἐσὺ ἔχεις ἀξίωσι οἱ ἄλλοι νὰ σέβωνται τὴ ζωή σου, κ᾿ ἐσὺ ἔχεις ἱερὰ ὑποχρέωσι νὰ σέβεσαι τὴ ζωὴ ἐκείνων. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
Καὶ τώρα ἕνα ἀκόμη ὑψηλότερο ἀγαθό. Γιὰ μᾶς τοὐλάχιστον τοὺς Ἕλληνες παραπάνω κι ἀπὸ τὴν περιουσία, παραπάνω κι ἀπὸ τὴ ζωή, ἀνέκαθεν, ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς, εἶνε ἕνα ἀγαθὸ ποὺ λέγεται τιμὴ τοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει…». Δὲ᾿ ζυγίζεται οὔτε μὲ δολλάρια οὔτε μὲ μάρκα, οὔτε μὲ ρούβλια, οὔτε μὲ χρυσὲς λίρες. Λοιπὸν σὲ ρωτῶ· θέλεις, ὁ ἄλλος ἀπὸ καφενεῖο σὲ καφενεῖο, ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο κι ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ διαδώσῃ ψευδῆ καὶ ἀνυπόστατα ἐναντίον τῆς τιμῆς καὶ ὑπολήψεώς σου; Θέλεις, νὰ πάῃ στὸ δικαστήριο, νὰ ξαπλώσῃ τὸ βρωμερό του χέρι πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ σὲ κατηγορήσῃ, καὶ ἀθῷος ἐσὺ νὰ κλειστῇς στὶς φυλακές; Θέλεις, τὴ νύχτα ποὺ ἐσὺ ἐργάζεσαι, ὁ ἄλλος νὰ τρυπώσῃ σὰν τὸ φίδι στὸ σπίτι σου καὶ νὰ ἀτιμάσῃ τὴ γυναῖκα σου, τὴν ἀδερφή σου, τὴν κόρη σου; Τὰ θέλεις αὐτά; Ὄχι. Ἔ λοιπόν· ὅπως ἐσὺ ἔχεις τὴν ἀξίωσι ὁ ἄλλος νὰ σεβαστῇ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψί σου, κ᾿ ἐσὺ ἔχεις ἱερὸ καθῆκον νὰ σέβεσαι τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι ἐκείνου. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Αὐτὸς εἶνε ὁ νόμος. Εὔκολος, ἁπλὸς νόμος· ἀλλὰ πόσο δύσκολα ἐφαρμόζεται!
Ἕνας αὐτοκράτωρ τῆς Ῥώμης, ὁ Ἀλέξανδρος Σεβῆρος, κάλεσε τοὺς νομομαθεῖς καὶ τοὺς εἶπε· Θέλω νὰ μοῦ βρῆτε ἕνα νόμο, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὸν νὰ εἶνε ὅλα τὰ καθήκοντα τοῦ πολίτου. Ἔψαξαν ἔψαξαν, δὲ᾿ βρῆκαν. Ὁ μόνος νόμος ποὺ πληροῦσε τὴν ἀπαίτησι τοῦ αὐτοκράτορος, ἦτο αὐτός. Εἶνε ἄρτιος κατὰ πάντα, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ καὶ ἀπὸ τὴ θετικὴ ὄψι. Διότι δὲ᾿ σοῦ λέει μόνο, Μὴν κάνεις τὸ κακό. Αὐτὸ δὲ᾿ φτάνει· εἶσαι ἀτελής. Σοῦ λέει, Νὰ κάνῃς καὶ τὸ καλό. Ὄχι μόνο νὰ μὴν κλέψῃς, νὰ μὴ σκοτώσῃς, νὰ μὴν ἀτιμάσῃς τὸν ἄλλο· ἀλλὰ καὶ νὰ κάνῃς τὸ καλὸ σ᾿ αὐτόν, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ κάνῃ αὐτὸς σ᾿ ἐσένα. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ἀπὸ ὅλους λοιπὸν τοὺς νόμους αὐτόν διέταξε ὁ αὐτοκράτωρ νὰ γράψουν σὲ πινακίδες καὶ ν᾿ ἀναρτηθῇ παντοῦ.
* * *
Ἀγαπητοί
μου! Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινε τὸ μικρό μας κράτος, βγήκανε ―γιά
μετρῆστε― χιλιάδες νόμοι. Ἡ δὲ πολυνομία ἐστὶν ἀνομία. Δὲ᾿ χρειάζονται
ὅμως τόσοι νόμοι. Ἕνας φτάνει, ὁ νόμος τοῦ Εὐαγγελίου «Καθὼς θέλετε ἵνα
ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»!
Σήμερα δυστυχῶς δὲν ἐπικρατεῖ ὁ νόμος αὐτός. Ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ πήγαινα στὴν αἴθουσα τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν καὶ πάνω ψηλὰ θὰ ἔγραφα μὲ φωτεινὰ γράμματα· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Θέλεις, ἐσὺ Ἀμερική, νὰ θίξουν τὰ συμφέροντά σου; Θέλεις, ἐσὺ Ῥωσία, νὰ εἰσέλθουν τὰ ξένα στρατεύματα καὶ νὰ ῥημάξουν τὸν τόπο σου; Τὰ θέλετε αὐτά, σεῖς οἱ μεγάλες δυνάμεις; Ὄχι. Ἔτσι νὰ σεβασθῆτε κ᾿ ἐσεῖς τοὺς ἄλλους λαούς.
Τώρα γυρίσαμε πολὺ πίσω. Σήμερα στὸν κόσμο ―ἀλλοίμονο― ἐπικρατεῖ νόμος ζούγκλας, ὁ νόμος «τὸ μεγάλο ψάρι τρώει τὸ μικρό». Κ᾿ ἐμεῖς εἴμεθα ἕνα ψαράκι στὸν ὠκεανό. Ἡ πλεονεξία τῶν μεγάλων γιὰ τὰ πετρέλαια καὶ τὰ ἄλλα συμφέροντά τους κυριαρχεῖ.
Ὦ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, κάνε νὰ σβήσῃ ὁ νόμος τῆς ζούγκλας, ὁ νόμος τῆς ἀδικίας καὶ ἐκμεταλλεύσεως, καὶ νὰ ἐπικρατήσῃ ὁ δικός σου νόμος, ὁ χρυσοῦς κανὼν «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ἀμήν.
Σήμερα δυστυχῶς δὲν ἐπικρατεῖ ὁ νόμος αὐτός. Ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ πήγαινα στὴν αἴθουσα τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν καὶ πάνω ψηλὰ θὰ ἔγραφα μὲ φωτεινὰ γράμματα· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Θέλεις, ἐσὺ Ἀμερική, νὰ θίξουν τὰ συμφέροντά σου; Θέλεις, ἐσὺ Ῥωσία, νὰ εἰσέλθουν τὰ ξένα στρατεύματα καὶ νὰ ῥημάξουν τὸν τόπο σου; Τὰ θέλετε αὐτά, σεῖς οἱ μεγάλες δυνάμεις; Ὄχι. Ἔτσι νὰ σεβασθῆτε κ᾿ ἐσεῖς τοὺς ἄλλους λαούς.
Τώρα γυρίσαμε πολὺ πίσω. Σήμερα στὸν κόσμο ―ἀλλοίμονο― ἐπικρατεῖ νόμος ζούγκλας, ὁ νόμος «τὸ μεγάλο ψάρι τρώει τὸ μικρό». Κ᾿ ἐμεῖς εἴμεθα ἕνα ψαράκι στὸν ὠκεανό. Ἡ πλεονεξία τῶν μεγάλων γιὰ τὰ πετρέλαια καὶ τὰ ἄλλα συμφέροντά τους κυριαρχεῖ.
Ὦ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, κάνε νὰ σβήσῃ ὁ νόμος τῆς ζούγκλας, ὁ νόμος τῆς ἀδικίας καὶ ἐκμεταλλεύσεως, καὶ νὰ ἐπικρατήσῃ ὁ δικός σου νόμος, ὁ χρυσοῦς κανὼν «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Σκέπης – Πτολεμαΐδος, 5-10-1980)
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Σκέπης – Πτολεμαΐδος, 5-10-1980)
Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=49310