π. Δημητρίου Μπόκου
Με απροκάλυπτο θαυμασμό στάθηκε ο κόσμος ολόκληρος μπρος στη μικρή Ελλάδα, που το 1940 νίκησε την πανίσχυρη Ιταλία και αντιστάθηκε ηρωικά, χωρίς πνεύμα ηττοπάθειας, χωρίς σύμπλεγμα κατωτερότητας, ως ίσος προς ίσον, ακόμα και προς τη θεωρούμενη ως τότε αήττητη Γερμανία. Ο άθλος της αποτέλεσε απρόσμενη έκπληξη, ευχάριστη για τους μεν, δυσάρεστη για τους δε. Όλοι όμως, εχθροί και φίλοι, στάθηκαν μπροστά της προσοχή και απέδωσαν τα εύσημα στον μικρό λαό που επέδειξε σθένος γίγαντα. Στο εξής οι ήρωες θα είχαν ως πρότυπο τους Έλληνες, όπως ειπώθηκε προσφυώς (Ουίνστον Τσώρτσιλ).
Πολλοί παράγοντες, θείοι και ανθρώπινοι, συνέβαλαν στην επιτέλεση του θαύματος του 40. Θα επικεντρωθούμε σε έναν. Στην ομοψυχία. Δεν πολέμησε μόνο ο στρατός μας στα βουνά της χιονοσκέπαστης Ηπείρου. Όλο το έθνος συστρατεύθηκε. Κάθε ηλικία, από την πιο μικρή ως την πιο μεγάλη, έδωσε δυναμικά το «παρών». Ο καθένας στο πόστο του. Ανάλογα με τη δύναμή του και την ειδικότητά του. Ο καθένας συνεισέφερε στον κοινό αγώνα κατά το χάρισμά του. Οι πολλοί έγιναν ένας. Ένα σώμα με πολλά μέλη, συντονισμένα στην απόλυτη λειτουργική αρμονία. Δεν σκεφτόταν και δεν ενεργούσε κανένας κατά το δικό του θέλημα. Ξεχάστηκε το εγώ, παραμερίστηκε. Ήρθε στο προσκήνιο η αξία του «εμείς» του ήρωα Μακρυγιάννη. Κατανοήθηκε πλήρως πως αν η πατρίδα πηγαίνει στο σύνολό της καλά, είναι όφελος για όλους. Αν η πατρίδα χάνεται, τί νόημα έχει να ευημερούν μερικοί; Η γενική δυστυχία θα παρασύρει και κάθε ιδιωτική ευημερία. Ενώ σε μια πατρίδα που ευτυχεί, λέγει ο αρχαίος Περικλής, ακόμα κι αν κάποιος δυστυχήσει, «πολλώ μάλλον διασώζεται» (Θουκυδίδου Ιστορίαι, 2, 60, 2-4).
Έτσι, ο άμαχος πληθυσμός, αποχαιρετώντας με πόνο, αλλά και ενθουσιασμό τα μάχιμα παιδιά του που ξεκινούσαν τραγουδώντας για το μέτωπο, στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Πολέμησε κι αυτός με κάθε τρόπο στα μετόπισθεν. Οι Ελληνίδες της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας σήκωσαν, με ατσάλι ψυχή, στους αδύνατους ώμους τους το βαρύτατο έργο του εφοδιασμού. Βρέθηκαν κι αυτές στην πρώτη σχεδόν γραμμή, δίπλα στον μαχόμενο στρατιώτη, δίνοντάς του πνοή ζωής, ανάσα απ’ την ανάσα τους, σ’ έναν δίχως ανάπαυλα πόλεμο.
Οι εχθροί ήταν πολλοί στα άγρια πολεμικά μέτωπα, μα χειρότερος απ’ όλους αποδείχτηκε το κρύο. Ολόκληρη η Ελλάδα βάλθηκε τότε να ζεστάνει τον παγωμένο φαντάρο. Μικρά κορίτσια, αλλά και αιωνόβιες γιαγιές, ρίχτηκαν στον αγώνα «της φανέλλας του στρατιώτη». Χιλιάδες δέματα με μάλλινα πλεχτά, συνοδευμένα με τις προσευχές όλου του έθνους, έφτασαν στη γραμμή του πυρός, ζέσταναν τις ψυχές των παιδιών που πολεμούσαν στα χιόνια. Ο λαός είχε γίνει μια μεγάλη ζεστὴ οικογένεια. Το ’νιωθε ο έρημος στρατιώτης και παρηγοριόταν.
Γράφει ένας τραυματίας από το μέτωπο για τον στρατό των μετόπισθεν:
«Καλή μου μανούλα, …όταν νιώθουμε ότι πίσω μας υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που φροντίζει…, όταν βλέπουμε ότι τα αισθήματα της αλληλεγγύης πλημμυρίζουν τις καρδιές όλου του Ελληνισμού, η ψυχή μας γεμίζει συγκίνηση και ορκιζόμαστε, ότι δεν θα αφήσουμε ποτέ εχθρικό ποδάρι να μολύνει την ένδοξη γη μας. Αψηφούμε τα χιόνια και τις παγωνιές. Αγνοούμε τους κόπους και τις κακουχίες. Γινόμαστε τρομεροί και ικανοί να επιτελέσουμε και τους δυσκολότερους άθλους».
Ποιος μπορεί να νικήσει το έθνος που έχει τέτοια ψυχή;
Καλή ευλογημένη εβδομάδα! Καλό μήνα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου